fbpx
«“Ανατομία μιας πτώσης” της Ζιστίν Τριέ» του Μανώλη Γαλιάτσου

«“Ανατομία μιας πτώσης” της Ζιστίν Τριέ» του Μανώλη Γαλιάτσου

Κατακερματισμός και ενσωμάτωση των αφηγήσεων

Μπορεί η ανακριτική μέθοδος να υποδεικνύει τις επαγωγικές υποψίες της ως λύση του εγκλήματος, χωρίς τα συνεπή επακόλουθα μιας αντικειμενικής της τεκμηρίωσης; Η εγκληματολογική έρευνα να «κολλάει» στις λεπτομέρειες πρόσκρουσης του ανθρώπινου σώματος στην οροφή ενός υπόστεγου και να πνίγεται μόνη της σε λίγες άκαιρες κηλίδες αίματος; Ένα δικαστήριο να εκδίδει απόφαση «κατ’ εκτίμηση», στηριζόμενο σε αναπόδεικτες παιδικές εντυπώσεις, χωρίς πραγματικά κριτήρια για το αν πρόκειται περί δυστυχήματος, αυτοκτονίας ή (ανεξιχνίαστου) εγκλήματος; Το χρονικό μιας πτώσης και η παρεπόμενη, αμιγώς αστυνομικού ενδιαφέροντος, υπόθεση να παραμένουν εσαεί επτασφράγιστο μυστικό; Η απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι καταφατική.

Μπορεί όμως μια ταινία, ενώ έχει εκθέσει το σύνολο του υλικού της και των ερωτημάτων της, να κηρύττει τον θεατή «έκπτωτο της αλήθειας» αφήνοντάς τον ανυπεράσπιστο, με όλες τις απαντήσεις ανοιχτές και υπό τη διαρκή απειλή αναίρεσης των σωρευμένων στοιχείων της; Ναι, αν εν τω μεταξύ έχει προλάβει να θέσει πολύ πιο σοβαρά ζητήματα, όπως: Πόσες και τι είδους αλλαγές μπορεί να επιφέρει στις ζωές των ηρώων το πέρασμα από τον ρυθμό μιας υπερκινητικής και δεξιοτεχνικής μουσικής σύνθεσης, όπως το «Asturias» του Ισαάκ Αλμπένιθ, σε ένα ήρεμο και στοχαστικό πρελούδιο του Σοπέν; Αυτά είναι τα δύο κομμάτια που μελετά στο πιάνο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο μισότυφλος μικρός γιος της οικογένειας. Όταν προσπαθούν να τον παρηγορήσουν για το κακό που έχει συμβεί, επισημαίνοντάς του ότι κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί έγινε, ο σπαραγμός του παιδιού έχει την αποφασιστικότητα της απόγνωσής του· ξεχωρίζει αυθορμήτως τον εαυτό του – και αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε παρακάτω: «Εγώ πρέπει να καταλάβω». Αλλά όσο δοκιμάζει με τη σύνθεση του Αλμπένιθ, οι ανυπέρβλητες τεχνικές της δυσκολίες αντιλαμβανόμαστε ότι ενισχύουν την αδυναμία του να βρει τη δίοδο για μιαν ερμηνεία των γεγονότων. Για όσο η σκέψη του μένει προσκολλημένη στις νότες, στη δυσκολία εκτέλεσής τους, παραμένει παγιδευμένος εκτός κάθε μουσικότητας και αρμονίας. Όπως από την αρχή, η εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη ορχηστρική λούπα, με τα ηχεία στη διαπασών, αποδεικνύεται στη συνέχεια ιδιαιτέρως δυσχερές στοιχείο για τη διερεύνηση των συνθηκών της πτώσης, έτσι η Μουσική είναι απούσα απ’ αυτό το σπίτι μες στην πανταχού παρουσία της. Το δράμα φαίνεται να αρθρώνεται γύρω από την απροθυμία των μελών της οικογένειας να ελευθερώσουν τη Μουσική από τη φυλακή της δυσφορίας τους. Να της αφήσουν το περιθώριο να λειτουργήσει απρόσκοπτα και να επιδράσει στις ζωές τους ευεργετικά.

Σχεδόν αδύνατον ν’ αποφευχθεί εδώ η συνειρμική συσχέτιση με το οριακό road movie Πέντε εύκολα κομμάτια (Five Easy Pieces, 1970) του Μπομπ Ράφελσον, όπου ο αρκετά βίαιος και απροσάρμοστος χαρακτήρας του Τζακ Νίκολσον χρειάζεται, προκειμένου να αναπροσαρμόσει και να σταθμίσει τα επόμενα βήματα της ζωής του, να οργανώσει ένα ταξίδι επιστροφής στο πατρικό του σπίτι, για να συνδεθεί εκ νέου με το πιάνο των εφηβικών του χρόνων και τα πέντε εύκολα κομμάτια του τίτλου.

Η σκηνοθέτρια της ταινίας Ανατομία μιας πτώσης (Anatomy of a Fall, 2023), η Ζιστίν Τριέ, το σενάριο της οποίας συνέγραψε μαζί με τον –επίσης σκηνοθέτη– σύντροφό της Αρτίρ Χαραρί, έθεσε εξαρχής ως προφανή της στόχο, με συστηματικό της όπλο τον διαρκή αντίλογο, την αποφυγή των παγίδων κάθε εύκολα χειραγωγήσιμης άποψης. Ουδόλως την ενδιαφέρει να απονείμει δικαιοσύνη, ποιος ευθύνεται και πόσο για ό,τι βλέπουμε να συμβαίνει. Απ’ αυτή την άποψη είναι απολύτως συντονισμένη με την ηρωίδα της, η οποία διατυπώνει, σε ανύποπτο χρόνο, ως βασική της θέση: «Δουλειά μου είναι να καταστρέφω τα ίχνη, για να μπορεί η μυθοπλασία να καταστρέφει την πραγματικότητα». Η Τριέ λοιπόν δημιουργεί ένα δικαστικό δράμα, στο οποίο ελάχιστα προβληματίζεται για την πραγματική θέση και τον ρόλο των προσώπων εντός των γεγονότων. Αυτό που κυρίως την απασχολεί είναι η δυνητικότητα των πολλών, κατά κανόνα αντικρουόμενων, αληθειών τους. Ο θεατής καλείται να συμμετάσχει στη διερεύνηση ενός συνόλου ανθρώπινων συμπεριφορών και των συνεκδοχών τους, μάλλον, παρά στις οριστικές διευκρινίσεις των δεδομένων μιας συγκεκριμένης ιστορίας.

«Ενθαρρύνατε τον σύζυγό σας να γράψει, θέλατε να επιτύχει. Αν πετύχαινε, όμως, θα σας ήταν αφόρητο». Σ’ ένα ψυχολογικό πλέγμα αυτής της πυκνότητας, οι αντιφάσεις γίνονται το άθυρμα της στιγμής και του τυχαίου και αυτό από μόνο του μπορεί να διαλύσει κάθε δυνατότητα για την παραγωγή δικανικού ή αστυνομικού μύθου (στη ζωή αρχικά, στο έργο ύστερα). Η αδυναμία κατανόησης αυτής της διάκρισης θα σήμαινε ότι δεν ξεχωρίζει κάποιος τη διαφορά ανάμεσα στην πλοκή και τη φιλοσοφία της· στον Ντάσιελ Χάμετ και τον Αλμπέρ Καμί. Αυτή η διαφοροποιητική αρχή διέπει σε όλες τις πτυχές της την ταινία της Τριέ, κατατάσσοντάς τη με άνεση ως μία από τις πιο λείες μεταμυθοπλασίες του σύγχρονου κινηματογράφου.

Είναι δυνατόν ένας συγγραφέας ν’ αυτοκτονεί από καημό λόγω της παρατεινόμενης αδυναμίας του να γράψει; Ειδικά όταν πρόκειται για κάποιον ο οποίος το μόνο κοινό που έχει, προς το παρόν τουλάχιστον, με έναν συγγραφέα είναι η επιθυμία του να γίνει συγγραφέας; Έστω και αν έχει ν’ αντιπαλέψει με το γεγονός ότι η γυναίκα του βρίσκεται σε διαρκή δημιουργικό οίστρο και, επιπλέον, κρίνεται ως επιτυχημένη στο ίδιο πεδίο; Είναι το αρχικό αλλά βασικό ερώτημα απ’ το οποίο θα προκύψει ολόκληρη η σειρά από σκληρές αλήθειες για τις δυνατότητες συνύπαρξης ενός ζευγαριού, όταν συμβαίνει αμφότεροι να είναι άνθρωποι της γραφής. Η Ανατομία μιας πτώσης είναι πριν απ’ όλα η ανατομία, η μάχη μέχρις εξόντωσης, καλύτερα, μιας τέτοιου τύπου αδηφάγας, εγωτικής σχέσης.

Σ’ ένα ψυχολογικό πλέγμα αυτής της πυκνότητας, οι αντιφάσεις γίνονται το άθυρμα της στιγμής και του τυχαίου.

Αυτός την κατηγορεί ότι ο χρόνος τους είναι μονομερώς οργανωμένος υπέρ της, με αποτέλεσμα η ίδια να δημιουργεί αδιαλείπτως, ενώ αυτός το περισσότερο που καταφέρνει είναι να μετρά καχεκτικές σελίδες στο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του. Του αντιτείνει ότι όποιος έχει να γράψει κάτι, το επιτυγχάνει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Του προτείνει να ξαναρχίσει το μυθιστόρημά του. Της λέει ότι τελείωσε μ’ αυτό απ’ τη στιγμή που του «λεηλάτησε», αν και με τη δική του συναίνεση, τη βασική του ιδέα. Αργότερα θα επικαλεστεί η ίδια, προς υπεράσπισή της, ότι πήρε 27 σελίδες όλες κι όλες και τις μετέτρεψε σε ολόκληρο βιβλίο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί και ν’ ακούγεται λογικό στην αίθουσα ενός δικαστηρίου, όλοι όμως αντιλαμβανόμαστε την ουσιαστική σαθρότητα του επιχειρήματος.

Η Τριέ έχει την ευφυΐα να κρατά ίσες αποστάσεις απ’ όλες τις αιτιάσεις των ηρώων της, όχι για να παραμείνει ουδέτερη ή για να μην προδώσει την ίντριγκα του σεναρίου, αλλά μάλλον για να μας δείξει ότι κάθε σημείο αυτής της κόλασης είναι απολύτως πραγματικό. Αυτός κατηγορεί τη γυναίκα του ότι στα πάντα, ακόμα και στο σεξ, έχει επιβάλει τους δικούς της όρους. Εκείνη του επισημαίνει ότι όλα αυτά είναι το άλλοθι της αποτυχίας του, ένα συστηματικό ροκάνισμα του χρόνου για τον πλέον «ασφαλή» τρόπο να καλύψει τον φόβο και την κενότητα της αδράνειάς του. Σε αυτόν τον ανελέητο πόλεμο τα λόγια είναι λόγχες και κάθε τρύπημα κοστίζει την αλήθεια του σε βάρος αίματος.

Ενόσω όμως η μητέρα δίνει τη μάχη για την απαλλαγή της από την κατηγορία της συζυγοκτονίας, το παιδί αναμετριέται ακούραστα με τη σύνθεση του Αλμπένιθ, χωρίς ωστόσο σημαντικά αποτελέσματα. Η εκτέλεση διαρκώς σταματά, η συνοχή διακόπτεται, ο ρυθμός πελαγοδρομεί. Μια μυστικιστική συνάφεια εγκαθιδρύεται και αναπτύσσεται μεταξύ της οικογενειακής τραγωδίας και της δυνατότητας επίλυσης των μουσικών προβλημάτων. Αν η Μουσική καταφέρει να επικρατήσει, τότε όλα τα προβλήματα θα έχουν λυθεί. Αυτό φαίνεται να έχει στη σκέψη του ο νεαρός γόνος, με το «Asturias» όμως τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Αντιλαμβάνεται ότι η λύση δεν βρίσκεται, προφανώς, στην εξωστρέφεια της δεξιοτεχνίας, αλλά στην εμβάθυνση και την εσωτερίκευση. Το κρίσιμο Σαββατοκύριακο πριν από την τελική κατάθεσή του στο δικαστήριο, δοκιμάζει ένα πρελούδιο του Σοπέν, που για πρώτη φορά είχε προσεγγίσει –όχι τυχαία, προφανώς– υπό τη σιωπηλή και ήπια καθοδήγηση της μητέρας του. Παίζει, μόνος του τώρα, με το ένα χέρι, τη μεστή, έστω και χωρίς το σπάνιο αρμονικό της οικοδόμημα, μελωδική γραμμή από το ίδιο πρελούδιο. Είναι το κρίσιμο Σαββατοκύριακο της μεγάλης μύησης. Μια σειρά εσωτερικών διεργασιών θα επισυμβούν μέσω της μουσικής εμπειρίας, εισάγοντάς τον σε κάτι που φαίνεται ότι προετοιμαζόταν για καιρό: Μαθαίνει την αντίσταση στον αγνωστικισμό των γεγονότων· πώς να βλέπεις με τη δόνηση της ψυχής σου αυτό που με τα μάτια δεν θα μπορούσες ποτέ να δεις· τη δυνατότητα ν’ αποφασίζεις γι’ αυτό που δεν ξέρεις, με μόνο εφόδιο το κοίταγμά σου απ’ το αέτωμα του σπιτιού στο σημείο της πτώσης, με όλα τα μυστικά θαμμένα κάτω απ’ το χιόνι. Και, αίφνης, συμβαίνει: ο κύβος ερρίφθη. Η Μουσική πλημμυρίζει με υπερβατική ένταση το σπίτι. Την επομένη, στη δίκη, προκειμένου να υποστηρίξει τη μητέρα του, υπερασπίζεται στην πραγματικότητα το δικαίωμά του στις (αναπόδεικτες) ερμηνείες του ενορατικού του υποκειμενισμού. Αλλ’ αυτός ακριβώς ο βαθύς υποκειμενισμός του Λόγου του αποδεικνύεται ό,τι πιο πειστικό, χωρίς να επιτρέπει ιδιαίτερα περιθώρια αμφισβήτησής του.

Στην τελευταία σεκάνς της ταινίας, η ηρεμία και η αρμονία κάνουν, για πρώτη ίσως φορά, την εμφάνισή τους στο σπίτι. Ο γιος θα μείνει για λίγο στην αγκαλιά της μητέρας του, πριν πέσει για ύπνο. Ασφαλώς μετά την άνυδρη πεζοπορία στην έρημο της προσωπικής του αναζήτησης, θα τον ρουφήξει το βύθος, όπως το συνηθίζει με όσους είδαν από μακριά τα φώτα της σωτήριας πόλης και κατάφεραν από εκεί να φτάσουν μέχρι το κρεβάτι τους, ήσυχοι πια και δικαιωμένοι... Εκείνη ξαπλώνει στον καναπέ και, ευτυχισμένη σχεδόν, αποκοιμιέται αποκαμωμένη, με τον σκύλο δίπλα της. Μια νεαρή μητέρα, ο μικρός της γιος και το κατοικίδιό τους. Η εικόνα είναι παραπάνω από προφανής. Παραπέμπει σε μιαν ιδανική οιδιπόδεια οικογένεια. Θα μπορούσε να είναι η μόνη ένσταση, για μια ταινία η οποία ανέπτυσσε καθ’ όλη τη διάρκεια το θέμα της με περίσσεια τόλμης και ιδεών. Η επίκληση της σίγουρης, ετοιμοφόρετης επιλογής της «έξωθεν καλής θεωρίας» φαντάζει πολύ εύκολη λύση για τον σύνθετο χαρακτήρα μιας ταινίας σαν κι αυτήν. Θα αντιδράσουν κάποιοι: «Και ποιος ο ψόγος για τη χρήση της ψυχαναλυτικής θεωρίας;» Λοιπόν, όσοι το αντιλαμβάνονται, ας το αντιλαμβάνονται. Οι άλλοι, ας αναρωτιούνται...

«Ξέρω ότι δεν υπάρχει, αλλά αυτό θέλω».

Θα επιμείνω, εντούτοις, και θα αναιρέσω πλήρως αυτό που μόλις είπα, ως δείγμα του πώς οι πρώτου βαθμού αναγνώσεις των εικόνων οδηγούν, με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια, σε λανθασμένα –μέχρι και εντελώς αντίστροφα– συμπεράσματα. Ας πούμε ότι έπαιξα λίγο το αίνιγμα «τι θα ήταν αν δεν ήταν»... Διατυπώνω τώρα την άποψη ότι αυτό που «σώζει το εύρημα» είναι ακριβώς ότι η λύση γι’ αυτή τη σεκάνς προέρχεται από το παιδί. Και για να το πούμε πλέον απερίφραστα: τον εκκολαπτόμενο καλλιτέχνη. Καθώς παρακολουθούσαμε τα συμβάντα της δικαστικής έντασης, περνούσε απαρατήρητη, κάτω απ’ τις κεραίες μας, η διαδραμάτιση μιας παράπλευρης, ακόμα πιο σκοτεινής εξιστόρησης. Η καλλιτεχνική προσπάθεια –αλλά και η ασύνειδη μάχη– του γιου να πάρει πίσω αυτό που πάντα ήξερε ότι του ανήκει: τη γνώριμη γι’ αυτόν μήτ(έ)ρα. Η στάση του στη δίκη, άλλωστε, με τι άλλο ισοδυναμεί παρά με συμβολική πράξη δολοφονίας του πατέρα (που για την περίπτωση σημαίνει: κήρυξη τέλους του πένθους);

Έχουμε δει από προγενέστερο χρόνο ότι ο μικρός καλλιτέχνης έχει ήδη προλάβει, παρά τη νεαρή ηλικία του, να ριζώσει μέσα του τον πόθο του ανέφικτου. Καθώς συζητά με τη μητέρα του για τα γλυκά που του αρέσουν, καταλήγει να περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο. Σπεύδει όμως να συμπληρώσει, με την ιδιοσυγκρασιακή αυθαιρεσία που συχνά χαρακτηρίζει τις καλλιτεχνικές φύσεις: «Ξέρω ότι δεν υπάρχει, αλλά αυτό θέλω».

Είναι σημαντικό ότι το μόνο σταθερό του σημείο, απ’ την αρχή της ταινίας, είναι το πένθος του για την απώλεια του πατέρα. Και αυτή η κινηματογραφική, από τα κάτω, παράπλευρη αφήγηση είναι η επίπονη καταγραφή των συνεπειών της· οι διαφορετικές δυνατότητες που ανοίγει το πραγματικό κενό της απουσίας του. Το κενό αυτό, όπως και τη σκηνή (με τη θεατρική ή την ιστορική έννοια του όρου, από δω και πέρα) του οιδιπόδειου τέλους, τα γέμισε η μουσική του μύηση και η νικηφόρα δοκιμασία της κατάθεσής του στη δίκη. Και τα δύο αποτελούν προσωπική καλλιτεχνική του σύλληψη, φέρουν και τα δύο τη δική του υπογραφή. Απ’ αυτά συντίθεται το καλλιτεχνικό του πρωτόλειο: «Opus 1».

Η σκηνή του Οιδίποδα που περιγράψαμε πριν καθίσταται εδώ ταυτόσημη με τη σκηνή της Δημιουργίας. Για τον ήδη τραυματισμένο (τυφλωμένο, συμβολικά ευνουχισμένο δηλαδή, από πατρική αμέλεια), ακόμα σε αναζήτηση ταυτότητας καλλιτέχνη, η συνακόλουθη απώλεια προδιέγραψε αμετάκλητα τις τελικές του επιλογές. Με διαφορετικούς όρους, η πτώση του πατέρα συμπαρέσυρε και ανέδειξε τους αναγκαίους, διαμορφωτικούς παράγοντες της γέννησης του καλλιτέχνη και της κυοφορίας του έργου τέχνης. Και αυτό που συνειδητοποιούμε ότι παρακολουθούσαμε, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ήταν το πέρασμα καλλιτέχνη και έργου απ’ όλα τα απαραίτητα στάδια για την ανέλιξη και την ωρίμανσή τους. Τραύμα – Απώλεια – Οδύνη – Αγωνία – Σύλληψη – Μετουσίωση.

Τι μας λέει λοιπόν η καταληκτική, όχι και τόσο «προφανής», τελικά, σεκάνς; Οιδιπόδειο είναι αυτό που είχα κάποτε – και δεν θα το έχω ξανά ποτέ. Αλλ’ αυτή η καταδίκη του οριστικού είναι ίσως και ο μόνος λόγος για να εξακολουθώ να το επιθυμώ.

Έτσι, η θεωρία ενσωματώνεται σε μιαν εντελώς άλλη αφήγηση. Μετατρέπεται σε λυδία λίθο της Τέχνης και παράλληλα γίνεται μέρος τής –αρκετά παραπλήσιας– ιστορίας των ουτοπιών και του ανέφικτου. Παρόμοιος ψυχισμός, απολύτως παρεμφερές αίτημα, με του καλλιτέχνη, για την ικανοποίηση του ανεκπλήρωτου. Αυτή όμως είναι απλώς η κοινή βάση των δύο, η προϊστορία τους, πριν απ’ το (ενδεχόμενο) τρίπτυχο: θέαση – θέση – θέληση. Οιδιπόδεια σκηνή, σύμφωνα με την Ανατομία μιας πτώσης, είναι η ενοποιητική σκηνή της ουτοπίας με την Τέχνη. Η εξατομικευμένη καλλιτεχνική ιστορία ξεκινά από την παρέκκλιση της θέ(α)σης των πραγμάτων. Τέχνη είναι η μετατροπή της παρέκκλισης σε ισχυρή και απαρέγκλιτη θέληση, καθώς διαμορφώνεται γύρω και μέσα από το έργο. Η τελική σκηνή του καλλιτέχνη Οιδίποδα σηματοδοτεί την επικράτηση αυτής ακριβώς της θέλησης· τη στιγμή της έσωθεν προβολής της. «Ξέρω ότι δεν υπάρχει, αλλά αυτό θέλω».

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την ταινία εδώ.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η «Κάρι» του Στίβεν Κινγκ σε μια μοναδική προβολή στον «Δαναό»

Οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος και ο κινηματογράφος «Δαναός» προσκαλούν το αναγνωστικό και κινηματογραφόφιλο κοινό σε μια ακόμη κινηματογραφική προβολή, μεταφορά ομότιτλου μυθιστορήματος του «Βασιλιά»,...

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η «Λάμψη» του Στίβεν Κινγκ σε μια μοναδική προβολή στον «Δαναό»

Οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος και ο κινηματογράφος «Δαναός» προσκαλούν και πάλι το αναγνωστικό και κινηματογραφόφιλο κοινό σε μια μοναδική προβολή. Σε σκηνοθεσία του θρυλικού Στάνλεϊ Κιούμπρικ, η Λάμψη...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.