fbpx
Βιβή Κοψιδά-Βρεττού: «Κεραίες βραχείας εκπομπής»

Βιβή Κοψιδά-Βρεττού: «Κεραίες βραχείας εκπομπής»

Η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, γνωστή για τη σημαντική συμβολή της στον χώρο της εκπαίδευσης, της φιλολογικής επιστήμης και της συγγραφής (σε διάφορα είδη λόγου: μελέτη, έρευνα, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, ποίηση…), καθώς και για τον ενεργό της ρόλο σε διάφορες επιστημονικές εταιρείες και φορείς στους οποίους συμμετέχει έργω και λόγω, έρχεται και πάλι κοντά μας με μια ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο Κεραίες βραχείας εκπομπής (Εκδόσεις Βακχικόν, 2019). Είναι η τέταρτη ποιητική της συλλογή. Προηγήθηκαν οι: Ποιήματα προσωρινότητας (Εκδόσεις Γρηγόρη, 2014), Όλα καλά, αξιότιμοι κύριοι (Βακχικόν, 2016), Χειραψίες μιας ασήμαντης μέρας (Βακχικόν, 2018). H αποτύπωση των κακώς κειμένων σε μια εποχή όπου παρακμάζει η ανθρωπιά, η κραυγαλέα αδικία που εκπονείται καθημερινά και συστηματικά προς όφελος των αδίστακτων ισχυρών του κόσμου μας με αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση, το αδιέξοδο, τη δυστυχία για όλους εκείνους τους πολλούς που δεν έχουν τρόπο να αντισταθούν, απαντώνται στη θεματολογία της. Η ποιήτρια καταγράφει και σχολιάζει με ιδιαίτερη ευαισθησία όλα αυτά που ταλανίζουν τον άνθρωπο στην καθημερινότητά του, αγγίζοντας συχνά τα μεγάλα ζητήματα της ζωής, τον πόλεμο, τον θάνατο, τη φτώχεια, την προσφυγιά. Δεν κραυγάζει, δεν επισημαίνει αφ’ υψηλού, ντύνει με τους ήσυχους ήχους της θλίψης «των ανθρώπων τα βάσανα» εκθέτοντας στα μάτια του αναγνώστη τα τεκταινόμενα.

Αν η ποιήτρια στις προηγούμενες συλλογές της επέλεξε να εκφραστεί περισσότερο με μακροσκελείς συνθέσεις, στις Κεραίες το τοπίο αλλάζει. Περισσότερα από τα μισά ποιήματα είναι μικρές συνθέσεις δύο, τριών έως πέντε στίχων, συχνά γνωμικού χαρακτήρα. Είναι άλμα αυτή η μετάβαση στο ολιγόστιχο ποίημα. Μήπως άραγε η μετάβαση αυτή υπονοείται μετωνυμικά και από τον τίτλο της συλλογής, Κεραίες βραχείας εκπομπής;

Θα μπορούσε να υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση του τίτλου της συλλογής, ανάγνωση που παραπέμπει σε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά, την ιδιομορφία και το απόκοσμο των μεταδόσεων σταθμών που εκπέμπουν στα βραχέα: φωνές που διαβάζουν λίστες με αριθμούς, λέξεις ή γράμματα, συνήθως γυναικείες, σταθμοί χαμηλής ισχύος, που ο δέκτης πρέπει να κατέχει τον κώδικα για να κατανοήσει το μήνυμα. Στην περίπτωση της γραφής της Κοψιδά, ο αναγνώστης –αν δεν τον κατέχει αυτόν τον κώδικα– καλείται να τον δημιουργήσει και υποκινούμενος από το ποίημα να βρει ξεχασμένες ίσως σκέψεις ή ευαισθησίες, που η ταχύτητα της καθημερινότητας και οι προσωπικές του μέριμνες τις αδρανοποιούν και ακόμη να τις αναπτύξει.

Στην «Τριλογία της χαράς» με την οποία εκκινεί η συλλογή, τρία μικρά ποιήματα-κλειδιά (Κασσιανή-Καλοκαίρι-Δεκαπενταύγουστο) συνδέουν την εποχή και το τοπίο με την ψυχή του ελληνικού σύμπαντος: Χειμώνας/ και εγένετο/ Φως. Η έλευση της άνοιξης και η προαναγγελία της Ανάστασης. Ακολουθεί το ελληνικό καλοκαίρι: Και το φως/ θορυβεί ασυστόλως! Τρίτο ορόσημο, το Δεκαπενταύγουστο, το Πάσχα του καλοκαιριού, όπου κορυφώνεται η χαρά, μάχεται τη θλίψη της απώλειας –η κοίμηση της Παναγίας– με τους κελαηδισμούς των πουλιών και το χρυσάφι των καρπών: Ήρθαν! Πουλιά/ Και λάφυρα/ Μάχη χαράς! Το οριστικό άρθρο της τριλογίας γίνεται τώρα αόριστο: «Μια διλογία της λύπης». Αμέτρητες οι λύπες της ζωής. Κορυφαία, ο θάνατος, ο αποχωρισμός. Βραχεία μελέτη θανάτου. Του πατέρα «Μοναδική αποσκευή» …τα γυαλιά σου/ Πήρες μονάχα/ Στον ουρανό ταξίδι// Ν’ αγναντεύεις ήθελες… Για να ακολουθήσει η υπέρβαση του θανάτου στο δεύτερο ποίημα, «Οι δικοί μας αθάνατοι», όπου αυτοί που έφυγαν ζουν… σ’ ένα μεταμεσονύκτιο/ Νεύμα πίσω πάντα/ Από θολωμένο κρύσταλλο… Χαρά, λύπη και έπειτα η «Διλογία της αστειότητας», δυο ειρωνικά, υπαινικτικά σχόλια για την τύχη της τέχνης, και ειδικότερα της τέχνης του λόγου και της μουσικής. Η ειρωνεία απαντάται συχνά στην ποίησή της, όταν καλείται να καυτηριάσει την υποκρισία, το ψεύδος, την εμμονή στην ανούσια επιφανειακή διάσταση του κόσμου. Των πλουσίων τα δράματα για παράδειγμα ωχριούν μπροστά στων φτωχών τα κρίματα.

Η ειρωνεία απαντάται συχνά στην ποίησή της, όταν καλείται να καυτηριάσει την υποκρισία, το ψεύδος, την εμμονή στην ανούσια επιφανειακή διάσταση του κόσμου.

Η ποιήτρια αξιοποιεί τη χρήση των αντιθέτων: Ομορφιά-ασχήμια, γέλιο-δάκρυ, παρελθόν-παρόν, ζωή-θάνατος, πλούτος-φτώχεια. Για τον πλούσιο προσεύχεται Την ψυχή του να δώσει/ Είν’ το βιος του αστόχαστα/ Που αξόδευτο μένει. Και έτσι σε τρεις στίχους απαξιώνει τον υλικό πλούτο με εκείνον της ψυχής που μένει ανεπίδοτος, καθώς η φρόνηση απουσιάζει. Κι από την άλλη, η παγωνιά και η ερημιά της φτώχειας («Μεταμορφώσεις»), όπου εξαθλιώνεται ο άνθρωπος ή φθάνει στο έσχατο της αναξιοπρέπειας, στην επαιτεία («Οι Επαίτες των Χριστουγέννων»). Η θλίψη ελλοχεύει μαζί με την οργή και την ειρωνεία για όσους ευθύνονται, κρυμμένη στο κεφαλαίο άλφα τους, γιατί μόνο ακέραιοι δεν είναι: Μονάχα ένα χέρι πελώριο/ Τσακισμένο στο κρύσταλλο/ Των Ακέραιων… Μονάχα ένα χέρι αόρατο/ Αυτό των ζητιάνων… Ευχές γεννοβολούν/ Ανεπίδοτες/ Τα Χριστούγεννα. Μαζί με την πίκρα η ματαίωση, και μάλιστα στο τεχνητό φως των Χριστουγέννων. Στο ίδιο θέμα επανέρχεται με τις παραλλαγές Ι και ΙΙ στα ποιήματα «Χέρια» και «Ανεπίδοτη άνοιξη». Στο πρώτο, αντλημένο από την πραγματική εικόνα ενός ζητιάνου δίχως χέρια στην οδό Πανεπιστημίου. Με λεπτή εικονοποιία μέσα από την οποία περνά το τραγικό της ύπαρξης, ιχνογραφεί τη σκηνή. Ο ποιητικός ρυθμός και η απουσία στίξης – που επιλέγει συχνά η ποιήτρια με εξαίρεση τα αποσιωπητικά (εύλογη η συχνή τους χρήση, καθώς λίγα λέγονται και πολλά αποσιωπούνται) δίνουν θεατρικότητα και βάθος στον λόγο. Εκεί, στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου …μια σιωπή/ Στήνεται όχι της φωνής/ Των χεριών του σιωπή… Στη δεύτερη παραλλαγή η σιωπή μετατρέπεται σε μια ερωτηματική θλιμμένη φωνή για την απουσία του έρωτα, στην ουσία της αληθινής ζωής: Χέρια κομμένα/ Από τους ώμους/ Σύρριζα/ Πώς την κοπέλα/ Ν’ αγκαλιάσει/ Την άνοιξη/ Πώς.

Στο ποίημα «Επαίτειοι ΙΙ» η παρήχηση των λέξεων επαίτης-επέτειος-ύπατος σαρκάζει την υποκρισία και τον κυνισμό των εξουσιών που, αφού εξαθλιώσουν τους πολλούς, στήνουν φιέστες για να αποκρύψουν την αλήθεια. Είχαν όλοι μεταλλαχτεί/ Σε αθλίους επαίτες/ Αλλ’ έκτοτε προς τιμήν τους/ –καθώς στους Πεσόντες–/ Οι Ύπατοι λαμπρές καθιέρωσαν/ Επαιτείους! Το ψεύδος των επαιτείων με μια γλώσσα-μαχαίρι αποδίδει και στο ποίημα «Επαίτειοι Ι».

Η αποκάλυψη της παρακμής του πολιτικού λόγου, της φτήνιας των θεαμάτων, της επιβεβλημένης σωρευμένης ασημαντότητας στον καθημερινό μας βίο κορυφώνονται σε ποιήματα όπως στο «Κλητορολόγιον». Ανακαλώντας αυτόν τον εθιμοτυπικό κανονισμό του Βυζαντίου για τη διοργάνωση γιορτών προς τιμήν ξένων, βασιλικών γάμων, επίσημων γευμάτων κ.λπ. σαρκάζει την αποθέωση του «τίποτε» στο σήμερα ντύνοντας με τα μεγαλόσχημα αξιώματα του τότε όλους εκείνους τους γελοίους που ντύνουν με κιτς ενδύματα το σκηνικό της σύγχρονης παρακμής. Στις περιπτώσεις αυτές η ποιητική φωνή γίνεται μια κραυγή εναντίωσης σ’ έναν κόσμο που παραπαίει.

Δεν παραλείπει να επανέρχεται στο επίμαχο θέμα, που έχει εστιάσει σε προηγούμενες συλλογές, στη σύνθλιψη του ανθρώπου μέσα στις συμπληγάδες της καθημερινότητας («Ημέρα πληρωμών»). Η οικονομική δυσπραγία, εντονότερη στον καιρό της κρίσης, η πίεση από την τύρβη όλων αυτών που συσσωρεύονται και μας καταναγκάζουν σε έναν επιβεβλημένο μίζερο τρόπο ζωής και στον αντίποδα («Ταξίδια και δημοφιλείς προορισμοί»), όλα όσα αφειδώλευτα ξοδεύτηκαν υπηρετώντας το διαφημιζόμενο μοντέλο μιας ετοιματζίδικης, κούφιας ζωής. Η διαφήμιση δεν διστάζει να οικειοποιηθεί ως προϊόν της τον ίδιο τον θάνατο («Οι αθεόφοβοι ή Διαφήμιση»). Τα γηρατειά (…Κάπως έτσι χειμωνιάζουν/ Στους χρόνους μέσα/ Οι άνθρωποι), ο θάνατος που …Ως πρέπει στις κηδείες/ Εκφεύγει αστείος… σε άρρηκτη σχέση με τη ζωή (…Ζωή και θάνατος/ στην ίδια πάντα βάρκα…), το αναπόφευκτο του θανάτου, η ακριβή στιγμή του τέλους και η λατρεία της ζωής, ταυτισμένης με το καλοκαίρι, παρακλητικός ψίθυρος στο τετράστιχο …Το ξέρω – όλοι το ξέρουμε/ θα ’ρθει σίγουρα θα ’ρθει/ Κάποτε – δώσε Θε μου/ καλοκαίρι να μην είναι…, ο «σαρκοβόρος» χρόνος, επανέρχονται στα ποιήματα της συλλογής. Κι άλλοτε, αντιστρέφει ή επεκτείνει τη θέαση του θανάτου, όταν η ζωή δεν είναι ζωή και οι άνθρωποι, αμετανόητοι …Και ζώντας εξακολουθούν/ Να πεθαίνουν…, όταν τη νύχτα του θανάτου τη ζούμε …Στης ζείδωρης μέρας/ το φως. Στον αντίποδα της ταξιδιωτικής βιομηχανίας, στο πλαίσιο της οποίας ο σύγχρονος άνθρωπος, τυφλός και με τις αισθήσεις χαμένες, περιηγείται προαποφασισμένους για λογαριασμό του εξωτικούς προορισμούς και θεάματα –θνησιγενείς εντυπώσεις– παρατίθεται («Traveller») το πλάνο ταξίδι που επιφυλάσσει στον άνθρωπο η γέννησή του, καθώς στο πέρας της ζωής αρχίζει ένα άλλο ταξίδι αθώρητης νύχτας.

Η ποιήτρια με πληρότητα και συνέπεια και βαθιά συνείδηση χαρτογραφεί τον κόσμο μας.

Η ποιήτρια με πληρότητα και συνέπεια και βαθιά συνείδηση χαρτογραφεί τον κόσμο μας. Οικειοποιείται τον ανθρώπινο πόνο άλλοτε επιλέγοντας τον τρόπο της εικονιστικής αφήγησης και άλλοτε της αφαίρεσης. Το ποιητικό υποκείμενο διεισδύει στα βάθη της ψυχής και του νου, αντλεί σκέψεις και συναισθήματα, περνάει απ’ τους δρόμους της πόλης, απ’ τα βρόμικα πεζοδρόμια, απ’ τις εντατικές των δημόσιων νοσοκομείων και συλλέγει εικόνες, στιγμιότυπα, το… Ξεραμένο βλέμμα της Αρίνας, στιγμές αληθινής ζωής και όχι ενός υπερβατικού σύμπαντος. Η επίκληση της αγάπης και της αθωότητας, το απόλυτο κενό που αφήνει πίσω του η δολοφονία ενός παιδιού τον Νοέμβρη, το καλό και το κακό, η αναλγησία των εξουσιών, η εξορία της ομορφιάς, η δροσιά των εφήβων, ο φόβος μπροστά στο αόριστο αύριο που το «τώρα», το σήμερα Νωρίς σουρουπώνει… όλα αυτά τα καταθέτει σε μια γραφή όπου συνυπάρχουν το καλό, το κακό, το παράλογο, η ματαίωση και το αναπότρεπτο της ανθρώπινης μοίρας. Και πάντα προς την αναζήτηση του Καλού!

Αξίζει να προσεχθεί ο πυκνός φιλοσοφικός τόνος, διδακτικός και ηθοποιός αλλά όχι ηθικολογικός, η γλώσσα, απλή δημοτική, οικεία αλλά και διανθισμένη με λόγιες λέξεις και κάποιες αρχαιοελληνικές, που βαθαίνουν το νόημα και το ήθος του ποιητικού λόγου. Εύστοχη η χρήση αγγλικών λέξεων – όπου υπάρχουν, υπηρετούν το ύφος του ποιήματος και λειτουργούν ως υπαινιγμοί για όσα δεν λέγονται. Και ο ποιητής; –Αίφνης…/ Ο ποιητής εκδακρύων/ Αίφνης…/ Ως η έμπνευσις / Αίφνης…

kopsbretΚλείνοντας, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού αφουγκράζεται με ευαισθησία και οξύτητα το «μέσα» και το «έξω», και με τις Κεραίες της εκπέμπει με σοφία στον αναγνώστη της όλα όσα εγγράφονται μέσα της από το δικό της ταξίδι στον κόσμο.

Η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη είναι διδάκτωρ Φιλολογίας, επίτιμη σχολική σύμβουλος.

 

Κεραίες βραχείας εκπομπής
Βιβή Κοψιδά-Βρεττού
Εκδόσεις Βακχικόν
σελ. 68
ISBN: 978-960-638-057-0
Τιμή: 10,60€
001 patakis eshop

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.