fbpx
«Με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων “Το κουμπί και το φόρεμα” του Σωτήρη Δημητρίου» της Τούλας Ρεπαπή

«Με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων “Το κουμπί και το φόρεμα” του Σωτήρη Δημητρίου» της Τούλας Ρεπαπή

«…μια στιγμή φυλάει μια ζωή».
«Γλύκα στα γόνατα», σελ. 103

ή

«Τους έμπλεξα το εγκώμιο της αποτυχίας, της τεμπελιάς, της αναποτελεσματικότητας. Επίσης, της ιδιορρυθμίας και της ατέλειας, που είναι η μαγιά της αγάπης».
«Βόλια-μπαρούτι», σελ. 147

«Βρήκα ένα κουμπί και για χάρη του έραψα ένα φόρεμα» λέει μια παροιμία, μας πληροφορεί ο Σωτήρης Δημητρίου στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Το κουμπί και το φόρεμα, όπου μέσα από τριάντα δύο διηγήματα μας αποκαλύπτει τον εσωτερικό του κόσμο. Τις εικόνες που ζωγράφισαν τον ψυχισμό του, ο οποίος γλιστρώντας αφήνει ίχνη στις σελίδες των βιβλίων του.

Στο πρώτο διήγημα, με τον τίτλο «Η σημαδούρα» –δεσπόζει, μεταξύ των άλλων–, μιλά για έναν πατέρα που έχασε τον γιο του. Ήταν καπετάνιος. Ήταν το καμάρι του. Όσο ζούσε ο γιος του, ο γέροντας συνήθιζε να φτάνει κολυμπώντας μέχρι τη σημαδούρα, για να τον δει να μπαίνει στο λιμάνι, κι ο γιος του με την μπουρού τού έστελνε τον πιο ηχηρό και παρατεταμένο χαιρετισμό. Όμως, κοντά στα σαράντα του, τον έχασε. Τώρα ο γέροντας στα ογδόντα του έφτανε βαθιά στο πέλαγος, περνούσε τη σημαδούρα και γινόταν μια κουκκίδα στα μάτια των άλλων. Στα νερά χωνόταν σβήνοντας τη φωτιά μέσα του.

Μια πρόταση στο διήγημα αυτό αρκεί στον Σωτήρη Δημητρίου να κόψει στα δύο την καρδιά του αναγνώστη. Και ενώ η αφήγηση ξεκινά με ένα παιγνίδι με τη θάλασσα, ταυτόχρονα υπονοεί και κάτι άλλο, υπόγειο, που πρόκειται να συμβεί και που δεν μπορεί τίποτα να το αναστρέψει. Αποκαλύπτεται στην πρόταση: «Αυτή η ζωή τέλειωσε όταν πέθανε ξαφνικά ο γιος του απ’ την καρδιά του» (σελ. 14). Οι οικογενειακές σχέσεις, η αγάπη, η υπερηφάνεια των γονιών και το καμάρι για την πρόοδο των παιδιών τους, το ακαριαίο του θανάτου, που προεκτείνεται και σε αυτούς που μένουν ζωντανοί, είναι από τα θέματα που έχουμε δει και σε άλλα βιβλία του να τον απασχολούν. Να τον εμπνέουν. Γενικά θα έλεγα πως άνθρωποι συντρίμμια τον συγκινούν, εγκλωβίζουν το βλέμμα του και ενεργοποιούν τη γραφή του.

Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα βιβλία του, σε μια συνάντησή μου με τον συγγραφέα –τότε μόλις είχα διαβάσει το Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη (Εκδόσεις Πατάκη, 1990)– τον είχα ρωτήσει, γιατί οι ήρωές του είναι «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Και μου είχε απαντήσει: «Αυτοί έχουν ενδιαφέρον!» Έτσι, στο διήγημα «Η σημαδούρα» –ένα χαϊκού της πεζογραφίας– σε τρεις μικρές σελίδες περικλείει μια ζωή. Του πατέρα, του γιου, της ζωής στη θάλασσα και την παρουσία των συγχωριανών σε θέση χορού στην τραγωδία που αφηγείται. Όλη η αφήγηση, ήρεμη και γλυκιά, με τη γραφή ν’ απλώνεται σαν ένα γαλήνιο κύμα, το οποίο στην επόμενη πρόταση ορθώνεται να καταπιεί τους πάντες. Και τον αναγνώστη. Όπως αυτή στο τέλος:

Με το που έφτανε στη σημαδούρα, πέρναγε σε λίγο και το καράβι. Τότε ο γέροντας μακριά από τους ανθρώπους έκλαιγε σαν μικρό παιδί και μοιρολογούσε σαν γερόντισσα: «Κυριάκο μου, Κυριάκο μου». (σελ. 16)

Στο διήγημα «Ο διορισμός»,με εξίσου λιτή και ανεπιτήδευτη γραφή, μιλά για το πολιτικό σύστημα και τα πλοκάμια του, που δίνουν τη δύναμη σε κάποιους να ασκούν εξουσία στους κατώτερούς τους. Ν’ αποφασίζουν για τη ζωή τους. Τον διορισμό τους. Ο πόθος, ωστόσο, παρών και χωρίς λόγια.

Όλη η αφήγηση, ήρεμη και γλυκιά, με τη γραφή ν’ απλώνεται σαν ένα γαλήνιο κύμα, το οποίο στην επόμενη πρόταση ορθώνεται να καταπιεί τους πάντες. Και τον αναγνώστη.

Στο διήγημα «Προσφυγάκια»,μια ετερόκλητη παρέα στην παραλία του Φλοίσβου: ο Αλέκος και η Αλεξάνδρα, οι γλάροι έτρωγαν τα σπλάχνα των ψαριών που καθάριζε ο Ανδρέας ο ψαράς, ο Αργύρης, συνταξιούχος οικοδόμος, ο Τζίμυ, πρώην λαϊκός ντράμερ, ο Ρωσοπόντιος κουρέας και ο Μιχάλης, συνταξιούχος αστυνομικός, έφερνε, αντί ενός ευρώ, αυτούς που ήθελαν να κουρευτούν. Όλοι μαζί ένωναν τις μοναξιές τους, συνομιλούσαν, τραγουδούσαν, έλεγαν για τις γυναίκες που έφυγαν από δίπλα τους και ταυτόχρονα διακωμωδούσαν τη σοβαροφάνεια της ζωής και τη φτώχεια τους. Όλοι, ναυάγια που ξέβρασε στην παραλία το κύμα της ζωής, ένιωθαν συμπόνια ο ένας για τον άλλον. Εκεί συναντιούνταν καθημερινά και, όπως ξαφνικά σμίξανε, έτσι ξαφνικά σαν τους γλάρους πέταξαν μακριά και χάθηκαν.

Στο διήγημα «Θα σε σκοτώσω», η καταπίεση, η τρομοκρατία, η υποτίμηση και η κακοποίηση από τον ανώτερο στην εργασία πλημμυρίζουν με θυμό και επιθυμία για εκδίκηση την ψυχή του κατώτερου υπαλλήλου. Ένας μεσήλικας, διχασμένη προσωπικότητα, στο διήγημα «Μόσχος και κανέλα»κρύβει το κακό μέσα του. Στο διήγημα «Η ομορφιά της απώλειας», η παρουσία ενός φίλου, ζεστή και ποτέ χορταστική, αφήνει στην παρέα το ανικανοποίητο της παρουσίας/απουσίας του. Στο «Ξένο οστούν» αφηγείται την αντίδραση σε μεγαλύτερη ηλικία και σε εξέχουσα πολιτική και κοινωνική θέση, τη φρίκη και την τρέλα η οποία εμφανίζεται τότε, σαν αποτέλεσμα της πατρικής καταπίεσης για τάξη και πειθαρχία στην παιδική ηλικία του ήρωα. Πώς μπορεί μια πανομοιότυπη ζωή χρόνων να χωρά σε δύο σελίδες και η τρέλα που ανέτρεψε τα πάντα σε καμία; Ένα ανεπαίσθητο κλικ του μυαλού και ο συσσωρευμένος θυμός μετετράπη σε τρέλα. Έτσι, όπως στο διήγημα «Νεκρή ζώνη» («το νερό κοιμάται, ο εχθρός όχι» σελ. 74) το ήπιο της γραφής κρύβει όλη την πίεση του ήρωα και τον σιωπηλό σχεδιασμό της φυγής – δραπέτευσε ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη από την ένταση της γραφής σε τρεις σειρές στο τέλος.

Η γυναικεία παρουσία στα βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου είναι ο πυρήνας των αφηγήσεών του. Γυναίκες περήφανες, που δεν έχουν δικαίωμα ούτε δικό τους όνομα να έχουν –Η μαυρο-Γιωργίτσα της Νικολοσταθούλαινας στο «Ξενοχώρι»–, μεταφέρουν την παράδοση, την προφορική λαϊκή ποίηση, τα τραγούδια του γάμου, τη γλώσσα, τη σοφία της ζωής: «Αλλά τι θα βρει τον άνθρωπο και δεν θα το περάσει» (σελ. 86), με το «Η ζωή κάνει κύκλους» (σελ. 87), γυρνώντας μας εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Εκεί όπου γεννηθήκαμε. Διανθίζει την αφήγηση με συναισθήματα έντονα, πίκρας, νοσταλγίας, απώλειας, αγάπης, μετάνοιας. Πόσα μπορεί να πει σε τέσσερις σελίδες για την ψυχή των ανθρώπων, τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις απογοητεύσεις, την εκδικητικότητα και τέλος τη λύτρωση/ανακούφιση της ομολογίας.

Αναφέρεται και στο «χρέος» ενός εκάστου μέλους της οικογένειας, που βαρύνει στους ώμους απομακρύνοντάς τα από χαρές, π.χ. την κολυμβήτρια από τη θάλασσα, για να προσέξει τα εγγόνια της (σελ. 93), τους μαθητές, που το διάβασμα κάνει τους μικρούς ώμους τους να γέρνουν αποστασιοποιούμενοι από την πραγματική ζωή, από τη χαρά του παιγνιδιού και την επαφή με τη φύση. Για τη σημασία του παιγνιδιού στη διαμόρφωση της υγιούς προσωπικότητας μικρών και μεγάλων και τη χρησιμότητά του στη μάθηση έκανε πολλές αναφορές στο βιβλίο Η σιωπή του ξερόχορτου (Εκδόσεις Πατάκη, 2011).

Οι γέροντες έχουν ξεχωριστή θέση στις ιστορίες του. Υποκλίνεται στη σοφία τους, εντοπίζοντας συγχρόνως την κατανόηση και την αγάπη προς τους νεότερους, που μάχονται τη ζωή. Και σε αντάλλαγμα, οι νεότεροι τους κατανοούν και τους συμπονούν («Η κυρία Ουρανία», σελ. 109). Ενώ ένα ζευγάρι γερόντων –χωρίς παιδιά πια– τσακώνονται για όλα συνεχώς από φόβο μη χάσει ο ένας τον άλλον («Τοποτηρητής ή πατριάρχης», σελ. 113).

Και η ξενιτιά παρούσα, «Νερά και βρύσες να σου τρέχουν» (σελ. 119). Η αφήγηση, με τη μουσικότητα της διαλέκτου, ανάμεικτη με ευχές και πόνο, μοιάζει σαν μοιρολόι γεμάτο αγάπη και στέρηση. Η ξενιτιά και η επιστροφή ορίζουν και τη ζωή όσων έμειναν πίσω. Και εκεί στο χωριό, ένα σμάρι ανθρώπων γεμάτοι από έγνοια και αγάπη ο ένας για τον άλλον. Με την κυριαρχία και την ταπείνωση των σωμάτων στο σμίξιμό τους ν’ αποτυπώνεται στο διήγημα «Τι κρίμα» (σελ. 123). Η δύναμη της σωματικής έλξης, επαφής και ένωσης των σωμάτων να πλημμυρίζει στο διήγημα «Μένος των σωμάτων» (σελ. 145).

Αναμνήσεις από ένα διήγημα, «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου»,από το αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού, γίνεται ένα νέο διήγημα, με εικόνες που θυμίζουν τα Γυάλινα Γιάννενα, με στιγμές ζωής, ξενιτεμού και νόστου, γεμάτες από το ίδιο κλάμα και την ίδια χαρά ταυτόχρονα, και στο διήγημα «Τους θόλωναν τα μάτια» (σελ. 173) η σχέση μάνας και γιου, όπου ο συγγραφέας αφήνει να εμφανιστούν πολλά βιωματικά στοιχεία, τα οποία τον εμπνέουν αλλά και τον κινητοποιούν να εκφράσει την αγάπη του. Ο θησαυρός των διηγήσεων και των συναισθημάτων στη γραφή του είναι ένα πλήθος από «φωνούλες» που μιλούν ταυτόχρονα, κάνοντας δύσκολο να ξεχωρίσει ο αναγνώστης αν είναι δικές του, της μάνας του ή άλλων. Ή αν είναι σε απόλυτη αρμονία οι φωνές όλων μαζί. Σαν το χορικό μιας σύγχρονης τραγωδίας. Ωστόσο, στο διήγημα «Θελεσουριά» (σελ. 169), ένα διήγημα από αναγνωστικό του Δημοτικού τον κυνηγά μια ζωή, όχι η υπόθεση, αλλά οι εικόνες που έπλασε στο μυαλό του. Εικόνες καθημερινότητας του χωριού, της μάνας που «έπιακαν τα μάτια της πάνα», τον κυνηγούν, τον πονούν, τον εμπνέουν. Μεγάλος πια το βρίσκει στο βιβλίο του Χρήστου Χρηστοβασίλη, πρώτο.

Η αφήγηση, με τη μουσικότητα της διαλέκτου, ανάμεικτη με ευχές και πόνο, μοιάζει σαν μοιρολόι γεμάτο αγάπη και στέρηση.

Έχοντας, θεωρώ, γνώση του έργου του –έχω διαβάσει και γράψει για τα δεκατρία από τα δεκαέξι βιβλία του–, διαβάζοντας πρώτη φορά το βιβλίο του αυτό, κάτι μού έδωσε την αίσθηση πως ο ίδιος είναι ένας «εικονογραφημένος άνθρωπος». Μέσα σε αυτό –όπως και σε κάθε βιβλίο του– ανοίγει ανεπιφύλακτα και προβάλλει το στέρνο του, για να δείξει όσα μέχρι τώρα αγάπησε, άκουσε, παρατήρησε, έζησε, τον συγκίνησαν, τον πόνεσαν, τον διαμόρφωσαν, φωλιάζοντας στο μυαλό του. Μοιάζουν σαν όλα να έχουν χαραχτεί πάνω στο δέρμα του, διαπερνώντας εσωτερικά και τον ίδιο. Αυτό μεταφέρει στα βιβλία του, με έναν ρεαλισμό ανάμεικτο με τρυφερότητα και ποίηση.

Με αφηγήσεις άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, δίνει ταυτότητα και ζωντάνια στο κείμενο. Όλα τα διηγήματα είναι εικόνες –καθημερινές, τωρινές, περασμένες– του κόσμου γύρω μας, που χάνουμε απορροφημένοι από άλλα. Ο ίδιος με τη φωτογραφική του μνήμη ανακαλεί και, προσθέτοντας βιώματα και παρατηρήσεις, συμπληρώνει. Τα λεωφορεία, οι διαδρομές, οι επιβάτες, οι παραλίες και οι λουόμενοι, το χωριό και οι κάτοικοί του, οι δρόμοι του χωριού και της Αθήνας, είναι οι τόποι όπου η πένα του μεγαλουργεί, με τα πρόσωπα και τις ψυχές των ηρώων να είναι ψηφιδωτά συναισθημάτων και στιγμών. Εκεί τον συναντά ο αναγνώστης, σ’ αυτούς τους «τόπους» τον περιμένει ο συγγραφέας.

Για μια ακόμη φορά, με απλότητα και ανθρωπιά περιγράφει διεισδύοντας στην εικόνα των ανθρώπων και από τη συμμετρία που διαγράφουν Τα ζύγια του προσώπου τους(Εκδόσεις Πατάκη, 2009), γλιστρά και εισχωρεί στην εσωτερική τους ασσυμετρία. Στους πόνους τους. Μ’ αποτέλεσμα, ένα απλό περιστατικό: στον δρόμο, στο λεωφορείο, στην παραλία του Αλίμου, στο χωριό, μια ημιτελής κουβέντα, μια λέξη ή ένα βλέμμα, να γίνονται η αφορμή της έμπνευσής του και, με την ελευθερία που διακρίνει έναν συγγραφέα, να πλάθει την εξέλιξη. Και μέσα από ένα μείγμα μυθοπλασίας και βιωμάτων εισχωρεί στην ψυχή των ηρώων, εμφανίζοντας τον διχασμό της. Το καλό και το κακό, με το δεύτερο να υπερτερεί.

Με άνεση διαφοροποιεί την αφήγησή του, χαρακτηριστικό αλλά και χαρισματικό στοιχείο της γραφής του, κάνοντας ταυτόχρονα αυστηρή οικονομία των λέξεων, σαν να γράφει ποίηση, κι αποτυπώνει ψυχικές εντάσεις: υπακοή, υπομονή, υποταγή, αγανάκτηση, θυμό, τρέλα. Με λέξεις ταιριαστές μεταξύ τους δημιουργεί μονοπάτια ήρεμης αφήγησης χωρίς προσκόμματα και χωρίς περιττά επίθετα, αφήνει τη λιτότητα να τους δίνει βαρύτητα και μεγαλείο, προβάλλοντας τα πρόσωπα, την ιδιότητα και τον εσωτερικό τους κόσμο. Οι λέξεις διαδέχονται η μία την άλλη ξεχασμένες, μιας άλλης εποχής και έκφρασης, δίνοντας στο κείμενο βαρύτητα, μουσικότητα και χρονική τοποθέτηση. Συγχρόνως, και η ποίηση παρούσα. Άλλοτε αυτοσχέδια, για να δώσει έμφαση στα χαρακτηριστικά του ήρωά του («Άκαζα ντιρένε», σελ. 42), άλλοτε για να θυμίσει τον χρόνο και τα συναισθήματα που διάβηκαν, «πέρασες όπως περνούνε/ όσα δεν θα ξαναρθούνε» (σελ. 50), και άλλοτε για να προσθέσει σε ό,τι γύρω συνέβαινε και την ομορφιά της άνοιξης, «Μας ήρθε ο Μάης ανθοντυμένος/ και στολισμένος ρόδα ανθηρά» (σελ. 58). Στίχοι διανθίζουν συνεχώς την αφήγησή του, μέσα και από τους ήχους της τοπικής προφορικής έκφρασης, προσθέτοντας συμπυκνωμένη ομορφιά και μελωδία, ενώ τα πρόσωπα των ηρώων γίνονται ψηφιδωτά συναισθημάτων και στιγμών και τα μικρά, σαν χαϊκού, διηγήματα, μοιάζουν με μικρούς λογοτεχνικούς ανθούς.

Τα βιώματά του και η τέχνη της γραφής του κάνουν τον συγγραφέα να σκύβει επάνω από τους πρωταγωνιστές του και να τους περιγράφει. Γίνεται ο αφηγητής τους. Έτσι απλά, υποχωρεί συγγραφικά αφήνοντας χώρο στο δικό τους μεγαλείο, στον πόνο τους και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους να φανούν. Υποκλίνεται μπρος στα δεινά τους. Αυτό το είδος τής «υποχωρητικής και πυκνής γραφής» το είχε προτείνει εξάλλου και στο βιβλίο Τα οπωροφόρα της Αθήνας (Εκδόσεις Πατάκη, 2005) όπου, κατά τη δική μου άποψη, η περιγραφή των δένδρων στους δρόμους της Αθήνας στάθηκε το πρόσχημα και η αφορμή –το κουμπί– για να γράψει μια σπουδή στη γραφή. Τέλος, θα έλεγα πως κάθε διήγημα της παρούσας συλλογής είναι ένα «κουμπί» από το δικό του «φόρεμα» – και πολλά από αυτά είναι μικρά μοιρολόγια· έχουν την ίδια αφορμή γραφής: θάνατος, ξενιτεμός, γάμος.

Το κουμπί και το φόρεμα είναι το δωδέκατο κατά σειράν βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου και εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2012 από τις Εκδόσεις Πατάκη. Το εξώφυλλο βασίστηκε στο έργο της Χριστίνας Κάλμπαρη Στο προαύλιο, από τη σειρά «Παίγνια», 2010.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η ελληνική γλώσσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη

Παγκοσμιοποίηση και κριτική σκέψη Η παγκοσμιοποίηση (αγγλ. globalization, νεολογισμός του 1961, γαλλ. globalisation, 1968) ως όρος της πολιτικής αναφέρεται στο πολυδιάστατο σύνολο κοινωνικών διεργασιών μέσω των οποίων...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.