fbpx
Γιάννης Ανδριανάτος: «Δείπνο αντιβαρύτητας»

Γιάννης Ανδριανάτος: «Δείπνο αντιβαρύτητας»

Τι πρέπει να φάει κανείς για να αναληφθεί; Ποιο θεϊκό έδεσμα, ποια αμβροσία και τι είδους νέκταρ να πει;

Και ο Σεφέρης απαντά: μη μου πεις τι πρέπει να φάω για να γίνω βασιλιάς, αλλά τι θα απογίνω τρώγοντας μπομπότα…

Ο Γιάννης Ανδριανάτος, εκ καταγωγής από το ευγενές Ιόνιο –Ιθάκη και Κεφαλονιά–, γεννημένος στην άλλη άκρη της θάλασσας, στη Νέα Ζηλανδία, σαν τον Οδυσσέα επέστρεψε στην Ελλάδα. Σπούδασε ζωγραφική και διευθύνει τον «Ρητορικό κύκλο», όπου διδάσκει, όπως ο πλατωνικός Γοργίας ή Πρωταγόρας και οι άλλοι Σοφιστές, χρήση του λόγου, διαλεκτική και φιλοσοφία, διοργανώνει σεμινάρια, συμπόσια, ποιητικές βραδιές και θεατρικά δρώμενα. Γράφει, δημοσιεύει και δίνει συνεντεύξεις σε εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Έχει ήδη δημοσιεύσει μία ποιητική συλλογή με 253 χαϊκού και 146 αινιγματισμούς, και τώρα μας καλοδέχεται στο τραπέζι του σε ένα Δείπνο αντιβαρύτητας, όπου ό,τι και να φάει κανείς δεν βαρυστομαχιάζει, αντιθέτως απογειώνεται.

Το βιβλίο περιλαμβάνει έξι ενότητες –«Καρκινικοί δείκτες», «Μικροί Λαιστρυγόνες», «Μαύροι κύκνοι», «Συνεχόμενοι πνιγμοί», «Απόσταξη φιλιών»– (διακειμενικά και υπαινικτικά δάνεια), ένα παράρτημα για το 1821 και ένα γλωσσάρι δικής του έμπνευσης και ανατρεπτικής διάθεσης· τα πάνω κάτω, δηλαδή. Έτσι όπως οι πρώτοι υπερρεαλιστές τα φαντάστηκαν και άνοιξαν φτερά στο στήθος των πραγμάτων.

Τα ποιήματα είναι μικροί πυρήνες που θα μπορούσαν να αναλυθούν σε δοκίμια πάνω στη ζωή και στον θάνατο, στον έρωτα, στη μνήμη, στην ελπίδα, στην τέχνη. Επιλέγω:

«Ν’ ανθίζεις κι ας μην/ σε ποτίζει κανείς!»

«Μια εκτίναξη προς τα μέσα./ Ο πιο μακρινός προορισμός μας».

«Για όλα τα έργα Τέχνης/ που χάθηκαν για πάντα/ κάνω αίτηση στις Μούσες/ επανακυκλοφορίας».

«Λίγο πριν πεθάνεις/ θα έρθουν όλες οι μύγες,/ όλα τα κουνούπια, τα ζουζούνια/ τα σκαθάρια, οι ακρίδες,/ όλα τα μικρά αδύναμα έντομα/ που επιπόλαια σκότωσες/ να βοσκήσουν την ανυπεράσπιστη καρδιά σου».

Και πόσα δεν μας θυμίζει η παραπάνω εικόνα και φυσικά το «Σώμα του καλοκαιριού» του Οδυσσέα Ελύτη από τον Ήλιο τον Πρώτο, όπου τζιτζίκια, μυρμήγκια, σαύρες και μια μικρή σειρήνα οργώνουν το σώμα του κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού.

Δεν μας λυπάται ο αμετανόητος οικοδεσπότης μας:

«Η ξανθιά μπούκλα αυτής της μέρας/ θα γίνει αγχόνη μέχρι το σούρουπο».

Τα ποιήματα είναι μικροί πυρήνες που θα μπορούσαν να αναλυθούν σε δοκίμια πάνω στη ζωή και στον θάνατο, στον έρωτα, στη μνήμη, στην ελπίδα, στην τέχνη.

«Ν’ αγαπάς όλο το αύριο προκαταβολικά/ και θεραπεύεις, τοις μετρητοίς, όλο το χθες», είπε και μας έδωσε μια ποικιλία ιδεών για τη ζωή και την ομορφιά της, για την ψυχή και τη δύναμή της, για τη θεραπεία όλων των δεινών. Ακόμα και ο θάνατος γίνεται φίλος μέσα από τους στίχους του. Και όχι μόνο αυτά, αλλά και μια συγκεκαλυμμένη προτροπή, όπως εκείνη του Χριστού –Άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι, που πάει να πει στα λόγια τα δικά μας: Άσε τους άλλους, δεν ξέρουν, αρκεί που εσύ ξέρεις–, μας δίνει στους παρακάτω στίχους:

«Να μεταφράζεις το φως/ στην πήλινη ανθρώπινη γλώσσα,/ ο πιο σημαντικός λόγος για να ζεις/ κι ο λιγότερο κατανοητός από τους άλλους».

«Μετέωρος,/ πουθενά δεν πατώ./ Ελεύθερος ή εξόριστος/ από παντού;»

Όπως το βλέπει κανείς. Και η ανάποδη η άλλη όψη του σωστού είναι, εξαρτάται όμως από την πλευρά θέασης. Και βέβαια, προσκαλεί και τον καταραμένο όφι σε μια επανίδρυση του παραδείσου:

«Έλα ξανά φίδι/ να επανενώσουμε το δαγκωμένο μήλο».

Κοιτάζει το μήλο· όχι του Αδάμ… του Σεζάν… του Νεύτωνα… των Εσπερίδων, της Έριδας, του Άβαλον… (γιατί όχι και του Μαγκρίτ;). Η «ποίηση βαμβάκι […] στην άδηλη πληγή στη φτέρνα/ εκεί που αιμορραγεί ο ανείπωτος έρωτας […] τα τραύματά μας είναι αθάνατα»!» (ο Αχιλλέας θνητός κι αθάνατος μαζί, από σπόντα κι εμείς).

Τα ποιήματα σαν μικρές αστραπές αφήνουν υποσημειώσεις σε σκέψεις και στοχασμούς, «σχεδόν εξημερώσαμε τα άγρια όνειρα σε κατοικίδια» ζώντας στην απόλυτη ασφάλεια, ο καθένας μέσα στο κουτάκι του. Η «χαρακιά στην πόρτα», «κοφτερή φτερούγα φίλου» που ξαφνικά αποδήμησε, σαν μήνυμα από το άγνωστο μοιάζει και το πέραν, «βαρκούλες χάρτινες για την άλλη όχθη». Παίζοντας ο ποιητής με τον μύθο και την απομυθοποίησή του, αφήνεται στη χάρτινη βαρκούλα, σαν εκείνο το φεγγαράκι του Χατζιδάκι που «αν το πίστευες λιγάκι, θα ’ταν όλα αληθινά». Προβληματισμοί σε εξέλιξη, αναδιατυπωμένοι, φωτίζουν σκοτεινά σημεία, πρωτοτυπούν και ανατρέπουν:

«Όταν είσαι έτοιμος/ δεν έχει ενδιαφέρον/ Όταν δεν είσαι έτοιμος/ πάλι δεν έχει ενδιαφέρον./ Το σχεδόν έτοιμος/ είναι η πιο συγκλονιστική/ εκδοχή της ζωής»· και να ο κρυμμένος Καβάφης, και να ο Σωκράτης και οι συνδαιτυμόνες του με τον οίστρο που ζουζούνιζε στα αυτιά τους κι οδηγούσε τον διάλογο.

Ο ποιητής με την «ανώπτωσή» του ίπταται όσο του χρειάζεται για να βλέπει τα τρέχοντα, την καθημερινή ζωή, την τεχνολογία, τις τυποποιημένες ανθρώπινες σχέσεις, την αληθινή ελευθερία από κάθε υποχρέωση, ακόμα και από την ψήφο που τόσο αίμα χύθηκε για να την αποκτήσουμε και να την ευτελίσουμε με τη συναλλαγή.

Το οικολογικό μήνυμα παρόν: η Φύση υποχωρεί μπροστά στο συμφέρον: «Το βράδυ ακούς τον ψίθυρο […] των δέντρων./ Θα γίνουν κι αυτά/ αλφαδιασμένα χαρτονομίσματα». Ανατριχιάζει κανείς στον πολυέλαιο πάνω από το σικ αστικό τραπέζι –νεκρή φύση– στον «Μυστικό Δείπνο».

Η μεταποίηση των πραγμάτων σε εικόνα, όπως η ακόλουθη, είναι κι αυτή μια ωραία αυταπάτη:

«Το μέλλον είναι μια κοπέλα/ που ανεβαίνει τη σκάλα/ με κοντή φούστα…»

Δεν συνεχίζω, αλλά ο αναγνώστης θα διείδε και τη συνέχεια και τον κρυμμένο Ανδρέα Εμπειρίκο και τη φωτογραφική του μηχανή και την προσωποποιημένη ιδέα: Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου, και άστραφτε από έρωτα και νιάτα ο στίχος ή ο ποιητής;

Ο Γιάννης Ανδριανάτος κατάφερε να αναποδογυρίσει την κλεψύδρα, να μας απαλλάξει από τη βαρύτητα, να παίξει λίγο με τον πόνο του και τον δικό μας, να άρει το φορτίο και να το αποθέσει σε στίχους. Μας σήκωσε για λίγο στον κόσμο των ιδεών, των εννοιών και της ουσίας που όλες δικές μας είναι, μες στο μυαλό μας κατοικούν, η αλήθεια μας, «μια γοητεία και μια πλάνη», που λέει ο ποιητής… Πώς αλλιώς;

Και λίγη σάτιρα, για όποιον την αντέχει: «Ελευθερία ή θάνατος./ Ποτέ δεν καταβλήθηκε τόσο μεγάλη/ προσπάθεια, για να ξεχαστεί η σύνδεση/ δύο μόνο λέξεων», «Την παρέλαση παρακολούθησαν/ σε απευθείας μετάδοση/ όλοι οι κλέφτες του Μοριά». Σάτιρα που πονάει πολύ.

gia andrianatosΗ εικονογράφηση δική του – έχει και αυτή το μερίδιό της στη δημιουργική «τρέλα» του ζωγράφου και φιλόσοφου ποιητή.

 

Δείπνο αντιβαρύτητας
Γιάννης Ανδριανάτος
Gutenberg
σ. 165
ISBN: 978-960-01-2313-5
Τιμή: 13,00€
001 patakis eshop


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Στάθης Κουτσούνης: «Ρόδο σε καθρέφτη»

Το πρώτο πράγμα (ανάμεσα σε πολλά άλλα) που συναντά κανείς στη δημιουργική φιλοσοφία των ποιητικών πονημάτων του ώριμου πια Στάθη Κουτσούνη είναι η ερωτική διάθεση, η οποία, διάχυτη παντού, σκεπάζει με τρόπο θα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.