fbpx
Μάριος Μιχαηλίδης: συνέντευξη στην Ανθούλα Δανιήλ

Μάριος Μιχαηλίδης: συνέντευξη στην Ανθούλα Δανιήλ

Ο Μάριος Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην Κύπρο και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και απέκτησε το πτυχίο ΜA, Ed. από το Πανεπιστήμιο Αrkansas (ΗΠΑ). Τρία έργα του, η ποιητική συλλογή Σαν άλλοθι οι λέξεις (Μεταίχμιο, 2003), το μυθιστόρημα Ο Οστεοφύλαξ (Μεταίχμιο, 2007) και το αφήγημα Ο ανακριτής (Γαβριηλίδης, 2012), τιμήθηκαν με Κρατικό Βραβείο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Το έργο του Ανατολικά της Αττάλειας, βόρεια της Λευκωσίας (Momentum, 2014) μεταφράστηκε στα τουρκικά και στα γερμανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.

Έχω διαβάσει τα βιβλία σας και εκείνο που κάθε φορά με έκπληξη διαπιστώνω είναι η γλώσσα. Θα τη χαρακτήριζα πολυφωνική, δανειζόμενη την ιδέα από τον Τοντόροφ που λέει ότι ένα έργο είναι πολυφωνικό, όταν πίσω από αυτά που λέει αναγνωρίζουμε πολλά άλλα, φωνές άλλων αφομοιωμένες μέσα του. Στη δική σας γλώσσα, στο δικό σας ύφος αναγνωρίζω σχεδόν το ύφος όλου του κόσμου. Θα ήθελα το σχόλιό σας.

Κατ’ αρχάς, σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε να συνομιλήσω μαζί σας. Ομολογώ ότι μου είναι δύσκολο να μιλώ για μένα, και ιδίως γι’ αυτά που γράφω. Κι αυτό δεν είναι προσχηματικό. Είμαι βέβαιος ότι με κατανοείτε. Η γλώσσα είναι η μεγάλη έγνοια, όχι μόνο δική μου, αλλά και όλων όσοι γράφουμε και θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τη σοβαρότητα και την ευθύνη που συνοδεύουν αυτό το εγχείρημα. Πιστεύω ότι η γραφή είναι μια ατέλειωτη πάλη που μ’ αυτήν ο συγγραφέας επιδιώκει να δαμάσει τη γλώσσα. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να πει ότι το έχει κατορθώσει. Γιατί η γλώσσα η ελληνική μάς υπερβαίνει, εννοώ το πεπερασμένο, το πρόσκαιρο που μας χαρακτηρίζει. Λόγια ειπωμένα θα σκεφτείτε, αλλά πώς αλλιώς να ομολογήσει κανείς την αδυναμία και τη μικρότητά του μπροστά στη μεγαλοσύνη της ελληνικής λαλιάς. Το σολωμικό «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», και στα νεότερα χρόνια, το «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» του Ελύτη, θα ακολουθούν κι εμάς και τους επόμενους, ως εντολή μαζί και όρκος. Οι διαπιστώσεις σας για τη γλωσσική πολυφωνία των βιβλίων μου και η αναφορά σας στον Τοντόροφ με κολακεύουν. Στη συγγραφική μου πορεία, η γλώσσα και το ύφος υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πρωταρχικό μέλημά μου. Πάντοτε προσπαθώ να μπω στον ρόλο του καθενός από τα πρόσωπα των έργων μου, να προσαρμόσω το λεξιλόγιο και το ήθος του λόγου τους στην ιδιότητα του καθενός. Ίσως ακουστεί περίεργο. Την ώρα της κυοφορίας, την ώρα της γραφής «βλέπω» και «ακούω» αυτά τα πρόσωπα. Άλλες φορές, πάλι, μέσα από έναν ελάσσονα χώρο, όπως είναι ένα οστεοφυλάκιο ή μια μικρή και ανώνυμη πόλη, στήνω μια υπόθεση και με τη συνέργεια της γλώσσας προσπαθώ να φανερώσω μείζονες καταστάσεις και προβλήματα της χώρας μας και του καιρού μας. Η μεταφορά και η αλληγορία με θέλγουν ιδιαίτερα.

Έρχομαι στο πρόσφατο έργο σας, την Έρρικα. Στο πρώτο διήγημα, με τον τίτλο «Η συνάντηση με την Έρρικα», που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, θίγετε ένα πολύ σημαντικό θέμα, αυτό της αποδοχής ενός ατόμου «με νοητική αναπηρία», ενώ θα πρέπει να λέμε «άτομο προικισμένο με εξαιρετικές ικανότητες». Από την άλλη, να παραδεχτούμε ότι άνθρωποι αποκλίνοντες από αυτό που αποκαλούμε «κανονικότητα» είναι πολλές φορές κάτι σαν τους αρχαίους μάντεις, προφήτες. Ότι έχουν μια ικανότητα να συλλαμβάνουν ήχους και να βλέπουν οράματα;

Η Έρρικα είναι ένα πρόσωπο υπαρκτό, ένα πλάσμα υπέροχο, που διαθέτει εκπληκτική συναισθηματική νοημοσύνη. Μόνον όταν στέκεσαι απέναντι από μια τέτοια ύπαρξη μπορείς να καταλάβεις πόσο προικισμένη είναι και πόσο διαφορετική από αυτό που λέμε «κανονικοί άνθρωποι». Η πονηριά και τα παρεπόμενά της είναι άγνωστα σε τέτοια άτομα. Η αγνότητα που διαθέτουν υπερβαίνει τα μέτρα με τα οποία αξιολογούμε τους «κανονικούς». Αυτά τα άτομα διαθέτουν πολύ ευαίσθητες, σπάνιες θα έλεγα, κεραίες καλοσύνης και ανθρωπιάς. Η αισθαντική τους δύναμη είναι ασύλληπτη. Από αυτή την άποψη θα συμφωνούσα με την αρχική σκέψη σας. Μόνο αυτό θα σας πω: Η Έρρικα έσωσε μια γυναίκα από βέβαιο πνιγμό στον Πρωταρά της Κύπρου. Λες και πρώτα σ’ αυτήν έφτασαν οι σπαρακτικές κραυγές της που καλούσαν σε βοήθεια, χωρίς δεύτερη σκέψη και σαν από μια παρόρμηση του ενστίκτου έπεσε στη θάλασσα πρώτη αυτή, και, ω του θαύματος, την έσωσε. Αυτό το άτομο, η πάσχουσα από διανοητική αναπηρία Έρρικα, όπως συμβαίνει και σε άλλες ομόλογες καταστάσεις, είναι προικισμένη με δώρα θεϊκά.

Στο διήγημα «Τα Κάλαντα», η γιαγιά από τη Μικρά Ασία είναι και αυτή με τον τρόπο της το ανάλογο παρεκκλίνοντος ανθρώπου, με άλλους όρους; Διαβάζοντας το διήγημα, μου ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι του Σεφέρη: «Μιλούσες για πράγματα που δεν έβλεπαν/ κι αυτοί γελούσαν» (Τρία Κρυφά Ποιήματα, «Θερινό Ηλιοστάσι», Θ’).

Η Μικρασιάτισσα γιαγιά Μαρία, η μάνα της δικής μου μητέρας, είναι ένα πρόσωπο που σημάδεψε την παιδική μου ηλικία. Οι αφηγήσεις της για τη ζωή στην Αλάγια (απέναντι από την Αττάλεια) λίγο πριν από τον διωγμό του ’22, μου έδιναν την εντύπωση ότι κινούνταν ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Όλα είχαν κάτι από τη μαγεία της πίστης, του ονείρου και της ζωής. Μιλούσε για τον Αϊ-Γιώργη που περιφερόταν με το άλογό του στην πόλη και προστάτευε του χριστιανούς. Ακόμη, έβλεπε κι άκουγε σημάδια του χαμού. Τη θυμάμαι να μου λέει: «Δεν μ’ άκουγε κανείς» κι ευθύς σαν να έμπαινε σε έναν άλλο κόσμο, έφερνε στη σκέψη της τον άντρα της τον Ιορδάνη, που τον έσφαξαν οι Τούρκοι, κι άρχιζε να μοιρολογά με έναν βαθύ μικρασιάτικο καημό. «Η γιαγιά όλα τα άκουγε. Τα ρητά και τα άρρητα», λέει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στο διήγημα «Τα Κάλαντα». Όχι μόνο στη Μικρά Ασία αλλά και στην Κύπρο, όπου έφτασε η γιαγιά με τα τρία παιδιά της. Όλα αυτά αποτέλεσαν τον πυρήνα της μυθοπλασίας στο έργο μου Ανατολικά της Αττάλειας, βόρεια της Λευκωσίας. Θυμάμαι πόσο εύκολα ταύτιζε η γιαγιά Μαρία την τραγική εμπειρία της Μικρασίας με αυτά που συνέβαιναν στην Κύπρο το 1963-4, που όπως αποδείχτηκαν ήταν ο προπομπός για την εισβολή των Τούρκων το 1974. Και τότε έβλεπε σημάδια του κακού. Στα δύο αυτά διηγήματα, τα κεντρικά πρόσωπα, η Έρρικα από τη μια και η γιαγιά Μαρία από την άλλη, δεν έχουν τις ιδιότητες των «κανονικών» ανθρώπων. Κινούνται και δρουν «παρά πάσαν προσδοκίαν». Άλλωστε, η κατανόηση της συμπεριφοράς και της δράσης των προσώπων συχνά υπερβαίνει, αν δεν παραμερίζει, τη λογική. Η εμμονή στον ορθολογισμό, τουλάχιστον στη λογοτεχνία, διαμορφώνει χαρακτήρες από τους οποίους λείπει το συναίσθημα και η ανθρωπιά. Και χωρίς αυτά τα συστατικά, η λογοτεχνία προδίδει τον εαυτό της.

Το διήγημα που φέρει τον τίτλο «Το Ανάθεμα» συνοδεύεται από την –εντός παρενθέσεως– διευκρινιστική φράση «Ένα απολησμονημένο επίμετρον», καθώς και από την αφιέρωση Προς τον Νίκο Κουνενή, τους ευγενείς αναγνώστας του Οστεοφύλακος και προς πάντα ηδονικώς σκεπτόμενον. Θα ήθελα να διευκρινίσετε αυτά τα δύο.

Το «Ανάθεμα» άρχισα να το γράφω μετά το μυθιστόρημα Ο οστεοφύλαξ (Μεταίχμιο, 2007). Η υποδοχή του βιβλίου αυτού με τις πολλές ιδιομορφίες ήταν τέτοια που εξέπληξε, θετικά εννοείται, και εμένα τον ίδιο. Η μυθοπλασία, η γλώσσα, τα πρόσωπα… γενικά, το όλον κρίθηκε πολύ θετικά. Άρχισα, λοιπόν, να γράφω ένα νέο μυθιστόρημα στα μέτρα και τα σταθμά του Οστεοφύλακος. Όμως, γρήγορα σταμάτησα, γιατί υπήρχε ορατός ο κίνδυνος να επαναλάβω τον εαυτό μου και να αυτοπαγιδευτώ σε μια μανιέρα. Οπότε το μετέτρεψα σε Επίμετρον, λογαριάζοντας ότι είναι κατάλληλο για να συνοδεύσει το σώμα του μυθιστορήματος, πράγμα όμως που δεν έγινε. Έτσι, έφτασε η στιγμή που το «Ανάθεμα» αυτονομήθηκε και έπειτα από 11 χρόνια, δηλαδή το 2018, εντάχθηκε στα διηγήματα του πρόσφατου βιβλίου μου. Τώρα, για την αφιέρωση. Την ίδια εποχή με τον Οστεοφύλακα, εκδίδεται το μυθιστόρημα του Νίκου Κουνενή Ω, του Θαύματος! (Μεταίχμιο, 2006). Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η σύλληψη του θέματος με κέντρο έναν όσιο Πρόκλο (!), ο οποίος έπασχε –κατά τη μυθοπλασία– από πριαπισμό! Κάποια στιγμή, αστειευόμενος, είπα στον Νίκο ότι με αυτά που γράφουμε, κινδυνεύουμε να μας αφορίσουν. Έτσι, γεννήθηκε το «Ανάθεμα», ένα διήγημα που θίγει το ζήτημα των τάσεων εκκοσμίκευσης της εκκλησίας και των κακώς κειμένων σε αυτήν. Οι αρχιερείς, λοιπόν, πολλά χρόνια μετά τον αφορισμό του Ανδρέα Λασκαράτου, του Εμμανουήλ Ροΐδη και του Νίκου Καζαντζάκη, συγκαλούνται εκτάκτως προκειμένου να αναθεματίσουν τα δύο «κατάπτυστα κείμενα», μαζί και τους συγγραφείς των.

Στο κείμενο διαβάζω: «Ο αρχιποιμήν γνώριζε πολύ καλά ότι το όλο θέμα δεν ήταν σημαντικό. Προείχε το ύφος! Μια πράξη αναθέματος έπρεπε να περιβληθεί με ανάλογο ένδυμα»…

Εδώ επιβεβαιώνεται εκείνο που θίξαμε προηγουμένως σχετικά με τη γλώσσα. Η κατά περίσταση αναγκαία προσαρμογή του λεκτικού και του υφολογικού της γλώσσας προσδίδει στο έργο ιδιαιτερότητες που καθιστούν την ανάγνωση μια ωφέλιμη και, εν προκειμένω, χαρίεσσα άσκηση και εμπειρία.

Η εμμονή στον ορθολογισμό, τουλάχιστον στη λογοτεχνία, διαμορφώνει χαρακτήρες από τους οποίους λείπει το συναίσθημα και η ανθρωπιά. Και χωρίς αυτά τα συστατικά, η λογοτεχνία προδίδει τον εαυτό της.

Η άρνηση της απόδοσης των Ευαγγελίων στην τρέχουσα γλώσσα – Ευαγγελικά (έχουμε και τα Ορεστειακά) είναι συντηρητισμός, φόβος απομάκρυνσης του ποιμνίου, όπου μια ακατανόητη γλώσσα λειτουργεί κάπως μαγικά, τελετουργικά;

Πιστεύω ότι θα ήταν παράτολμη η ενέργεια να αποδοθούν στην τρέχουσα γλώσσα το τελετουργικό της Εκκλησίας και τα Ευαγγέλια. Εκείνο που έγινε με τους καθολικούς όλοι το κατανοούμε. Ποιος μιλά σήμερα λατινικά. Θα μου πείτε, κανείς δεν μιλά τη γλώσσα του Ευαγγελίου. Όμως το ζήτημα είναι διαφορετικό. Η γλώσσα αυτή δεν παύει να είναι ελληνική. Πρόκειται για μια γλώσσα που τη νιώθει ο πιστός, παρότι δεν μπορεί να την αναλύσει διεξοδικά, όπως ένας φιλόλογος. Στην εκκλησία, άλλωστε, οι ιερείς δεν παραλείπουν να σχολιάσουν το Ευαγγέλιο στη γλώσσα που μιλάμε. Πιστεύω ότι αν μεταφραζόταν το τελετουργικό και τα ιερά κείμενα, η γλώσσα θα έπαυε να ασκεί αυτή τη μαγεία στους πιστούς, που εξακολουθητικώς το πράττει εδώ και αιώνες.

Μένω στο θέμα της γλώσσας που βυθίζεται στην κλασική παιδεία και αναδύεται στη σύγχρονη, αλλά στην ανάδυσή της προσκτάται στοιχεία από όλη την παράδοση. Σωστά;

Αφήνομαι στο «γλωσσικό παιγνίδι» και αντλώ από τις χρυσοφόρες πηγές που εκρέουν ακόμη υπέροχα ψήγματα του καθ’ ημάς λόγου. Συντάσσομαι και υπ-ακούω (σε) ό,τι πολύτιμο διάσωσαν οι αιώνες από τη γραπτή και την προφορική μας παράδοση.

«Στις τρεις τα ξημερώματα» χωρίς ονόματα, όλα στο σκοτάδι, ποιοι, γιατί, για ποιον απροσδιόριστο σκοπό; «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε», λέει ο Σεφέρης. Από την άλλη σκέφτομαι εκείνο το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και ακόμα την αλυσίδα των ανθρώπων που κάνουν το χρέος τους, εφ’ ω ετάχθησαν, χωρίς να ξέρουν από ποιον και για ποιον αγωνίζονται. Από το διήγημα εισπράττω –σωστά;– ότι αν κάτι απομένει είναι η ομορφιά. Η ομορφιά, ο έρωτας και η ποίηση, η μόνη σωτηρία από τα απόβλητα του αιώνα και της Ιστορίας.

Ήδη έχετε απαντήσει στο ερώτημα. Στο διήγημα αυτό, το κεντρικό πρόσωπο μονολογεί και αποκαλύπτει. Πρωτίστως, ενεργεί σύμφωνα με τον κανονισμό. Οι ασαφείς «επάνω» γνωρίζουν καλύτερα. Όμως, εκείνους κανείς δεν τους ξέρει, με συνέπεια ο κανονισμός να αποκτά τερατώδεις διαστάσεις στη συνείδησή του. Όμως, έρχεται η στιγμή που η ατμόσφαιρα αρχίζει να γίνεται βαριά και αποπνικτική. Χαρακτηριστική είναι η αλληγορία με την εικόνα του μέθυσου, ο οποίος αθέλητα σκορπά τα ούρα του στο πρόσωπο του φορέα των υψηλής μυστικότητας –και συνάμα ασάφειας– εντολών, που είναι κρυμμένος πίσω από τα σκουπίδια. Ο μηχανισμός ήδη αρχίζει να υπονομεύεται και να καταρρέει, την ίδια στιγμή που αναδύεται από τα έγκατα της ψυχής του νέου ανθρώπου ο έρωτας που ακούει στο όνομα Λουίζα. Τότε, αυτός ξεγυμνώνεται, απεκδύεται δηλαδή τον ρόλο που του φόρτωσαν και αρχίζει να τρέχει στους έρημους δρόμους της πόλης, φωνάζοντας ένα μόνο όνομα. Ταυτόχρονα, από μέσα του ξεπηδούν στίχοι: «…εσένα που σ’ έστησαν σκοπό να φυλάς/ σε ανεξιχνίαστη χώρα με αμφίβολα σύνορα…». Το είπατε πολύ εύστοχα: μόνον η ομορφιά θα μας σώσει. Μόνον ο έρωτας και η ποίηση, η μόνη σωτηρία από τα απόβλητα του αιώνα και της Ιστορίας.

 

Έρρικα
Δεκαοχτώ αφηγηματικές γραφές: Διηγήματα
Μάριος Μιχαηλίδης
Momentum
144 σελ.
ISBN 978-960-9796-97-2
Τιμή €10,60
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Αλέξανδρος Ψυχούλης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στον Βόλο το 1966. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Παναγιώτη Τέτση. Σήμερα είναι καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Στέλιος Παρασκευόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Στέλιος Παρασκευόπουλος είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και αργότερα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.