«Ιστορίες από τον πόλεμο» του Πέτρου Γκάτζια
Ο πιλότοι Φρανς και Τσαρλς, το μεγάλο αφεντικό της ψαραγοράς της Νέας Υόρκης, Τζόζεφ «Σοκς» Λάνζα, αλλά και ο διαβόητος «νονός» Λάκι Λουτσιάνο μπερδεύονται μεταξύ τους σ’ αυτές τις ιστορίες από τον πόλεμο, οι οποίες κυριάρχησαν στον αμερικανικό Τύπο της εποχής.
Κώδικας τιμής
20 Δεκεμβρίου 1943. Ο Φρανς Στίγκλερ, Γερμανός άσος πιλότος, παρασημοφορημένος με τον Μεγαλόσταυρο των Ιπποτών, κάπνιζε δίπλα στο σκούρο γκρι Μέσερσμίτ του, όταν ξαφνικά άκουσε τις βαριές μηχανές ενός αμερικανικού βομβαρδιστικού. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε ένα Β-17 να πετά πολύ χαμηλά. Πέταξε το τσιγάρο, μπήκε στο καταδιωκτικό του και όρμησε για να κυνηγήσει τη λεία του. Σύντομα βρισκόταν πίσω από τον αντίπαλό του και τον σημάδευε με τα πολυβόλα του. Το βομβαρδιστικό, όμως, έμοιαζε ακυβέρνητο. Με έναν απότομο ελιγμό βρέθηκε δίπλα στο αεροσκάφος και άρχισε να το παρατηρεί. Ο πολυβολητής ήταν νεκρός και το μισό πλήρωμα τραυματισμένο. Ο κυβερνήτης του Β-17 –στην πρώτη αποστολή του– ο 20χρονος σμηνίας Τσαρλς Μπράουν, πρώην αγρότης από τη Δυτική Βιρτζίνια, γύρισε και κοίταξε τον Γερμανό. Το αίμα του είχε παγώσει.
Το «πληγωμένο» βομβαρδιστικό ήταν το μόνο που είχε σωθεί από μια αποστολή αυτοκτονίας στη Γερμανία. Ο υποσμηναγός Φρανς Στίγκλερ δεν ήταν όμως ναζί, αντιθέτως οι πρόγονοί του ήταν ιππότες και ο ίδιος πριν από τον πόλεμο ήθελε να γίνει ιερέας. Αντί να πυροβολήσει, έκανε νόημα στον πιλότο να τον ακολουθήσει και οδήγησε το βομβαρδιστικό με ασφάλεια έξω από τον γερμανικό εναέριο χώρο, φωνάζοντας «καλή τύχη!». Μετά τον πόλεμο, ο Φρανς έψαξε και βρήκε τον Τσαρλς και, όπως συνήθιζαν να λένε, ήταν η αρχή μιας μεγάλης και δυνατής φιλίας.
Επιχείρηση «Κάτω Κόσμος»
Εκείνο το απόγευμα στις 9 Φεβρουαρίου 1942, μαύρος καπνός άρχισε να υψώνεται πάνω από το δυτικό Μανχάταν. Εκεί ήταν αραγμένο ένα από τα μεγαλύτερα αμερικανικά πολυτελή κρουαζιερόπλοια της εποχής, το Νορμανδία. Παρότι η αστυνομία ανακοίνωσε πως η φωτιά ξεκίνησε τυχαία από μια λάμπα ασετυλίνης, αμέσως κυκλοφόρησε η φήμη πως επρόκειτο για επίθεση ναζιστών στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Το κλίμα ήταν ήδη φορτισμένο καθώς, λίγους μήνες νωρίτερα, η αμερικανική αντικατασκοπεία είχε συλλάβει 33 Γερμανούς πράκτορες.
Μέσα σ’ αυτή τη φρενίτιδα, η υπηρεσία αναζήτησε τον πιο απίθανο σύμμαχο: τη Μαφία. Έναν μήνα αργότερα, αρχίζει και επισήμως η Επιχείρηση «Κάτω Κόσμος». Πρώτα στρατολογείται το μεγάλο αφεντικό της ψαραγοράς, ο Τζόζεφ «Σοκς» Λάνζα, ο οποίος φροντίζει να προμηθεύσει με πιστοποιητικά του συνδικάτου μυστικούς πράκτορες. Στόχος, να εντοπιστούν συμπαθούντες του Μουσολίνι ή και φασίστες ανάμεσα στους Ιταλούς μετανάστες που εργάζονταν στην ψαραγορά. Ο Λάνζα ξεκαθαρίζει, ωστόσο, πως η επιχείρηση δεν θα πετύχει, εάν δεν έχουν στο πλευρό τους το μεγάλο αφεντικό της Μαφίας που βρισκόταν στη φυλακή: τον Λάκι Λουτσιάνο. Σύντομα οι μαφιόζοι, με διαταγή του, αρχίζουν περιπολίες στο λιμάνι αλλά και σε πολλά σημεία της Νέας Υόρκης, αναφέροντας οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση. Τον Μάιο του 1945, με το τέλος του πολέμου, ήρθε η ώρα για τον Λουτσιάνο να εισπράξει την αμοιβή του. Τον Ιανουάριο του 1946 αποφυλακίζεται με εύφημο μνεία και απελαύνεται στην Ιταλία.