fbpx
Stephen Spotswood: «Η τύχη ευνοεί τους νεκρούς»

Stephen Spotswood: «Η τύχη ευνοεί τους νεκρούς»

Λάτρης των χαρτόδετων αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι η Γουίλοουτζιν Πάρκερ, έστω κι αν δεν γεννήθηκε με αυτό ακριβώς το όνομα, βασική ηρωίδα του Stephen Spotswood, στο πρώτο βιβλίο του που την παρουσιάζει στο κοινό, Η τύχη ευνοεί τους νεκρούς. Ένα βιβλίο που σίγουρα θα ήθελε να βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της η ηρωίδα και που σίγουρα θα απολαύσει κάθε αναγνώστης, είτε αγαπάει το αστυνομικό βιβλίο, είτε εκτιμάει μια καλογραμμένη περιπέτεια με ισχυρές δόσεις χιούμορ.

Αφηγήτρια η ηρωίδα, εκπαιδευμένη στο τσίρκο για ένα σωρό εργασίες – από το να φτυαρίζει ακαθαρσίες στα κλουβιά με τις τίγρεις, μέχρι να στέκεται ακίνητη φορώντας πούλιες κι ένα ενισχυμένο σουτιέν και να της πετάνε μαχαίρια. Μαχαίρια που σιγά σιγά έμαθε και η ίδια να χειρίζεται και κάπως έτσι βρέθηκε να γνωρίζεται με τη διασημότερη ντετέκτιβ της Νέας Υόρκης, τη Λίλιαν Πέντεκοστ. Κι αν στον σύγχρονο αναγνώστη δεν κάνει εντύπωση που η διασημότερη ντετέκτιβ είναι γυναίκα και το πλαίσιο όπου κινείται η ιστορία είναι πολύ προοδευτικό, δεν θα πρέπει να ξεχνάει ότι εκτυλίσσεται λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

«Την πρώτη φορά που συνάντησα τη Λίλιαν Πέντεκοστ, λίγο έλειψε να της τσακίσω το κεφάλι με ένα κομμάτι μολυβένιου σωλήνα», θα ξεκινήσει την αφήγησή της η Γουίλ. Αντί όμως να της σπάσει το κεφάλι, τελικά της έσωσε τη ζωή και σύντομα είχε δεχτεί να αλλάξει την εκπαίδευσή της από μαθητευόμενη σε τσίρκο σε εκπαιδευόμενη ντετέκτιβ και να μάθει να πυροβολεί αντί να πετάει μαχαίρια.

Η Λίλιαν Πέντεκοστ, παρότι είχε επιβιώσει πολλά χρόνια χωρίς τη βοήθεια της Γουίλ, χρειαζόταν κάποιον που δεν θα φοβόταν να τη βάλει στο κρεβάτι ακόμα κι όταν αυτή αρνιόταν, θέλοντας να δουλέψει κι άλλο, και θα φρόντιζε ώστε να τρώει καλά για να μπορεί να τα βγάζει πέρα παρά την εκφυλιστική ασθένεια που την ταλαιπωρούσε.

Όταν ξεκινάει να γράφει τη συγκεκριμένη ιστορία η Γουίλ, έχουν ήδη περάσει τρία χρόνια που δουλεύει με τη Λίλιαν Πέντεκοστ. Γραφομηχανή έχει μάθει μαζί της και, όπως αναφέρει, ίσως όταν γράψει τη λέξη «τέλος» στην ιστορία να μη θελήσει να ξαναπατήσει ποτέ ούτ’ ένα πλήκτρο. «Αν λοιπόν πρόκειται να διηγηθώ μία μόνο ιστορία, αυτή θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η δολοφονία της Άμπιγκεϊλ Κόλινς». Και η συνέχεια της ιστορίας δικαιώνει την αφηγήτρια – εκτός από το γεγονός ότι, όπως αναφέρει, η συγκεκριμένη ιστορία υπήρξε ορόσημο και για τις δυο τους, είχε μακροχρόνιες συνέπειες και της άφησε όχι και λίγα σημάδια, σωματικά και άλλα. Τελειώνοντας η ιστορία, οι αναγνώστες εύχονται να πατήσει πολλά ακόμα πλήκτρα και να διηγηθεί πολλές ακόμα ξεχωριστές ιστορίες.

«Τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια, αλλά ποτέ δεν ήμουν από αυτούς που θα δίσταζαν να θυσιάσουν την ειλικρίνεια για ένα καλό παραμύθι».

Η Άμπιγκεϊλ είναι μια πλούσια χήρα που βρίσκεται δολοφονημένη κατά τη διάρκεια του πάρτι που έχει οργανώσει για το Χαλοουίν, έπειτα από μια πνευματιστική συνεδρία, έναν χρόνο αφότου ο σύζυγός της και μεγαλοβιομήχανος, Άλιστερ, έχει αυτοπυροβοληθεί. Στην πόρτα της ντετέκτιβ φτάνουν τα δίδυμα παιδιά της δολοφονημένης, μαζί με τον νονό τους, καλύτερο φίλο του πατέρα τους και συνέταιρό του, προκειμένου να της ζητήσουν να διαλευκάνει την υπόθεση. Ο βασικός λόγος που η ντετέκτιβ δέχεται την υπόθεση δεν είναι ούτε το μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου, όπου βρέθηκε η δολοφονημένη, ούτε η μεγάλη αμοιβή, αλλά το γεγονός ότι το σόου της πνευματιστικής συνεδρίας έκανε η Άριελ Μπελεστρέιντ, μια γυναίκα για την οποία κρατάει λεπτομερή φάκελο, έστω κι αν η Γουίλ δεν γνωρίζει για ποιο λόγο πρέπει να ξεχωρίζει κάθε απόκομμα που την αφορά στην εφημερίδα.

Η Γουίλ έχει τον δικό της τρόπο να ψαρεύει πληροφορίες, μεταξύ των οποίων να διηγείται φανταστικές ιστορίες. «Τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια, αλλά ποτέ δεν ήμουν από αυτούς που θα δίσταζαν να θυσιάσουν την ειλικρίνεια για ένα καλό παραμύθι». Και με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τον αναγνώστη της, καθώς αφηγείται την ιστορία, αποκρύπτοντας ή προσθέτοντας στοιχεία, όχι πάντα βασισμένα στην ειλικρίνεια, αν και κάποιες σελίδες ή κεφάλαια μετά παραδέχεται πώς και γιατί παρεξέκλινε από την αλήθεια. Η αφήγηση της Γουίλ ζωντανή, σαν να διηγείται σε μια συντροφιά μια συναρπαστική περιπέτεια. «Αν τα λόγια της έσταζαν περισσότερο σαρκασμό, θα έπρεπε να φέρω σφουγγαρίστρα».

Ανάμεσα στα πρόσωπα που κινούνται στις παρυφές της ιστορίας, διάφοροι υπάλληλοι του εργοστασίου, που έφτιαχνε εξοπλισμό γραφείου αλλά στράφηκε στα όπλα κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο αστυνόμος με ιδιαίτερες ικανότητες που έχει αναλάβει την υπόθεση, η καθηγήτρια που γράφει ένα βιβλίο για τη σχέση των ζωντανών με τους νεκρούς. Ιδιαίτερος χαρακτήρας και ο βοηθός του μέντιουμ, που τους ανοίγει την πόρτα «φορώντας ένα κουστούμι που ακόμα κι ένας νεκροθάφτης θα το είχε ξαναβάλει στην κρεμάστρα βρίσκοντάς το υπερβολικά πένθιμο».

Ο αισθησιασμός είναι διάχυτος, αφορά όμως περισσότερο τη σχέση γυναικών μεταξύ τους, κάτι που η κοινωνία δεν είναι πρόθυμη να δεχτεί. Ιδιαίτερη φιγούρα η Μπέκα, μία από τα δίδυμα, η οποία βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον αδελφό της, Ράντολφ, με αφορμή τον τρόπο ζωής της.

Σε μια εποχή και μια πόλη που «…είναι γεμάτη τέρατα, κλέφτες και κρετίνους. Και αυτό πριν πατήσεις το πόδι σου έξω από το Δημαρχείο», τα νήματα κινούνται πάντα γύρω από τον έλεγχο της εξουσίας. «Πολλοί άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη έχουν λεφτά. Όμως μόνο μια χούφτα παίρνει πραγματικά τις αποφάσεις. Ποιος διορίζεται πού. Πού ξοδεύει ο Δήμος τα λεφτά του. Ποιες γειτονιές αναπτύσσονται και ποιες ξεχνιούνται.»

Ο συγγραφέας καταφέρνει να δέσει όλα τα στοιχεία, στοιχεία που φαινομενικά δείχνουν άσχετα μεταξύ τους και με την ιστορία, για να φτάσει σε ένα συναρπαστικό και αναπάντεχο τέλος. Συγχρόνως δείχνει τα στενά όρια μεταξύ καλού και κακού, σωστού και λάθους, ηθικού και ανήθικου και αφήνει προβληματισμένο τον αναγνώστη κατά πόσο αυτά θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρα και αμφιταλαντευόμενο κατά πόσο οι ενέργειες των ηρώων ήταν μέχρι το τέλος σωστές. Διότι, όπως θα ειπωθεί: «Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα στο τι είναι νόμος και στο τι είναι δίκαιο. Κι όλοι μέσα σε αυτό το δωμάτιο το καταλαβαίνουμε αυτό. Η μόνη διαφορά, προς το παρόν, είναι το μέχρι πού είναι διατεθειμένη να φτάσει καθεμιά μας για να δει να αποδίδεται δικαιοσύνη».

Ο συγγραφέας κάνει συχνές αναφορές σχετικά με τη δικαιοσύνη στον κόσμο, όπως όταν αναφέρεται στον Χάιραμ, που δουλεύει νυχτερινή βάρδια στο νεκροτομείο, αν και θα μπορούσε να ήταν προϊστάμενος του αφεντικού του, εάν δεν ήταν Εβραίος. «Όμως κανένας μέσα σε εκείνη την αίθουσα, νεκρός ή ζωντανός, δεν έτρεφε την αυταπάτη ότι ο κόσμος είναι δίκαιος».

st spotswoodΗ ντετέκτιβ, ωστόσο, με τη βοήθεια της Γουίλ προσπαθεί να τον κάνει λίγο πιο δίκαιο. Ούτως ή άλλως, θα πρέπει κανείς να πάρει τις δικές του αποφάσεις: «Κράτα γερά ό,τι μπορείς, όσο ακόμα μπορείς. Δεν υπάρχει ένας καλύτερος κόσμος εκεί έξω. Δεν θα υπάρξει ποτέ. Αν δεν τον φτιάξουμε εμείς».

 

Η τύχη ευνοεί τους νεκρούς
Stephen Spotswood
μετάφραση: Νεκτάριος Καλαϊτζής
Bell
360 σελ.
ISBN 978-960-620-854-6
Τιμή €15,50
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.