«Ο πίνακας, η ερωμένη και η πολική αρκούδα (Τζάκσον Πόλοκ)» του Πέτρου Γκάτζια
Το καλοκαίρι του 1956, η Λι Κράσνερ έφυγε για ταξίδι στην Ευρώπη αφήνοντας πίσω της τον σύζυγό της, Τζάκσον Πόλοκ. Ο εκκεντρικός ζωγράφος, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε κατρακυλήσει και πάλι στον αλκοολισμό, δεν την ακολούθησε, όπως άλλωστε δεν την είχε ακολουθήσει και ποτέ στα χρόνια που ζούσαν μαζί. Ο Πόλοκ δεν είχε φύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνο που αυτή τη φορά, η κατάσταση ήταν περίπλοκη. Ο ζωγράφος τη χτυπούσε σχεδόν καθημερινά και, όσο κι αν εκείνη προσπαθούσε να μείνει μαζί του, δεν μπορούσε πλέον να τον ανεχτεί.
Πριν από χρόνια, η Κράσνερ τον είχε πολιορκήσει ερωτικά προτού εκείνος υποκύψει, τώρα για πρώτη φορά μια άλλη γυναίκα θα έμπαινε στη ζωή του. Η Ρουθ Κλίγκμαν, ζωγράφος και εκείνη, ερωμένη πολλών άλλων ζωγράφων και «σωσίας» της Λιζ Τέιλορ, ξελογιάζει τον Πόλοκ, ο οποίος ανακοινώνει τον παράνομο δεσμό στη σύζυγό του. Εκείνη του ζητά να τη χωρίσει. «Ή αυτή ή εγώ», του λέει εκβιαστικά και ο ζωγράφος επιλέγει τη νέα του αγάπη.
Η Κράσνερ φεύγει για την Ευρώπη και η Κλίγκμαν μετακομίζει στο σπίτι. Το πάθος κράτησε μόλις μια εβδομάδα. Η αλλοπρόσαλλη και βίαιη συμπεριφορά του Πόλοκ, μαζί με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, την αναγκάζει να τον εγκαταλείψει. Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, επιστρέφει μαζί με μια φίλη της. Στις 11 Αυγούστου, οι τρεις τους πηγαίνουν σε ένα πάρτι. Στο τιμόνι ο Πόλοκ, μεθυσμένος. Χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου σε μια στροφή και η αστυνομία ανασύρει νεκρό από τα συντρίμμια τον ίδιο και τη φίλη της.
Η Κλίγκμαν έζησε και, λίγα χρόνια αργότερα, ξεκίνησε η περίφημη διαμάχη για τον πίνακα Κόκκινο, μαύρο και ασημί, τον οποίο εκείνη ισχυριζόταν ότι ζωγράφισε ο Πόλοκ σαν ένα ερωτικό γράμμα προς την ίδια, τις ημέρες που έζησαν μαζί στο σπίτι. Μόνο που ο φερόμενος ως τελευταίος πίνακας του διάσημου ζωγράφου είναι ανυπόγραφος. Και εδώ αρχίζει η βεντέτα μεταξύ των δύο γυναικών της ζωής του.
Η Κράσνερ, με δικούς της ειδικούς, αποφαίνεται ότι ο πίνακας είναι πλαστός υποστηρίζοντας ότι δεν θυμίζει σε τίποτα την τεχνοτροπία που χρησιμοποιούσε ο Πόλοκ. Η Κλίγκμαν, από την άλλη, στα απομνημονεύματά της ισχυρίζεται ότι ο εραστής της ζωγράφισε τον πίνακα ξαφνικά, όταν εκείνη του πήγε τα χρώματα την ώρα που ήταν ξαπλωμένος στο γκαζόν, στην αυλή του σπιτιού, κάτω από τον καυτό ήλιο. «Ιδού ο δικός σου Πόλοκ», της είπε, όταν τελείωσε.
Η βεντέτα συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο των δύο γυναικών, με τους κληρονόμους τους. Το στρατόπεδο της Κλίγκμαν, μάλιστα, στην προσπάθεια να αποδείξει την αυθεντικότητα του έργου επιστράτευσε έναν συνταξιούχο αστυνομικό, ειδικό στην ιατροδικαστική έρευνα, ο οποίος με τις σύγχρονες μεθόδους του αντιμετώπισε τον πίνακα σαν το σώμα ενός εγκλήματος. Για εκείνον, την απάντηση τη δίνει το χαλί από τομάρι πολικής αρκούδας που βρισκόταν εκείνη την εποχή στο σπίτι του Πόλοκ. Μια τρίχα του ζώου βρέθηκε στον πίνακα. Αυτό αποδεικνύει ότι το έργο ζωγραφίστηκε εκεί, δεν σημαίνει ότι το έκανε και ο Πόλοκ, αντιτείνει το στρατόπεδο της Κράσνερ. Και με όλους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας πλέον νεκρούς, μάλλον η αρκούδα είναι η μόνη τελικά που γνωρίζει την αλήθεια…