fbpx
«Με αφορμή “Τα ζύγια του προσώπου” του Σωτήρη Δημητρίου» της Τούλας Ρεπαπή

«Με αφορμή “Τα ζύγια του προσώπου” του Σωτήρη Δημητρίου» της Τούλας Ρεπαπή

«Κάθε βήμα και ένα τρομερό μυστήριο».
(σελ. 73, «Πριν τους σκεπάσει ο λίσβας»)

Ο Σωτήρης Δημητρίου στους δρόμους του χωριού του, της Αθήνας, στην άμμο μιας παραλίας, στα παγκάκια, ακόμη και στα καθίσματα των λεωφορείων παρατηρεί τα διάφορα πρόσωπα και αφηγείται την ιστορία τους. Παρατηρεί τα ζύγια του προσώπου τους, που σαν αετοί τούς πετούν ψηλά στους αιθέρες της ζωής τους. Βλέπει όχι μόνο τα χαρακτηριστικά τους, αλλά διακρίνει πάνω στο πρόσωπο και στο σώμα τους τ’ αποτυπώματα των επιθυμιών, των ονείρων, των προσδοκιών, των πόθων, τις χαμένες ή αναμενόμενες χαρές, τις πληγές, τα μυστικά, την τρέλα, το μίσος που τους άλλαξε το χρώμα, την έλλειψη της πατρίδας ή της συντροφικότητας, τους θανάτους που έζησαν ή κουβαλούν μέσα τους. Πάνω στα πρόσωπά τους και στις επιστρώσεις που ο χρόνος εναποθέτει σε αυτά, βλέπει να καθρεπτίζεται η μοίρα της ζωής τους. Αυτήν μας μεταφέρει!

«Γιατί οι λέξεις απλώνονται στο πρόσωπό μας. Προνομιακός τους χώρος –εκτός βέβαια απ’ το κυρίαρχο βλέμμα– είναι το στόμα». (σελ. 83, «Τέσπα»)

Στο πρώτο διήγημα, «Η Βάλια κι ο Δημήτρης», οι δυο τους κάθονται στα πίσω καθίσματα ενός λεωφορείου και αποφασίζουν για τις αγορές και προτεραιότητες που θα δώσουν σε τόσα από τα πολλά που τους λείπουν. Μοιάζει όμως να μην τους λείπει τίποτα. Έχουν ο ένας τον άλλον.

«Στο χέρι του Θεού», η Ευανθία φρόντιζε τις γάτες της. Πίστευε πως έτσι ξέπλενε τις αμαρτίες της, όπως και ότι το καθυστερημένο παιδί της –ο γιος της– ήταν μέρος της τιμωρίας της. Όλο το χωριό, νύχτα και μέρα, τον άκουγε να ουρλιάζει κι αυτή σαν μάνα ενός θεριού στο τέλος έγινε κι αυτή ένα θεριό προσφέροντας όχι μόνο τα τραγούδια και τα χάδια της, αλλά και το κορμί της, οι πληγές του παιδιού της για να γιάνουν. Να ηρεμήσει, να μη φωνάζει πια. Να γιάνει λίγο κι αυτή. Μια φρίκη, μια αγάπη, μια απέραντη λύπη, μια μάνα. Μια ζωή που παύει να είναι ανθρώπινη. Ο άνθρωπος, αυτό το αγρίμι!

Στο «Μάι πέρσοναλ γουόρ», η Αζερίν βρίσκεται στην παραλία της Βάρκιζας, στο πρόσωπό της είναι εμφανές πως κάτι περιμένει από τη ζωή. Νόμιζε πως το βρήκε στο πρόσωπο εκείνου του αταίριαστα ντυμένου για την παραλία άνδρα. Κανονίζουν να συναντηθούν και αυτός δεν εμφανίζεται. Μια πορεία τον περιορίζει. Η Αζερίν βαδίζοντας ανάμεσα σε αδιάφορους, χαμένους στις σκέψεις τους, μοναχικούς ανθρώπους, πλησιάζει μια ηλικιωμένη περιποιημένη γυναίκα. Η μυρωδιά της ανάσας της ήταν της ζωής που είχε σαπίσει μέσα της.

Στο «Κι εγώ φοβάμαι, αγάπη μου», αυτός και αυτή – χωρίς όνομα και οι δύο. Αυτή του υπόσχεται πως θα συναντηθούν, για να χαρούν τη θάλασσα μαζί. Όμως χάνεται, ενώ το πρόσωπό της μένει σαν εφιάλτης στο μυαλό του. Την ψάχνει παντού. Στη δουλειά της, στο σπίτι της. Καλοκαίριασε και πήγε να τη βρει εκεί που συνήθιζε να κάνει μπάνιο. Εκεί που του είχε πει πως θα χαίρονταν τη θάλασσα μαζί. Και όταν τη βρήκε, μπήκε στο νερό και την τράβηξε στον βυθό, για να τη χαρεί μετά μόνος του στην ακτή. Τη γεύτηκε, την εκδικήθηκε, την έπνιξε.

Η ζωή γύρω από τον συγγραφέα είναι η «πρώτη και μοναδική ύλη» που τον εμπνέει. Αυτήν περιγράφει.

Και ακολουθούν: «Σχολείον», «Σταθερές συντεταγμένες», «Το έκζεμα», «Ο Φούλης», «Ενσωμάτωση», «Οδηγέ, ε οδηγέ», «Πριν τους σκεπάσει ο λίσβας», «Το λεωφορείο», «Τέσπα», «Οι άγγελοι των οδοστρωμάτων», «Η δεξίωση», «Ομόκεντροι κύκλοι», «Δε γαμιέται», «Το τατουάζ», «Εδώδιμα-Αποικιακά», «Τα ζύγια του προσώπου», «Η θερμοκρασία μιας χαρτοπετσέτας», «Το όριο της ευχαριστήσεως», «Θα βρεις στοιχεία», «Παράξενη αγάπη», «Η δομή του ονείρου».

Στο διήγημα «Το τατουάζ», στη σχέση μάνας-κόρης ένα ερωτηματικό ορθώνεται: Τι ενώνει σωματικά μια μάνα με την κόρη της; Η απελπισία; Η μοναξιά; Η έλλειψη; Η εκδίκηση; Η σωματική ανάγκη; Και πώς μπορεί να ξυπνά και να επιθυμεί το δέρμα, όταν το άγγιγμα είναι ανάρμοστο; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αυτή την άβυσσο και το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής περιγράφει ο Σωτήρης Δημητρίου. Γι’ αυτόν τον λόγο επιλέγει αυτή την ποιότητα των ηρώων. Έχουν την άβυσσο μέσα τους.

Στο διήγημα «Τα ζύγια του προσώπου», μια μάνα μεταφέρει την τρέλα της στο παιδί της. Στο «Θα βρεις στοιχεία», ο πόνος ενός βασανισμένου πατέρα για τον τρελό γιο του. Ενώ στην «Παράξενη αγάπη», φροντίδα, αγάπη και στοργή δίνονται με θυμό και εκδίκηση. Ωστόσο, η αγάπη παραμένει, έστω και σαν λυγμός.

Ήταν περιθωριοποιημένος. Κανείς δεν ήθελε να είναι κοντά του. Αυτό γίνεται ένα «Έκζεμα» σώματος και ψυχής. Ο ήρωας καίει το σώμα του και ανακουφίζεται εκδικούμενος. Ενώ αλλού, η ελπίδα της διαφυγής, στα χέρια αδιάφορων, γίνεται πνιγηρή στην εξέλιξή της.

Στο χωριό, είκοσι άνθρωποι όλοι κι όλοι ήταν οι μόνοι κάτοικοί του. Άλλα παιδιά ήρθαν από τα χωριά του Βούρκου, «Πριν τους σκεπάσει ο λίσβας», και χάλασαν το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Κάθε βήμα ένα μυστήριο, μια αλλαγή. Ένα βήμα προς τη νέα γενιά, το άγνωστο αλλά και το θαυμαστό που φέρνει.

Στο διήγημα «Το λεωφορείο 110», ένας μουγκός άνδρας και ένα μουγκό κοριτσάκι έχουν τη δύναμη να γελούν. Ξεχνούν τις ατέλειές τους, γελούν με των άλλων τις ατέλειες. Ένα λεωφορείο με επιβάτες την ίδια τη ζωή και τη διαφορετικότητά της, όπου το χιούμορ εμφανίζεται πρώτη φορά στο τέλος του διηγήματος, σαν σαρκασμός ή διαπίστωση.

Το βιβλίο Τα ζύγια του προσώπου, τίτλος ενός από τα είκοσι πέντε διηγήματα που περιέχει, είναι μια οπτική και συναισθηματική ανατομία των πρωταγωνιστών ενός εκάστου. Η ζωή γύρω από τον συγγραφέα είναι η «πρώτη και μοναδική ύλη» που τον εμπνέει. Αυτήν περιγράφει. Με εικονοφόρα γραφή –έτσι τη χαρακτηρίζει ο ίδιος–, χωρίς εντάσεις αλλά πλήρη συναισθημάτων, αφηγείται αφήνοντας έναν λυγμό στο στήθος του αναγνώστη. Εστιάζει στις πράξεις και στα πάθη των ηρώων, κάτω από το πρίσμα της αγάπης και της κατανόησης. Με λέξεις επιλεγμένες, μετρημένες, λιτές, ταιριαστές μεταξύ τους, χωρίς εντάσεις κι εξάρσεις, αποκαλύπτει τον άνθρωπο και τη μοίρα του.

Βαθύς πόνος διατρέχει τις αφηγήσεις του, όπου ο ρεαλισμός άλλοτε κρύβεται και άλλοτε εντείνει την παρουσία του. Ρεαλισμός που δεν απωθεί, αλλά προσθέτει στην ένταση χωρίς ένταση. Μοιάζει απλώς να παρεμβάλλονται οι λέξεις. Αυτές που πρέπει να λεχθούν. Χωρίς συναίσθημα, προκαλώντας ωστόσο κύματα συναισθημάτων, για να ακολουθήσει στο τέλος η τραγικότητα.

Ωστόσο, όλοι μοιάζουν να είναι πρωταγωνιστές μιας σύγχρονης τραγωδίας, στην οποία ο από μηχανής Θεός δεν φάνηκε ποτέ.

Τυχαία περιστατικά γύρω του γίνονται η απαρχή της αφήγησης. Το βλέμμα του διεισδυτικό, σε συνδυασμό με το χάρισμα της γραφής, γίνονται ένα κράμα ζωής, πόθου και θανάτου. Άνθρωποι συναντιούνται και τελείως ξαφνικά χάνονται. Χάνονται, παίρνοντας μαζί τους όνειρα και ελπίδες. Ωστόσο, τον ίδιο, όπως και τον αναγνώστη, τον βασανίζουν οι διάφορες εκδοχές ενός πιθανού τέλους, αποκαλύπτοντας τη ζωντάνια και τη διαδραστικότητα του διηγήματος μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Άραγε, ποια απ’ όλες τις εκδοχές του τέλους θα επικρατήσει;

Αυτός ο προβληματισμός μού θυμίζει και τις δικές μου σκέψεις. Από παιδάκι μέχρι τώρα, βλέποντας μια φωτογραφία αναρωτιέμαι: ποια ήταν η πρώτη κίνηση που έκαναν ευθύς μόλις τους απαθανάτισαν; Κι αμέσως σκεπτόμουν πολλές. Ποια όμως είχαν κάνει;

Οι ήρωες του Σωτήρη Δημητρίου στο σύνολό τους είναι ασυνήθιστοι, διαφορετικοί, πονεμένοι. Εικόνες, εικόνες, εικόνες τούς ζωντανεύουν στα μάτια του αναγνώστη. Ακούει τα βήματά τους, διαβάζει την επιθυμία και τον πόθο του σμιξίματος στο μυαλό τους και, όταν έρχεται το άδικο του τέλους τους, ένας ακόμη λυγμός προστίθεται στο στήθος του. Ωστόσο, άδηλος πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Στους μοναχικούς περιπάτους του, φέρνει πολλές φορές στο μυαλό του όχι μόνο τα πρόσωπα γύρω του που τον εμπνέουν για το επόμενο διήγημα, αλλά και τα πρόσωπα προηγούμενων ηρώων του, όπως και τα βιβλία όπου αυτοί έχουν εγκατασταθεί. Ζουν μαζί του. Στο μυαλό του. Επανέρχονται εφιαλτικά απαιτώντας διορθώσεις, κι ας έχουν εκδοθεί. Αυτή είναι η σχέση του μαζί τους. Δεν αποδεσμεύεται ποτέ από αυτά. Παραμένει αιχμάλωτος της έγνοιας κάθε πρωταγωνιστή σε μικρή ή μεγάλη ιστορία του. Είναι τα παιδιά του.

Ο Σωτήρης Δημητρίου δεν χρειάστηκε να φύγει μακριά, για να ταξιδέψει στη ζωή και στα μάτια των ανθρώπων. Του έφτασαν τα χωριά και τα βουνά του τόπου του, οι λεωφόροι, οι μικροί και μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας, οι παραλίες, τα παγκάκια και τα λεωφορεία της, για να αποτυπώσει τη μοναξιά, τη λύπη και το παράταιρο της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα από τα ταξίδια του αυτά έγινε ένας κοινωνικός περιπατητής, ένας «τουρίστας» της ζωής, και μετέφερε στις αφηγήσεις του ζωντανές εικόνες καρέ-καρέ, πλήρεις μουσικότητας και παθών, σαν κομμάτια από ταινίες. Κάθε διήγημα ένας και χίλιοι πόνοι, με την άγραφη, λαϊκή, προφορική ποίηση και τις παροιμίες που ομορφαίνουν τη γραφή του, δίνοντας εκτός της μουσικότητας και τη σοφία του λαού στο βάθος του χρόνου και, με τη γλώσσα κυρίαρχη με τη στιβαρότητά της, ενδύοντας την αφήγηση με το πέπλο της λιτότητας.

Τα ζύγια του προσώπου είναι ένα βιβλίο μικρό, δοσμένο με πυκνή γραφή, που δεν γλιστρά από τα χέρια και τα μάτια του αναγνώστη – στέκεται εμπόδιο σαν αόρατο άγκιστρο η κάθε ιστορία, ο κάθε πόνος. Η ένταση της αφήγησης, χωρίς εξάρσεις, γίνεται μια αναγνωστική απόλαυση αλλά και ένα βάρος στο στήθος. Η στιβαρότητα της γραφής του Σωτήρη Δημητρίου είναι εμπνευσμένη από αυτές τις απλές αλλά ασυνήθιστες καθημερινές στιγμές, που άλλοτε η φρίκη και άλλοτε ο πόνος ακούγονται στο τέλος σαν μουσική που παίζεται από τον λυγμό ενός βιολιού. Τέτοιο είναι το βλέμμα του συγγραφέα και αυτό μεταφέρει στις σελίδες του.

Οι ήρωές του, άνθρωποι μισοί, ημιτελείς, σε ένδεια, περιθωριακοί, με πληγές παντού, διατρέχουν τις σελίδες του. Κάποτε τον ρώτησα, γιατί επιλέγει τέτοιους ήρωες; Και μου απάντησε: «Αυτοί έχουν ενδιαφέρον! Αυτοί αιχμαλωτίζουν το βλέμμα μου και γεννιούνται στο μυαλό μου». Ωστόσο, όλοι μοιάζουν να είναι πρωταγωνιστές μιας σύγχρονης τραγωδίας, στην οποία ο από μηχανής Θεός δεν φάνηκε ποτέ.

Τα ζύγια του προσώπου είναι το δέκατο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου. Εκδόθηκε το 2009 από τις Εκδόσεις Πατάκη, περιέχοντας και προδημοσιευμένα διηγήματα. Το εξώφυλλο απεικονίζει την ανθρώπινη μοναχική διαδρομή σ’ ένα στεγνό τοπίο, γεμάτο ρωγμές και αποτυπώματα, και είναι βασισμένο στο έργο της Μαριλίτσας Βλαχάκη Χωρίς τίτλο, 2004.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η ελληνική γλώσσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη

Παγκοσμιοποίηση και κριτική σκέψη Η παγκοσμιοποίηση (αγγλ. globalization, νεολογισμός του 1961, γαλλ. globalisation, 1968) ως όρος της πολιτικής αναφέρεται στο πολυδιάστατο σύνολο κοινωνικών διεργασιών μέσω των οποίων...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.