fbpx
«Το χωριό πάλι» του Μ. Γ. Μερακλή

«Το χωριό πάλι» του Μ. Γ. Μερακλή

Στη βαριάν ατμόσφαιρα του αμείλικτου κορονοϊού, που μας χτυπάει αδυσώπητα, όπως και όλες τις χώρες, κατά χιλιάδες έφυγαν από την πρωτεύουσα πατριώτες και κατέφυγαν στα χωριά τους, από τα οποία κατάγονται οι περισσότεροι μεταπολεμικοί και μετεμφυλιακοί εσωτερικοί μετανάστες.

Συμπτωματικά διάβασα πρόσφατα σε παλαιό βιβλίο μιαν αναφορά στον αγροτικό πληθυσμό στην Ελλάδα το έτος 1936. Και είδα εκεί πως το ποσοστό του είταν 67%.

Από το 1951 άρχισε η αντιστροφή. Ο αστικός πληθυσμός εκείνη τη χρονιά είχε φθάσει το ποσοστό 54%, το ποσοστό 58% το 1981, ενώ ο αγροτικός είχε πέσει στο 30%. Σημειωνόταν ωστόσο και ο «ημιαστικός» πληθυσμός με 11,6%. Τα στοιχεία αυτά πήρα από το διδακτικό στο πανεπιστήμιο σύγγραμμά μου. Η μέτρηση γινόταν με τον αριθμό των προσώπων.

Ο προσδιορισμός «ημιαστικός» κανονικά, νομίζω, δύσκολος, έδειχνε εντούτοις, ότι οι τάξεις του λαού μας στο σύνολό τους δεν είσαν εύκολα προσδιορίσιμες. Και ίσως δεν θα μπορούν ποτέ να προσδιοριστούν, καθώς μάλιστα τώρα πια, πολλά πράγματα, ασφαλώς και οι τάξεις, συγχωνεύονται, χωρίς πάντως να αποκτούν κάποια σοβαρή ενότητα.

Εύλογο είταν να το λέω αυτό, γιατί νέος ακόμα επιστήμονας, δεν μπορούσα να καταθέτω πράγματα πλήρως διακριβωμένα. Ωστόσο, έγραφα: Ο ελληνικός πληθυσμός «τρέφει ένα βαθύτερο διχασμό, είναι αγρότης και αστός μαζί».

Στην επόμενη έκδοση του έργου μου, την παρατήρηση αυτή δεν την θεωρούσα ορθή. Και έγραψα σε μια προλογική σημείωση: «Αυτό το αντιθετικό δίδυμο, αγρότης-αστός, που υπάρχει σχεδόν σε κάθε Έλληνα, περισσότερο παρ’ όσο τον διχάζει, αναστέλλει την πλήρη αστικοποίησή του. Και αυτό είναι κάτι θετικό, όχι αρνητικό: ως μια υπόγεια, μη συνειδητοποιούμενη συχνά αντίδραση στην επαπειλούμενη ισοπεδωτική εξομοίωση».

Μπορεί η «αστικοποίηση» να εξαπλωθεί παντελώς στην οικουμένη και να «αστικοποιηθούν» βέβαια και όλοι οι άνθρωποι. Αλλά η «ανθρωποποίηση» είναι κάτι άλλο, άσχετο προς την αστικοποίηση. Δεν «ανθρωποποιείται» αστικά η πλάση, η γη προπάντων, που οι παλιοί ποιητές την είπαν «θεάν», με την αγία θεράπαινά της, την «γεωργίαν», όσο και αν την βιάζει η ακόρεστη τεχνολογία με την υπερπαραγωγή της.

Οι αγρότες είναι άνθρωποι, αλλάζουν, «αστικοποιούνται», όμως η γη με τα χωράφια, τ’ αμπέλια και όλα τ’ άλλα δεν αλλάζει. Η γη είναι υπέρτερη της τεχνολογίας. Αυτήν έχει δασκάλα ο αγρότης, μαθητής της γης, που του διδάσκει την επίδραση των ανέμων, τη φύση του κλίματος, τα πάντα της φύσης, που είναι και το πάντα ανοιχτό σχολείο του.

Ο Βιργίλιος στο έργο Γεωργικά έχει γράψει: «Η φύση σε κάθε χώρα έθεσε νόμους και συνήθειες αιώνιες». Ο Μονταίνιος είχε πει, ότι «τα ήθη των αγροτών είναι ισόρροπα με τα ήθη των φιλοσόφων». Ο δηκτικός Βολταίρος έλεγε, πως εκείνοι που ζουν στους αγρούς δεν έχουν λόγο να ζηλεύουν αυτούς που ζουν στις πόλεις, γιατί είναι απαλλαγμένοι από τρία μεγάλα κακά: την ανία, την πονηρία και τη φτώχεια.

Οι αγρότες είναι άνθρωποι, αλλάζουν, «αστικοποιούνται», όμως η γη με τα χωράφια, τ’ αμπέλια και όλα τ’ άλλα δεν αλλάζει. Η γη είναι υπέρτερη της τεχνολογίας.

Τα αποφθέγματα αυτά τα πήρα από την εισαγωγή ενός εξαιρετικά πεπαιδευμένου παλαιότερου γυμνασιάρχη, του Εμμ. Γ. Παντελάκη, ο οποίος είχε μεταφράσει τον Οικονομικόν του Ξενοφώντος στη σειρά Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων της Επιστημονικής Εταιρείας Πάπυρος, 1947. Επιδιώκω να διαβάσω κείμενα αυτών των άξιων φιλολόγων, που σέβονταν πρώτα από όλα την ευμουσία του ελληνικού λόγου. Που τόσο σκληρά τώρα δοκιμάζεται.

Κραταιός ο αστικός πολιτισμός. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο χωριό. Και θέλουν να πηγαίνουν εκεί, μάλιστα ορισμένοι και με μια συγκίνηση, τη συγκίνηση της αντάμωσής τους με πρόσωπα δικά τους, που ολοένα λιγοστεύουν, αλλά και με το τοπίο όπου έζησαν τα πιο λίγα ή πιο πολλά χρόνια. Υπάρχουν και πολλοί, που πηγαίνουν και για πιο πρακτικούς λόγους, για τις καλλιέργειες, την προμήθεια τροφίμων του τόπου και άλλα. Όπως έσπευσαν τώρα, να καθαρίσουν τα πνευμόνια τους και ν’ αποφύγουν το μολυσμένο αέρα της μεγάλης πόλης.

Έτσι κι αλλιώς, το χωριό κρατάει. Και με τους λίγους και με τους πολλούς.

Στην αρχή της δεκαετίας του 1950 ανέβηκα κι εγώ, με κάποιες καθυστερήσεις στην αρχή, στην Αθήνα για σπουδές. Ακριβέστερα, ανεβοκατέβαινα. Απ’ τα λεωφορεία που ταξίδευα έβλεπα έξω, συχνά, φέρετρα νεκρών, μισοβαλμένα στο πίσω το μέρος του αυτοκινήτου, για να αναπαυθούν στην πατρική τους γη. Είταν από τις πιο υπαρξιακές εμπειρίες μου που αποκτούσα. Τα αυτοκίνητα που μετέφεραν τους πεθαμένους δεν ανήκαν στους συγγενείς, παρά μόνο σε ελάχιστους που διάθεταν δικά τους. Τα γιώτα-χι είσαν για τους πολύ λίγους ακόμα. Ο βουλιμιακός αστός μόλις διαμορφωνόταν.

Τώρα πια είναι ο αστός στο φόρτε του. Το ενδιαφέρον πάντως είναι, ότι και οι τωρινοί αστοί πηγαίνουν στο χωριό. Λίγοι με ένα ρομαντικό αίσθημα μνήμης του παρελθόντος τους εκεί, οι πολλοί, οι πιο πρακτικοί όπως είπα, πλήρως αυτοί «αστικοποιημένοι».

«Αστικοποιημένοι» οι άνθρωποι είναι πιθανό να γίνουν όλοι. Εννοώ και τους τωρινούς ανθρώπους του χωριού. Αδύνατον όμως είναι να «αστικοποιηθεί» το χώμα και ο ουρανός του χωριού. Κάτι γνώριζαν, ή έστω σκέπτονταν, οι παλαιοί άνθρωποι, που, και από τα πέρατα του κόσμου επέστρεφαν να ταφούν στη γενέτειρά τους. Τους δικαίωνε και ο αγαπημένος Ανδρέας Κάλβος:

Είναι γλυκύς ο θάνατος
Μόνον όταν κοιμώμεθα
Εις την πατρίδα.

Την πατρίδα του χωριού, θα έλεγα.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.