fbpx
«Με αφορμή το βιβλίο “Σαν το λίγο το νερό” του Σωτήρη Δημητρίου (ΙIΙ)» της Τούλας Ρεπαπή

«Με αφορμή το βιβλίο “Σαν το λίγο το νερό” του Σωτήρη Δημητρίου (ΙIΙ)» της Τούλας Ρεπαπή

Σαν το λίγο το νερό

Στο τέταρτο διήγημα –που τιτλοφορεί και το βιβλίο– το ονειρικό ταξίδι συνεχίζεται στο χάος του διαστήματος. Ο αφηγητής συντροφεύεται από έναν απεσταλμένο. Νιώθει την ασώματη παρουσία του. Φτάνουν στον πλανήτη των ελεημόνων, μια σπάνια κατηγορία ψυχών, που συμπονούν και χαίρονται για τον πλαϊνό τους. Στη σύμπλευσή τους, τον ρωτά για τη δημιουργία της υπέρτατης αρχής. Η απάντηση: «Υπήρχε από πάντα» στέκει ελλιπής. Μαθαίνει για υπόθεους, επόπτες, για ψυχές που προχώρησαν αυτόνομα την εξέλιξή τους. Ρωτά και για την ομορφιά της δημιουργίας, τους καρπούς της φύσης, τον έρωτα. Ο απεσταλμένος δεν ήξερε τον έρωτα. Συνεχίζοντας, φτάνουν σ’ έναν έρημο λιλιπούτειο πλανήτη. Δίπλα τους περνά ένα πλακίδιο με τον άνθρωπο του Βιτρουβίου. Το έσπρωξαν με τα χέρια τους για να συνεχίσει το ταξίδι του και αυτοί το δικό τους. Πλησίαζαν στο κατώφλι της γης, όταν ξαφνικά βρέθηκαν σε έναν παράξενο χώρο – ήταν γεμάτος όνειρα. Ανθρώπων όνειρα! «Για να βλέπεις τα όνειρά σας, εδώ κοντά είναι και ο πλανήτης σας», είπε ο απεσταλμένος και έφυγε. Τον άφησε να συνεχίσει μόνος, ανάμεσα στα δικά του όνειρα και των άλλων.

Άλλοτε πετώντας και άλλοτε αιωρούμενος, εικόνες γνωστές και αναμνήσεις έρχονται στο μυαλό του. Όνειρα, ερωτήσεις, επιθυμίες και εφιάλτες. Σαν αυτή την «επιστροφή» στο χωριό, η μορφή μιας νεαρής τον παρακαλεί να την ξεχάσει. Θέλει να φύγει από τη γη. Θέλει να ελευθερωθεί η ψυχή της από τις αλυσίδες που τη δένουν. Ταυτόχρονα, εφιαλτικά ζωντανές αναδύονται κι οι δικές του εξαρτήσεις, εμμονές, υποσχέσεις που δεν τήρησε, αλλά και ευτυχισμένες στιγμές από την παιδική του ηλικία. Καλοκαίρια, βουτιές στη θάλασσα, μυρωδιές από χρυσάνθεμα, ταξίδια με το αυτοκίνητο, με τη χαρά της μουσικής να κάνει τα πάντα γιορτή. Στιγμές με τον πατέρα του. Να μια φωτογραφία, είναι όλοι μαζί κι η μάνα του το λουλούδι της, ένα από αυτά στο φόρεμά της. Με το βλέμμα των αναμνήσεών του την είδε μαζί του στο διπλανό χωριό και θυμήθηκε τη λάμψη των ματιών της, καθώς του έλεγε: «Τι όμορφα που είναι στις ξένες γειτονιές!». Και ξαφνικά γλίστρησε σε ένα άλλο τούνελ. Παράξενες, αχνές αγαπημένες μορφές τού έλεγαν: «Άργησες». Τους «έψαξε» στο χωριό. Είχαν φύγει όλοι. Ήταν η δεκαετία του ’50. Πιο κει ο αγαπημένος θείος, περιπτεράς/φωτογράφος, με τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων, την πραμάτεια του περίπτερου, διάβαζε στις μανάδες τα γράμματα των παιδιών τους. Αμερική, Γερμανία… απουσία! Να και το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, στο πρωινό ξύπνημα ο αέρας μοσχομύριζε καθαρότητα και φρεσκοψημένο ψωμί, που μπλέκονταν με τη μυρωδιά από τα καψούλια των παιδιών. Πριν φτάσει στο πατρικό του, απρόσμενα βρέθηκε στο σπίτι του θείου του. «Άργησες!» του είπε και έφυγε προς τη θάλασσα του χάους. Και ενώ νόμιζε πως έχει χαθεί, η μουσική από τη φωνή της μάνας του τον έκανε να πλησιάσει. Είδε γνωστούς να επισκευάζουν το λιμάνι. Η μουσική από το ακορντεόν των εργατών γινόταν ένα με τη βροχή. Η μάνα τού έδειξε μακριά και φάνηκε το χωριό να λάμπει στον ήλιο μετά τη βροχή. Πλησίασε, δεν υπήρχε κανείς. Πέρασαν από δίπλα του και άλλα είδωλα/εικόνες από μέρη του χωριού, γείτονες, και είδε μια γιαγιά με την εγγόνα της μέσα στις μαργαρίτες, τις καμπανούλες, τα μελίσσια, τον ήλιο, τη λάμψη όλης της φύσης και αυτές οι δύο –γιαγιά και εγγονή– μαζεύαν μάραθο. Τα γέλια τους, με στόματα χωρίς δόντια, ακούγονταν σ’ όλη την πλαγιά. Η περιγραφή του συγγραφέα –σελ.178-180– είναι όλο το θάμπος της φύσης και η χαρά της ζωής. Στο παιγνίδι της γιαγιάς με την εγγονή της, η παρουσία του γήρατος με τη νιότη να ανταλλάσσουν σοφία και χαρά. Δεν ήθελε να τις αφήσει, αλλά τελικά έφυγε για αλλού.

Αλλού, γυναίκες μιλούσαν για τις βαρβαρότητες αντρών πάνω τους, τη σωματική έλξη τους προς αυτές, την εκμετάλλευσή τους και την υπομονή τους, ενώ το τραγούδι δεν έλειπε από τα χείλη τους. Εκεί όπου κι ο θάνατος ήταν παρών και το νερό λίγο.

Και πέταξε για αλλού. Είδε πρώτη φορά τον εαυτό του μικρό παιδί. Με όλα τα ξαδέλφια μαζί στου παππού, τότε που γεμίζαν φόβο από τη σκιά και τους ήχους των φύλλων της θεόρατης συκιάς. Και σαν πέταγμα πεταλούδας έφυγε πάλι μακριά. Ίδιες εικόνες έβλεπε, λες και η ψυχή του ήθελε να γυρίσει πίσω. Η γιαγιά με την εγγονή, οι χωριανές στέκουν στη σειρά για πότισμα. Όλες μαζί τραγουδούσαν πάλι. Κινούσαν απλά τα χείλη τους. Μόνο η Αγγέλω έλεγε το ποίημα –παρακαλώντας τον αδελφό της να γυρίσει από την ξενιτιά– και τρέχαν τα δάκρυα. Και του πατέρα επίσης. Και η μάνα του πιο πέρα, στην άρρωστη Αντώνω και στα δυο παιδιά της που επέστρεψαν από την Αμερική.

«Μια γκρεμίνα απέραγη ήταν η ζωή μου αφ’ όντις έφυγα», έλεγε το παιδί της Αντώνως. «Το δόλιο το κορμί εκεί, η γνώμη εδώ. Στον κόρφο του Θεού ήμασταν, Αλέξω, αλλά ξωρνιαστήκαμαν, λαιμάργησε ο κόσμος. Σαν τα βουρλοζύγουρα φύγαμαν. Πώς φεύγει ένα μπροστά και κινάν και τ’ άλλα κοντά;» (σελ. 188)

Κι έμεινε εκεί ν’ ακούει άλλοτε σαν ταξιδιάρα ψυχή και άλλοτε σαν όνειρο. Τότε/τώρα που από το χωριό φύγαν όλοι. Τους αριθμεί η μάνα του «κανένας».

«Ούτε ένα παιδί δεν είδα, Αλέξω. […] άκουγαν και οι πεθαμένοι τις φωνές και τις παιγνίδες. Την άνοιξη τα ήκουγαν σαν χελιδόνια. Δεν το τιμήσαμε το χώμα, Αλέξω, δεν το τιμήσαμε. Για και σεις φύγαταν…» (σελ. 191)

Στην αφήγησή του, η ζωή στο χωριό κυλά λιτή, γεμάτη στερήσεις και με τη φύση να σκορπίζει όλο της τον πλούτο και την ομορφιά. Δεν εθελοτυφλεί και στην ασκήμια που υπάρχει –όχι της φύσης–, ωστόσο ο ίδιος επιλέγει να θυμάται και να αφηγείται την ομορφιά. Όλων!

Ο Σωτήρης Δημητρίου στη μικρή φόρμα αφήγησης εμφανίζεται συμπαγής, αφήνοντας τους ήχους της γλώσσας να τον λυγίζουν.

«Εικονοφόρα» είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος τη γραφή του σε μια συνάντησή μας. Όντως, εικόνες άπειρες, γεμάτες φύση και ανθρώπους, ελευθερώνουν τον λυγμό που κρύβει η ποίηση της γραφής του, αλλά και την αγάπη για τα χώματα του χωριού, την όψη της φύσης, την ευωδιά των καρπών της, τις συνήθειές τους, τη μάνα του, τη λαλιά της, το γέλιο της, το τραγούδι και τη σοφία της. Αυτά αφήνει στα βιβλία του, αυτά διασώζει.

«Αυτοί που έμειναν δεν μπορούσαν να αποχωριστούν απ’ τη γη. Έπασχαν από μια βαθιά νοσταλγία, από μια λύπη θανάτου για το παρελθόν. Το πατρικό μου άφαντο. Πού ’ν’ τες οι λεμονιές της μαμάς μου; Πού ’ναι το δασάκι με τα πεύκα; Όλα εκείνα τα λογάκια που λέγαμε και ακούγαμε παιδιά, σε ποια ουράνια αντηχεία να αντανακλώνται;» (σελ. 200)

Συνεχίζει την πλεύση του. Δεν αφήνει τίποτα πίσω, ούτε τα μάτια της πρώτης του αγάπης, κι αν είχε τρόπο θα της τραγουδούσε το τραγούδι της νιότης τους. Σαν πεταλούδα ακούμπησε στο χέρι της και ελευθερωμένος από το δάκρυ της «αφέθηκε στην άβυσσο της αμεριμνησίας».

Το βιβλίο Σαν το λίγο το νερό του Σωτήρη Δημητρίου είναι μια βαθιά ματιά στον άνθρωπο του χωριού και στον εαυτό του, όπου ομολογεί πρώτη φορά και τη θέση του απέναντι στη θρησκεία. Αφήνει για μια ακόμη φορά να φανεί πόσο πολύ αγάπησε τη ζωή στο χωριό και πόσο τού λείπει. Γι’ αυτό επιστρέφει συνεχώς, δραπετεύοντας από την «ξενιτιά» της πόλης στον γλωσσικό πλούτο της μάνας του και στην κρυστάλλινη ησυχία της φύσης. Συγκρατημένος ο λυρισμός της γραφής του, γεννά βαθιά συναισθήματα αγάπης για τις συνήθειες της «χωριανικής» ζωής, τη γλώσσα που ηχεί σαν τραγούδι, ακόμη και όταν συζητούν, με λέξεις που γελούν, παντρεύουν, σπέρνουν, θερίζουν, τρυγούν, θρηνούν σπαραχτικές, λέξεις της ψυχής που αποχαιρετά, λέξεις που αποτυπώνουν τον πλούτο της ψυχής τους και τον λαϊκό πολιτισμό. Σε πολλά σημεία αναφέρεται στη μουσική συνομιλία των γυναικών, που τον ανεβάζει στα ουράνια, εντοπίζοντας όμως και εκφράζοντας τον πόνο του για την αλλαγή της γλώσσας, που αδυνατεί πλέον να μιμηθεί τους ήχους των πουλιών και να τραγουδήσει το κελάρυσμα του νερού ή το θρόισμα του ανέμου. Με ποίηση και λατρεία μιλά και για τις μυρωδιές της γης, των ανθών της, τους ήχους των τζιτζικιών και τα βουνά, που περιμένουν την περπατησιά του.

Η ποίηση στην πεζογραφική του αφήγηση, τα παρεμβαλλόμενα δημώδη άσματα, το πλήθος των αφηγηματικών εικόνων και η ιδιαίτερη γλώσσα της πατρίδας του αποτελούν τα αφηγηματικά νήματα που κεντούν και καθιστούν τόσο ξεχωριστή και μοναδική τη γραφή του. Ο Σωτήρης Δημητρίου στη μικρή φόρμα αφήγησης εμφανίζεται συμπαγής, αφήνοντας τους ήχους της γλώσσας να τον λυγίζουν. Στο Σαν το λίγο το νερό ήθελε όσα είχε αγαπήσει να τα είχε προστατεύσει. Τη μάνα του, τους ανθρώπους του χωριού του, τη φύση, τα ακούσματα αυτής της γλώσσας που λάτρεψε όσο και τη μάνα του, και που τώρα –μάνα και γλώσσα– μεταφέρει στα βιβλία του. Αυτές είναι το χωριό του. Θα ήθελε να μην το είχε εγκαταλείψει ποτέ. Ένα βιβλίο πολύ εσωτερικό, μια «ακτινογραφία» του εαυτού του. Είναι άραγε αυτό ή μήπως είναι ένα παιγνίδι του συγγραφέα με την ψυχή του και τον χρόνο; Ή μήπως είναι ένα ταξίδι στο όνειρο;

Οι τίτλοι των διηγημάτων χαρακτηρίζονται από συναισθηματική φόρτιση αλλά και σοφία στην αποτύπωσή τους, ενώ ο υπερρεαλισμός των κειμένων παραπέμπει στα Όνειρα του Ακίρα Κουροσάβα, που μέσα από την ασύλληπτη αισθητική των εικόνων τους έκρυβαν το κακό. Όλα τα Όνειρα ήταν εφιάλτες. Έτσι και η ζωή στα διηγήματα αυτά. Ο Σωτήρης Δημητρίου αποτυπώνει στιγμές φωτεινές και δροσερές, που ξεδιψούν, και άλλοτε χωρίς να έχουν εκτιμηθεί σωστά χύνονται και χάνονται σαν το λίγο το νερό.

Όλο το βιβλίο είναι ένα τραγούδι. Ένα ανάμεικτο μοιρολόι σε όσα περικλείει η ζωή: τον γάμο, την ξενιτιά, τον θάνατο. Οι τρεις αιτίες που γράφονται τα μοιρολόγια, όπως αναφέρει και ο Guy Saunier στο βιβλίο του Ελληνικά δημοτικά τραγούδια: Τα μοιρολόγια (Νεφέλη, 1999). Με αυτά έχει ποτίσει την πένα του και ο Σωτήρης Δημητρίου. Για αυτά μιλά σε όλα τα βιβλία του.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η ελληνική γλώσσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη

Παγκοσμιοποίηση και κριτική σκέψη Η παγκοσμιοποίηση (αγγλ. globalization, νεολογισμός του 1961, γαλλ. globalisation, 1968) ως όρος της πολιτικής αναφέρεται στο πολυδιάστατο σύνολο κοινωνικών διεργασιών μέσω των οποίων...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.