fbpx
«Μια για πάντα» του Andreas Pfluger

«Μια για πάντα» του Andreas Pfluger

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Andreas Pfluger Μια για πάντα, που θα κυκλοφορήσει στις 23 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

ΛΑ ΣΑΓΡΑΔΑ ΦΑΜΙΛΙΑ

Τίποτα δεν τη χαλαρώνει τόσο όσο ο καθαρισμός του όπλου της. Κάποιος άλλος στη θέση της θα είχε ελέγξει τη θαλάμη, για να σιγουρευτεί ότι είναι άδεια. Εκείνη όχι. Μπορεί να υπολογίσει το βάρος του γεμιστήρα που κρατά στο χέρι της με προσέγγιση γραμμαρίου. Ξέρει ότι στην κάννη του Μπράουνινγκ Χάι-Πάουερ δεν υπάρχει φυσίγγι, όπως ξέρει ότι τα μάτια της είναι πράσινα. Και ενίοτε μαύρα.

Σε τέσσερα δευτερόλεπτα έχει απασφαλίσει τον πίρο, έχει ελευθερώσει το κλείστρο, το έχει βγάλει κι έχει τραβήξει με σίγουρες κινήσεις το επανατατικό ελατήριο και την κάννη. Βέλγικη αξιοπιστία. Πόσο συχνά είχε αισθανθεί την ανάγκη να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της. Την πρώτη φορά που σκότωσε ήταν είκοσι δύο, όταν ένας έμπορος ναρκωτικών επιχείρησε να τη δολοφονήσει, αλλά δεν υπολόγισε ότι αυτό είναι ένα παιχνίδι για δύο παίκτες. Έναν χρόνο αργότερα, σε μια παράδοση λύτρων, είχε προετοιμαστεί για τη στιγμή που θα άνοιγε η τσάντα με τα αποκόμματα των εφημερίδων, όμως δεν είχε λογαριάσει το κοντόκαννο ρεβόλβερ που είχε ο απαγωγέας του μικρού αγοριού σε θήκη στη γάμπα. Τους επόμενους μήνες κοιμόταν με αναμμένο το φως. Ακολούθησαν κι άλλοι. Θα θυμάται καθέναν από αυτούς για όλη της τη ζωή. Στη Μόσχα τη βρήκε ο εκτελεστής που θα της μετέφερε τους χαιρετισμούς του Ίλια Ιβάνοβιτς Νικούλιν. Έπαιξε μαζί της τη γάτα και το ποντίκι στο υπόγειο γκαράζ του ξενοδοχείου Αράλσκ, έως ότου έγινε εκείνη η γάτα και αυτός το ποντίκι και άκουσε τον επιθανάτιο ρόγχο του. Η σφαίρα που έφαγε εκείνος στο στομάχι δεν την απασχόλησε. Όμως μέχρι σήμερα τη στοιχειώνει το βλέμμα της υπαλλήλου του ξενοδοχείου που δέχτηκε ένα εξοστρακισμένο βλήμα από το δικό της Μπράουνινγκ κατευθείαν στην καρδιά• βλέπει τα μάτια της νεαρής γυναίκας, που της κρατούσε το χέρι για το λίγο που έζησε ακόμη. Πάνω από τον νιπτήρα, στο πολυτελές μπάνιο, λαδώνει προσεκτικά την κάννη και το κλείστρο και θυμάται τη μοναδική φορά που δεν είχε καθαρίσει το όπλο της. Νάπολη. Το σοκάκι κοντά στη βασιλική της Σάντα Κιάρα. Εκεί την περίμενε ο κάπο της φαμίλιας Ματσαρέλα, με τον οποίο είχε διαπραγματευτεί την εικονική αγορά δέκα εκατομμυρίων πλαστών ευρώ. Όταν άκουσε τη λέξη «πουτάνα» και κατάλαβε ότι είχε αποκαλυφθεί, δεν είχε σημασία πόσο γρήγορα αντέδρασε. Πάτησε τη σκανδάλη, όμως το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε. Την προηγούμενη μέρα είχε χρειαστεί να πετάξει με τον Νίκο για λίγες ώρες στο Βερολίνο. Ο υφυπουργός Εσωτερικών είχε ζητήσει να ενημερωθεί προσωπικά για την εξέλιξη της υπόθεσης• ένα παχύδερμο, που δεν μπορούσε να καταλάβει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην υποσημείωση ενός υπομνήματος και σε ένα Μάγκνουμ 357. Αφού ξέσπασε στο σκοπευτήριο –τριακόσια πενήντα φυσίγγια–, έφυγε βιαστικά για το αεροδρόμιο, πίσω στη Νάπολη και στη συνάντηση με τον κάπο, όπου το Μπράουνινγκ εξαιτίας των στερεοποιημένων υπολειμμάτων διοξειδίου του άνθρακα και πυρίτιδας έπαθε εμπλοκή. Αυτό της έγινε μάθημα μια για πάντα. Η κάννη του Λούγκερ του ακουμπούσε στη ρίζα της μύτης της. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν φοβόταν. Σκεφτόταν μόνο ότι το κενό στα δόντια του κάπο θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε στη ζωή της. Ωστόσο την επόμενη στιγμή εκείνος σωριάστηκε στα πόδια της δίχως να βγάλει άχνα. Ο Νίκο. Μια βολή στο κεφάλι από απόσταση εκατό μέτρων με Κολτ. Δεν σου τα μαθαίνει κανείς αυτά τα πράγματα. Τρίβει όλα τα εξαρτήματα του όπλου με μια οδοντόβουρτσα, προσέχει να μην προκαλέσει γρατζουνιές, δείχνει ευχαριστημένη καθώς το λάδι παίρνει ένα βαθύ μαύρο χρώμα• έτσι είναι το σωστό. Σπρώχνει την οδοντόβουρτσα στην κάννη και καθαρίζει το εσωτερικό της. Αντιλαμβάνεται πόση ευχαρίστηση της προκαλεί η αφή του ατσαλιού, που είναι άφθαρτο και ταυτόχρονα απαλό και θερμό. Έτσι νιώθει από τότε που την πήρε, δωδεκάχρονο κορίτσι, ο πατέρας της για πρώτη φορά μαζί του στο παλιό νταμάρι. Της έμαθε για τα όπλα όλα όσα ένας αστυνομικός μπορεί να διδάξει στην κόρη του. Το πρώτο δικό της όπλο το απέκτησε την ημέρα που έγινε δεκαοχτώ. Ήταν ένα μεταχειρισμένο αλλά σε καλή κατάσταση Στάρφαϊρ των εννέα χιλιοστών, που ζύγιζε μόνο τετρακόσια γραμμάρια και ταίριαζε όμορφα στην παλάμη της. Το αγαπούσε αυτό το πιστόλι, ήταν η «κουκλίτσα» της. Τώρα τρίβει το ατσάλι και το οσμίζεται. Απολαμβάνει τη μυρωδιά του καρυδιού. Γλυκιά. Καθαρή. Τέσσερα δευτερόλεπτα για να συναρμολογήσει ξανά το Μπράου-νινγκ. Το χορταστικό κροτάλισμα των εξαρτημάτων όταν κουμπώνουν είναι ο καλύτερος βήτα αναστολέας. Όμως όχι σήμερα.

* * *

Η Τζένι Άαρον πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο της σουίτας. Ο Νίκο Κβιστ είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και διαβάζει τον φάκελο τρίτη φορά. Η Άαρον δεν χρειάστηκε να το κάνει. Η μνήμη της είναι λογισμικό υψηλών επιδόσεων• της πήρε μόλις πέντε λεπτά για να αποθηκεύσει τα πάντα:
Τον Φεβρουάριο του 1912 ο Μαρκ Σαγκάλ ζωγράφισε στο Παρίσι τον πίνακα «Οι χορευτές του ονείρου»• δύο ερωτευμένοι, σφιχταγκαλιασμένοι πάνω σ’ ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στους πύργους της Παναγίας των Παρισίων, σε ύψος που προκαλεί ίλιγγο. Ο πίνακας άρεσε τόσο πολύ στον Σαγκάλ, που τον κράτησε ο ίδιος. Όταν, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, επέστρεψε στη Ρωσία, τον χάρισε στην Μπέλα, μούσα του και μετέπειτα σύζυγό του. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 τον πήραν μαζί τους στο Βερολίνο, όπου κρεμόταν στο υπνοδωμάτιό τους και σαγήνευε την Μπέλα. Ωστόσο, όταν ο Σαγκάλ τής εξομολογήθηκε μια απιστία του, εκείνη πούλησε τον πίνακα σ’ έναν εβραίο γκαλερίστα, για να τιμωρήσει τον άντρα της. Τέσσερα χρόνια μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί, όσα έργα του Σαγκάλ περιήλθαν στην κατοχή τους δημεύτηκαν και εκτέθηκαν, μαζί με άλλα, για δημόσιο χλευασμό στο Μουσείο Τέχνης του Μονάχου, ως «εκφυλισμένη τέχνη». Τελικά, τα εκθέματα πουλήθηκαν στη Λουκέρνη σε εξευτελιστικές τιμές. Στο μεταξύ όμως, ο νυχτοφύλακας του μουσείου, έρημος και μόνος μετά τον πρόωρο θάνατο της συζύγου του, είχε ερωτευτεί τους «Χορευτές του ονείρου» και στεκόταν μπροστά από τον πίνακα με τις ώρες. Δεν ήταν θαρραλέος άνθρωπος. Ωστόσο η σκέψη ότι δεν θα μπορούσε να ξαναδεί τον πίνακα του ήταν τόσο ανυπόφορη, που, πριν γίνει η μεταφορά, τον εξαφάνισε και ύστερα κατάφερε να προσποιηθεί τον ανήξερο με επιτυχία. Μέχρι το τέλος του πολέμου τον είχε κρυμμένο στη σοφίτα του. Ύστερα τον κρέμασε στο καθιστικό του, απέναντι από ένα κακόγουστο, ογκώδες σκρίνιο. Όταν πέθανε, πλήρης ημερών, τα παιδιά του έδωσαν τον πίνακα για εκτίμηση. Φυσικά και δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους «Χορευτές του ονείρου». Ο πίνακας περιήλθε στην κατοχή της εύπορης εγγονής του γκαλερίστα που τον είχε αγοράσει από την Μπέλα Σαγκάλ. Εκείνη ήξερε τι σήμαινε αυτός ο πίνακας για τον παππού της και θέλησε να τιμήσει τη μνήμη του• για αυτό τον λόγο τον παραχώρησε στην Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου, υπό μορφή δανεισμού αορίστου χρόνου. Από εκεί εκλάπη. Τον απέσπασαν από το κάδρο μέρα μεσημέρι. Ψύχραιμα, με ακρίβεια και δίχως ν’ αφήσουν πίσω τους ίχνη. Δύο χρόνια τίποτα. Στις αρχές του Νοέμβρη ένας πληροφοριοδότης ενημέρωσε τον Νίκο: Ένας άντρας που ονομαζόταν Έγκερ είχε τον πίνακα. Ο Νίκο χρειάστηκε τρεις βδομάδες ώσπου να βρει την άκρη στην Μπριζ. Το παραμύθι του: χρηματοοικονομικά, λάτρης της τέχνης. Ο Έγκερ ήθελε τρία εκατομμύρια λίρες στερλίνες. Στη Βαρκελώνη. Γι’ αυτό βρίσκονται εδώ. Δύο μυστικοί πράκτορες ως διαμεσολαβητές με μια τσάντα γεμάτη χρήμα. Το παραμύθι της Άαρον: η ειδικός που θα πιστοποιήσει τη γνησιότητα του πίνακα. Ο Νίκο σηκώνεται από το κρεβάτι. Αγκαλιάζει την Άαρον και της χαϊδεύει τρυφερά το μάγουλο. Ο Νίκο μυρίζει όμορφα. Είναι ζευγάρι εδώ κι έναν χρόνο. Στην υπηρεσία δεν πρέπει να μάθει κανείς τίποτα, γιατί θα τους απαγορεύσουν να δουλεύουν μαζί. Ξέρουν καλά να κρατάνε μυστικά. Όμως δεν περνούν πολύ χρόνο μαζί. Ο Νίκο είχε αναλάβει αυτό τον χρόνο τρεις αποστολές που τον κράτησαν μακριά απ’ το Βερολίνο. Και η Άαρον δύο. Βαρσοβία, Ελσίνκι. Στη διάρκεια των δεκατετραήμερων διακοπών τους στο Μαρακές δεν βγήκαν σχεδόν καθόλου έξω από το μικρό ξενοδοχείο στην Τζεμάα ελ Φνα. Ήταν χορευτές του ονείρου στην κάψα της ημέρας και στο κρύο της νύχτας. Παγωμένος φυσούσε ο αέρας από την οροσειρά του Άτλαντα. Όμως –όπως και για το φαγητό και το ποτό– εκείνοι δεν έδιναν δεκάρα. Η Βαρκελώνη είναι, μετά τη Νάπολη, η δεύτερη αποστολή που αναλαμβάνουν μαζί. Όμως προηγουμένως, στη Νάπολη, πολιορκούσε ο ένας τον άλλο, όπως δυο γάτες το ίδιο πιάτο γάλα. Τώρα εκείνη ξέρει: Είναι διαφορετική αίσθηση να κοιμάσαι με τον άντρα που αγαπάς στις διακοπές και πριν από μια επιχείρηση. Γιατί είναι τόσο τσιτωμένη; Δεν το καταλαβαίνει. Η Βαρκελώνη είναι ρουτίνα, έχει φέρει σε πέρας πολύ δυσκολότερες αποστολές. Κι όμως δεν έκλεισε μάτι το προηγούμενο βράδυ, ένιωθε μια τρεμούλα, την ώρα που ο Νίκο δίπλα της κοιμόταν σαν μικρό παιδί. Τυλιγμένη από τη σιωπή αναζητούσε τον αριθμό πίσω από την τρεμούλα. Είχε αντιστοιχήσει τα συναισθήματά της με αριθμούς, από το ένα μέχρι το δέκα. Το ένα είναι για την ευχαρίστηση• το δύο σημαίνει ευγνωμοσύνη• το τέσσερα είναι η απόλυτη αυτοκυριαρχία• το πέντε η περιφρόνηση• το έξι η συμπόνια• το εφτά η ανυπομονησία• το οχτώ είναι η περηφάνια• το εννιά σημαίνει να είσαι σχεδόν ευτυχισμένος. Το δέκα είναι η αδρεναλίνη. Τον αριθμό τρία προσπαθεί να μην τον σκέφτεται. Κοντεύει η ώρα. Βάζει το Μπράουνινγκ δίπλα στο Κολτ του Νίκο, στο χρηματοκιβώτιο του δωματίου. Δεν μπορούν να οπλοφορούν εκεί που πηγαίνουν.

* * *

Η πόρτα του ανελκυστήρα κλείνει. Τρεις όροφοι κάτω. Η Άαρον ρίχνει το βάρος της από τη μια πλευρά στην άλλη και πάλι πίσω, τεντώνει τον αυχένα της, μαζεύει τις ωμοπλάτες, τις περιστρέφει, στρίβει τους βραχίονες, ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών της, χαλαρώνει, για να αποβάλει τη σωματική ένταση.
Δίχως να το συνειδητοποιεί, αγγίζει την ουλή στην αριστερή της κλείδα. Δεν είναι η μοναδική. Όμως είναι ιδιαίτερη. «Ξέρω ένα φοβερό εστιατόριο στο πάρκο Γκουέλ. Τι θα έλεγες να μείνουμε μια μέρα ακόμα και να το γλεντήσουμε αύριο;» λέει ο Νίκο. «Μια άλλη φορά». Για τίποτα στον κόσμο δεν θα παρέτεινε τη διαμονή της εδώ. Στο λόμπι ένα μικρό αγόρι κάθεται δίπλα στη μητέρα του. Έχει ένα αρχέγονο πρόσωπο, μάτια πέτρινα, που μέσα τους στεγνώνει θαλασσινό αλάτι. Διαβάζει κόμικς. Ατρόμητος, ο τυφλός εκδικητής. Η Άαρον νιώθει τα μάτια του αγοριού στην πλάτη της. Κοιτάζει πίσω. Η μητέρα του έχει σηκωθεί και τον τραβάει προς τον ανελκυστήρα, εκείνος ωστόσο μένει ακίνητος, κοιτάζει επίμονα την Άαρον.
Ο συνάδελφος από τις ειδικές μονάδες της Μόσος ντ’ Εσκουάδρα, ο οποίος έχει αναλάβει τον ρόλο του οδηγού, κρατά ανοιχτή την πόρτα της Ντάιμλερ. Ο Ζόρντι. Οι άλλοι δύο, ο Ρούμπεν και ο Ζόσουε, παριστάνουν τους σωματοφύλακες και ακολουθούν με μια άλλη λιμουζίνα.
Αυτοί οι λεβέντες είναι η ασφάλειά τους. Ο Ζόρντι οδηγεί γρήγορα. Ογκώδεις ορθογώνιοι δοκοί από οπλισμένο σκυρόδεμα, αισθητική της δεκαετίας του ’70. Στην Άαρον αρέσει οτιδήποτε έχει γεωμετρικό σχήμα. Η Βαρκελώνη ανασαίνει το τελευταίο φως. Ο ουρανός πυροβατεί πάνω σε φλογισμένα σύννεφα. Χτύπησε κόκκινο. Η αδρεναλίνη εκρήγνυται μέσα στις κοιλίες της καρδιάς της. Διακρίνει τέσσερα είδη. Η αδρεναλίνη ακριβώς πριν από την επαφή: Με περιμένει μια χειραψία ή μια σφαίρα; Η αδρεναλίνη του θανάσιμου κινδύνου. Η αδρεναλίνη του τραυματισμού. Η αδρεναλίνη όταν σκέφτεσαι την περίπτωση του λάθους. Πρέπει πάντα να υπολογίζεις την περίπτωση του λάθους. «Κοίτα» λέει ο Νίκο. Η Άαρον ξέρει ότι στα δεξιά της θα δει τη Σαγράδα Φαμίλια, τον ναό της παράνοιας του Γκαουντί, τον θρίαμβο της πίστης, το ερείπιο του καθολικισμού, το μνημείο της μεγαλειώδους νίκης και της κτηνώδους αποτυχίας, συναρπαστική, υπέροχη και ταυτόχρονα αποπροσανατολιστική απουσία κάθε έννοιας της τάξης, υπερβολή που προκαλεί τρόμο. Στρέφει το κεφάλι και κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Ωστόσο εκεί έξω δεν υπάρχει τίποτα. Απολύτως τίποτα. Μια μαύρη τρύπα έχει καταπιεί τον καθεδρικό ναό, ένα βάραθρο που μέσα του κατακρημνίζεται το φως, το οποίο διαστέλλεται όπως το σύμπαν και ρουφάει τον Ζόρντι, τον Νίκο και την Άαρον, σαν να ήταν αστεροειδείς στα όρια ενός γαλαξία. Πανικόβλητη θέλει να αγγίξει τον Νίκο, όμως το χέρι της έχει αποκοπεί από το σώμα της και δεν την υπακούει. Η Άαρον κλείνει τα μάτια και τα ανοίγει πάλι. Είναι σταματημένοι στη διασταύρωση με την Καρέρ δε Μαγιόρκα. Φανάρια αναβοσβήνουν. Ταξιτζήδες γελάνε στην πιάτσα. Φίλοι συναντιούνται έξω από έναν κινηματογράφο. Ένας σκύλος τραβάει το λουρί του. Ένα παιδί κλαίει. Η Άαρον ψιθυρίζει: «Πες μου έναν αριθμό ανάμεσα στο ένα και το δέκα». Το βλέμμα του Νίκο είναι ξαφνιασμένο, κοροϊδευτικό. «Σε παρακαλώ». «Τρία».

* * *

Είναι οι τρεις τους και περιμένουν μπροστά από την αποθήκη στο λιμάνι. Μαύρο Άουντι. Η Άαρον βλέπει αμέσως ότι είναι τροποποιημένο.
Ο Έγκερ είναι ψηλόλιγνος• ευλύγιστος παρά τα σαράντα πέντε του χρόνια, όπως εκτιμά η Άαρον. Παπούτσια Budapester. Το κοστούμι είναι καλοραμμένο, ο κόμπος της γραβάτας άψογος. Ένα άνθος λευκής καμέλιας στο πέτο. Το χέρι, το οποίο τείνει, έχει περιποιημένα νύχια και είναι ψυχρό και λείο. Έχει την αταραξία ενός άντρα που διαβάζει Ντοστογιέφσκι στο πρωτότυπο. Όμως οι γυμνασμένοι μύες του λαιμού του είναι τσιτωμένοι σαν ατσάλινα συρματόσχοινα ακόμα κι όταν, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι του, λέει με απαλή, μελωδική φωνή στην Άαρον: «Εσείς θα μπορούσατε ακόμα και να με αφήσετε να σας περιμένω για δύο λεπτά». Είναι υπεροπτικός. Ίσως επειδή σπάνια συναντά ανθρώπους που μπορούν να συγκριθούν μαζί του στην ευφυΐα. Η Άαρον δεν έχει καμιά αμφιβολία ότι ξέρει πόσο πολύτιμος είναι ο πίνακας. Δεν γνωρίζει μόνο την εμπορική του αξία. Όχι! Την πραγματική του αξία, την αλήθεια, το όραμα και την ένταση που ώθησαν τον Σαγκάλ να ζωγραφίσει τους «Χορευτές του ονείρου» σε μία μόνο μέρα, τη δύναμη που είχε νιώσει και η ίδια η Άαρον όταν είχε δει ένα αντίγραφο του πίνακα. Πόσο όμορφο πρέπει να είναι το πρωτότυπο! Ξαφνικά αναρωτιέται γιατί δεν τον κρατάει ο Έγκερ και θέλει να τον ξεφορτωθεί. Εκείνος δεν μπαίνει καν στον κόπο να συστήσει τη γυναίκα και τον κατά δέκα περίπου χρόνια νεότερό του άντρα, που τον συνο-δεύουν. Η γυναίκα είναι γοητευτική και έχει αυτοπεποίθηση. Φανερώνει μια αξιοσημείωτη αίσθηση ισορροπίας όταν κάνει τον γύρο του Άουντι πάνω στις δωδεκάποντες γόβες στιλέτο. Αν κρατούσε στο χέρι της ένα ξέχειλο ποτήρι νερό, δεν θα είχε χύσει σταγόνα. Τα μάτια του νεότερου άντρα είναι σαν μαύρες κουμπότρυπες, επίπεδα και άψυχα. Αν δεν κρεμόταν η γόπα νωχελικά στην άκρη του στόματός του, θα νόμιζες ότι δεν είχε χείλια. Η μύτη είχε σπάσει και την είχαν φέρει τσαπατσούλικα στη θέση της. Στην ανάστροφη της παλάμης του φουντώνει ένα κόκκινο σημάδι, εκ γενετής. Όμως η ομοιότητα με τον Έγκερ είναι εμφανής. Αδέλφια. Παράξενο. Και οι δύο φοράνε θήκες. Στον Έγκερ, με το σταυρωτό σακάκι από τη Σάβιλ Ρόου, είναι ιδιαιτέρως εμφανές. Η Άαρον στοιχηματίζει ότι όλη κι όλη η μαγκιά του Κουμπότρυπα είναι ένα Γκλοκ 33. Ο Έγκερ δεν το έχει ανάγκη. Δεν είναι από τους τύπους που καυχιούνται για τα όπλα τους. Εξάλλου έχει στιλ• ένα όπλο με λαβή από πλαστικό δεν θα του ταίριαζε. Τον κόβει πιο πολύ για Ρέμινγκτον 1911 ή για Μπερέτα. Οι θήκες είναι άδειες. Κι αυτό το βλέπει η Άαρον με την πρώτη. Ένα μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. «Πού είναι ο πίνακας;» ρωτάει ο Νίκο. «Πού είναι τα λεφτά;» Ο Νίκο γνέφει στον Ζόρντι, ο οποίος ανοίγει τη μεγάλη τσάντα στη θέση του συνοδηγού της Ντάιμλερ. Στο Βερολίνο είχαν σκεφτεί την περίπτωση να χρησιμοποιήσουν πλαστά. Όμως η σύλληψη δεν θα γινόταν πριν πάρουν τον πίνακα στα χέρια τους. Επειδή είχαν υπολογίσει την περίπτωση να μη συμβεί στο σημείο «ανταλλαγής», αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν καθαρά, μεταχειρισμένα χαρτονομίσματα. Το βλέμμα του Έγκερ γλιστράει τόσο φευγαλέα πάνω στην τσάντα, που αγγίζει τα όρια του σαρκασμού. Ανασηκώνει το ζυγωματικό του ένα χιλιοστό• ένα είδος χαμόγελου. «Μόνο εσείς, οι γυναίκες κι εγώ. Οι άντρες σας θα μείνουν εδώ με αυτόν». Τον αδελφό. «Μπορείτε να τον θεωρήσετε ως ενέχυρο». Ο Νίκο το σκέφτεται για λίγο. «Σύμφωνοι». Ακολουθούν τον Έγκερ και τη γυναίκα στην αποθήκη. Και η Άαρον ξέρει ότι έκαναν το πρώτο λάθος. Ήθελε να πάει οπλισμένη –μια θήκη στη γάμπα κάτω απ’ το φαρδύ της παντελόνι–, ωστόσο την απόφαση την πήρε ο Νίκο, που είχε ήδη γνωρίσει τον Έγκερ. «Δεν εμπιστεύεται κανέναν, ακόμα και μια όμορφη όπως εσύ. Θα μας ψάξει και τους δυο». Δεν το έκανε. Γιατί; Η Άαρον κοιτάζει πάνω απ’ τον ώμο της. Οι Καταλανοί γνέφουν καταφατικά, όταν ο Κουμπότρυπας τους προσφέρει το πακέτο με τα τσιγάρα. Καλοί λεβέντες, το είχε διαπιστώσει κάποια στιγμή στο σκοπευτήριο. Ύστερα ήταν όλοι καλεσμένοι στου Ζόσουε για δείπνο. Παιδιά χοροπηδούσαν πάνω στα έπιπλα, γέλια, παέγια, σναπς απ’ την Ανδόρα που τους έφερνε δάκρυα στα μάτια. Αργότερα βγήκε στο μπαλκόνι για να καπνίσει. Τα δέντρα είχαν ανοίξει κουβεντούλα με τον άνεμο. Πίσω απ’ το φύλλωμά τους έλαμπαν τα παράθυρα σαν φωτισμένη σκηνή κουκλοθέατρου. Τι είχε κανονίσει για τις 3 Δεκεμβρίου; Μουσική από πάρτι, όμως αυτό τώρα ήταν πολύ μακριά. Ήρθε ο Ζόρντι και της έκανε τράκα. Κάπνισαν όπως καπνίζουν δυο άνθρωποι που ξέρουν ότι πίσω από κάθε παράθυρο δεν υπάρχουν μόνο καλά παιδιά. Ο Ζόρντι είπε: «Είμαι πολλά χρόνια στον δρόμο. Κοιμάμαι άσχημα πια. Τον Ιανουάριο παίρνω γραφείο». Η πόρτα της αποθήκης κλείνει βαριά πίσω απ’ την Άαρον. Αποθήκη για καφέ. Οι μυρωδιές είναι τόσο έντονες, που για μια στιγμή τής κόβεται η ανάσα. Πικραλίδα, καραμελωμένη ζάχαρη, υγρός καπνός πίπας, φρεσκοκομμένο ξύλο. Πάνω σ’ ένα τσουβάλι μια κυλινδρική θήκη. Ο πίνακας. «Επιτρέπεται;» ρωτάει η Άαρον. Η γυναίκα τής δίνει τον κύλινδρο. Έχει ιδιαίτερα οξυμμένη αίσθηση ακοής. Κάποτε στο σκοπευτήριο είχαν πέσει από τη φυσιγγιοθήκη του Πάβλικ μερικά φυσίγγια. Η Άαρον ήξερε χωρίς να κοιτάξει: πέντε. Όταν ακούει τώρα απέξω μια τριπλή, πνιχτή εκπυρσοκρότηση, ξέρει ότι ο πίνακας δεν είναι στον κύλινδρο. Ότι ο Ζόρντι δεν θα αναλάβει ποτέ υπηρεσία γραφείου. Ως διά μαγείας, στο χέρι του άντρα που τον ήξεραν ως Έγκερ εμφανίζεται ένα Ρέμινγκτον. Η Άαρον πηδάει πάνω από τα σακιά, νιώθει τις σφαίρες να σφυρίζουν πολύ κοντά της, κυλάει στο έδαφος, σηκώνεται όρθια, βλέπει τον Νίκο να καταρρέει, τρέχει με ζικ ζακ προς την πίσω αίθουσα, όταν μια καυτή λαβίδα τής γραπώνει το μπράτσο και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο, παρά μόνο: Νίκο! Νίκο! Νίκο! Δύο πόρτες. Ρουλέτα. Τα ποντάρει όλα στο κόκκινο, ανοίγει τη δεξιά και βρίσκεται σ’ έναν θεοσκότεινο διάδρομο. Προχω-ράει σκουντουφλώντας, ώσπου πέφτει πάνω σ’ έναν τοίχο. Λάθος πόρτα, αδιέξοδο. Χώνεται σε μια κόγχη. Κάτι καυτό κυλάει στο μπράτσο της. Δεν νιώθει πόνο. Κάποιος ανάβει το φως. Η καρδιά της, σαν φρενιασμένη μηχανή, πλημμυρίζει το κυκλοφορικό της σύστημα με φόβο. Χοροπηδητά βήματα. Η γυναίκα έχει βγάλει τα ψηλοτάκουνα και περπατάει ξυπόλητη. Ακόμα πέντε μέτρα. Η Άαρον βλέπει τον διακόπτη απέναντι, στον τοίχο. Πολύ μακριά. Παίζει τις σκέψεις της κορόνα γράμματα, αναζητάει την εναλλακτική λύση. Καμιά. Ακόμα τέσσερα. Τρία. Η Άαρον τινάζεται από την κόγχη. Η γυναίκα πυροβολεί. Δεξί μπράτσο, ξώφαλτσα. Η γροθιά της Άαρον πέφτει πάνω στον διακόπτη. Σκοτάδι. Πέφτει κάτω. Δύο πυροβολισμοί στο κενό. Τα πόδια της ψαλίδι, πεδικλώνουν τον αστράγαλο της γυναίκας και τη ρίχνουν κάτω. Ο δείκτης και ο μέσος τεντωμένοι χτυπούν τη γυναίκα στο ηλιακό πλέγμα, αγωνίζεται να πάρει ανάσα. Η Άαρον αντιλαμβάνεται ότι η γυναίκα λυγίζει το οπλισμένο της χέρι. Αρπάζει το κεφάλι της, το στρίβει με όλη της τη δύναμη και ακούει τον αυχένα να σπάζει. Παίρνει το πιστόλι, ψηλαφητά διαπιστώνει ότι είναι ένα Βάλτερ, ελευθερώνει τον γεμιστήρα. Άδειος. Η αντλία της καρδιάς της στέλνει απελπισία στις φλέβες. Μπορεί να υπάρχει μία σφαίρα στη θαλάμη. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Η Άαρον τρέμει σύγκορμη, δεν έχει αίσθηση του βάρους. Δεν τολμάει να τραβήξει το κλείστρο για να ελέγξει, πολλή φασαρία. Ο σφυγμός της είναι πολύ γρήγορος. Πρέπει να ρίξει τους παλμούς στους εξήντα, το πολύ εβδομήντα, και είναι διακόσιοι. Σ’ αυτή την κατάσταση δεν μπορεί καν να τραβήξει τη σκανδάλη. Η Άαρον πιέζει τον εαυτό της ν’ ανασάνει αργά, από το διάφραγμα, αυξάνει τη χωρητικότητα των πνευμόνων της, διοχε-τεύει στους μυς καθαρό οξυγόνο και δίνει στον εαυτό της τριάντα δευτερόλεπτα για να ρίξει τους παλμούς. Είναι αρκετός ο χρόνος; Μένει ακίνητη στο σκοτάδι. Παίρνει μια τελευταία βαθιά ανάσα, εκπνέει. Στα μισά κρατάει τον αέρα. Με το δεξί της χέρι πασπατεύει τον διακόπτη. Τώρα. Η Άαρον ανάβει το φως. Ο Κουμπότρυπας. Στα πενήντα μέτρα. Το δάχτυλό της πιέζει τη σκανδάλη. Δεν θυμάται να έχει ακούσει στη ζωή της καλύτερο ήχο από αυτό τον πυροβολισμό. Βρίσκει τον Κουμπότρυπα στον λαιμό. Εκείνος παίρνει μισή στροφή και σωριάζεται. Εξήντα γρήγορα βήματα. Ο Κουμπότρυπας ατενίζει το ταβάνι. Η αρτηρία δεν έχει τραυματιστεί, αλλά εκείνος δεν είναι σε θέση να κινηθεί. Σε κατάσταση σοκ. Από το Γκλοκ 33 με σιγαστήρα λείπουν τρία φυσίγγια. Ο Ζόρντι, ο Ρούμπεν και ο Ζόσουε. Άλμα στη μεγάλη αίθουσα, ακίνητη, σκοπεύει με τα δύο χέρια, μειώνει την επιφάνεια του σώματός της. Άφαντος ο Έγκερ. Νίκο! Νίκο! Νίκο! Πεσμένος σε εμβρυϊκή στάση, δίπλα στην άδεια κυλινδρική θήκη. Το πουκάμισο είναι βουτηγμένο στο αίμα. Κόκκινος αφρός βγαίνει από το στόμα του. Η φωνή του είναι τόσο σιγανή όσο και η ανάσα του στον ύπνο. «Φύγε». Προσπαθεί να τον σηκώσει, ενενήντα κιλά μύες, δεν τα καταφέρνει. Προσπαθεί ξανά. Προσπαθεί και προσπαθεί. Πού είναι ο Έγκερ; Ο Νίκο αρπάζει το χέρι της. Την τραβάει κοντά του, το αυτί της στο στόμα του. Καταλαβαίνει τα λόγια, όμως δεν βγάζει νόημα. «Πρέπει» ψιθυρίζει εκείνος με κόπο. Ο Έγκερ εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά. Η Άαρον βουτάει κάτω. Πυροβολούν ταυτόχρονα. Πέντε βολές που ακούγονται σαν μία μοναδική. Εκείνος εξαφανίζεται. Δεν ξέρει αν τον πέτυχε. Όχι. Η Άαρον τον ακούει να βάζει έναν καινούργιο γεμιστήρα. Το βλέμμα του Νίκο. Μια αιωνιότητα. Αρχίζει να τρέχει. Το Ρέμινγκτον κροταλίζει. Η Άαρον στερεώ-νει το Γκλοκ ανάμεσα στα δόντια της και εκσφενδονίζεται προς τα έξω μ’ ένα διπλό φλικ φλακ. Έχει χτυπηθεί, πάλι στο δεξί μπράτσο, χάνει την ισορροπία της και πέφτει με την πλάτη, πυροβολεί δύο φορές, πάνω απ’ το κεφάλι της, προς τη μεριά της πόρτας, καλύπτεται. Βλέπει τα τρία πτώματα. Η Άαρον θέλει να τιναχτεί πάνω, όμως το σώμα της δεν υπακούει πια. Εύχεται να μπει σε λειτουργία ο βοηθητικός μηχανισμός και να απελευθερώσει αυτό το απόθεμα του πέντε τοις εκατό που διαθέτει ακόμη ένας άνθρωπος, όταν πια σκεφτεί: Τέλειωσα. Λυγίζει ένα μικρό δάχτυλο. Τα καταφέρνει. Δύο δάχτυλα. Τα καταφέρνει. Κουνήσου! Σέρνεται προς την Ντάιμλερ. Ρίχνεται πίσω απ’ το τιμόνι. Το κλειδί είναι στη θέση του. Το βαρύ όχημα παίρνει μπρος μουγκρίζοντας. Ο Έγκερ βουτάει έξω απ’ την αποθήκη. Σφαίρες θρυμματίζουν το πλαϊνό τζάμι. Ένα βλήμα ανοίγει διάδρομο ακριβώς πίσω από τον σβέρκο της Άαρον. Το αμάξι κατευθύνεται προς τη λωρίδα κυκλοφορίας. Πεντακόσια μέτρα τέρμα το γκάζι. Η Άαρον μπαίνει σχεδόν πετώντας στον αυτοκινητόδρομο. Στ’ αριστερά της απότομα βράχια, στα δεξιά της τα φώτα του λιμανιού κινούνται με την ταχύτητα φωτονίων σε επιταχυντή σωματιδίων. Μόλις τώρα νιώθει τα τραύματά της. Το δεξί της μπράτσο είναι παγωμένο, το χέρι της μια πύρινη μπάλα. Αίμα κυλάει στην πλάτη της. Η Άαρον κοιτάζει τον καθρέφτη. Και βλέπει το Άουντι. Σανιδώνει το γκάζι και πιάνει τα διακόσια πενήντα. Παρ’ όλα αυτά ο Έγκερ κερδίζει έδαφος. Το αμάξι του είναι πεντακόσια κιλά ελαφρύτερο και έχει τη διπλάσια ιπποδύναμη. Μπροστά της βγαίνει ένα βαν που θέλει να προσπεράσει ένα φορτηγό. Εκείνη αφήνει την αριστερή λωρίδα και μπαίνει στη βοηθητική. Ο εξωτερικός της καθρέφτης ξύνει μια πινακίδα της τροχαίας, σπάζει και στροβιλίζεται στο σκοτάδι. Ο Έγκερ κολλάει στην πλάτη της. Βυθίζονται στο τούνελ της Πλάσα δε λες Δρασάνες. Διακόσια εξήντα. Απελπισμένη αναγκάζεται να παραδεχτεί: Πιο γρήγορα δεν πάει. Εκείνος φέρνει χαλαρά το Άουντι πλάι της. Κοιτάζονται. Μια στιγμή που διαρκεί όσο η αιωνιότητα. Μπροστά της διακρίνει μια σκιά, ένα αυτοκίνητο. Το βλέμμα της καρφωμένο στον δρόμο, δεν υπάρχει βοηθητική λωρίδα, δεν υπάρχει διαφυγή, ξέρει ότι της μένουν κλάσματα, καθώς σηκώνει το όπλο με το τραυματισμένο της χέρι. Το δάχτυλό της είναι στη σκανδάλη, ωστόσο ο Έγκερ είναι πιο γρήγορος. Κάτι εκρήγνυται στο κεφάλι της. Ένας κεραυνός σχίζει τον κόσμο της σαν να είναι από χαρτί. Η Άαρον αντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω της σε εξαιρετική επιβράδυνση, εκτυφλωτικά λευκά, όπως σε μια αλλόκοτα υπερφωτισμένη ταινία: τον ουρανό του αυτοκινήτου, ο οποίος περιστρέφεται, ώσπου βρίσκεται αποκάτω της, τα χαρτονομίσματα που ξεπετάγονται σαν μαραμένα φύλλα από τον χαρτοφύλακα, το πρόσωπό της στον εσωτερικό καθρέφτη, άμορφη φύση, χιονισμένη έρημος, το αιώνιο τίποτα. Ύστερα το ίδιο ακόμα μια φορά, σε επιτάχυνση ένα προς χίλια, ένας μοναδικός στρόβιλος, πόνος, κραυγή. Και πάλι ένας κεραυνός. Μέσα σ’ ένα νανοδευτερόλεπτο ο κόσμος εξαφανίζεται. Η Άαρον ακούει το μπετόν να καταβροχθίζει το ατσάλι και τελικά γαλήνη, γαλήνη, επικρατεί γαλήνη. Το τελευταίο που θυμάται είναι η μυρωδιά του καφέ, αηδιαστική σαν κρύα στάχτη.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.