fbpx
«Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα» της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού

«Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα» της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού

Προδημοσίευση από το βιβλίο της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, που θα κυκλοφορήσει στις 10 Ιουλίου από τις Εκδόσεις Βακχικόν.

 

Βιβή Κοψιδά-Βρεττού

Η Αλαφροΐσκιωτη Καρέκλα

Τι είναι οι αλαφροΐσκιωτοι; Και πολύ περισσότερο: τι είναι μια αλαφροΐσκιωτη καρέκλα; Και γιατί αλαφροΐσκιωτη; Ποιος δικαιούται μια θέση στην αλαφροΐσκιωτη καρέκλα; Πώς ήρθε, πότε εγκαταστάθηκε στη σκέψη μου και για πόσο; Τι ήθελε να μου πει;

Αλαφροΐσκιωτοι είναι όσοι μπορούν να δουν αόρατα πνεύματα, να επικοινωνήσουν με νεράιδες και φαντάσματα, με αγαπημένους νεκρούς. Αλαφροΐσκιωτοι είναι οι ονειροπόλοι, όσοι μαντεύουν κόσμους φανταστικούς και πάνω τους αποθέτουν τα όνειρά τους. Αλαφροΐσκιωτοι –με δόση ειρωνείας- είναι όλοι εκείνοι που «φεύγουν» από τους πολλούς, που συσσωρεύουν τον έσω κόσμο τους σε μια μόνωση περίσκεψης και διαρκούς απόδρασης. Είναι οι δημιουργοί, και πάνω από όλους τους δημιουργούς, ίσως, οι ποιητές. Γιατί; Γιατί αυτοί μιλούν με άλλα σχήματα, με αλληγορίες, με λέξεις κανονικές που κρύβουν όμως άλλα, κρυφά νοήματα, κι εσύ πρέπει να τα μαντέψεις, να ξεκλειδώσεις τα εννοούμενα. Γιατί αυτοί φορτώνονται καημούς και πάθια που δεν είναι πάντα δικά τους, αλλά απλώνουν τις κεραίες τους σε πόνους πολλών, και φτιάχνουν γέφυρες που ενώνουν τους ανθρώπους, σε τόπους, σε χρόνους.

…………………………………………………………………………………………..

Στο νησί είναι αλήθεια πως ζει -λίγο-πολύ- ο καθένας μας αυτό το ποιητικό βίωμα. Βγαίνει από τους κόρφους των αλμυρών νερών που μας περιβάλλουν, από την πρωινή αλισάχνη καθώς στην υγρασία και το θάμβος της αιωρούνται για δευτερόλεπτα νηρηίδες. Και προσδέχονται τους τριγμούς ζωής –μυστηριακούς στην ερημιά-της μέρας που ξημερώνει. Είμαστε λίγο-πολύ όλοι αλαφροΐσκιωτοι στο νησί, γιατί μας περιβάλλουν όχι μονάχα οι θάλασσες και τα λιμάνια, όπου πηγαινοέρχονται οι μύθοι των κουρσάρων και των ναυτικών, αλλά και οι βαθιές φωνές των ποιητών μας, καθώς αγναντεύουν μακριά στην ιστορία τη μοίρα του τόπου τους.

…………………………………………………………………………………………….

Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία γι’αυτό, δεν μας ξεγέλασαν ποτέ. Έτσι απλά μάθαμε να δεχόμαστε την ευλογία του ποιητή πρώτα κι ύστερα του άγουρου ή των ώριμων καρπών του. Δεν μπερδευτήκαμε ποτέ, σ’αυτό τουλάχιστον δεν υπήρξαμε αλαφροΐσκιωτοι. Χωρίς τον ίσκιο των ποιητών μας δεν θα είχαμε ποιήματα και αν δεν είχαμε ποιήματα δεν θα ήμαστε αλαφροΐσκιωτοι. Τους το χρωστάμε…

Αλλά, η καρέκλα; Αυτή η σουρεαλιστική, αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, που έχει βούληση, που έχει κρίση, που έχει συναίσθημα, που εντέλει έχει τον τελευταίο λόγο να επιλέγει τον άνθρωπό της; Έτσι, απρόσμενα, ίσως από μακριά, αθέατη ίσως και εν σιωπή κυοφορία, ήρθε και εγκαταστάθηκε στον χώρο μου. Το ένιωσα-μάλλον   το έζησα όπως ακριβώς θα το διαβάσετε στην αρχή της δεύτερης ενότητας αυτού του συνθέματος: Εσύ, το φεγγάρι και οι νύχτες. Το λέει, δεν το λέει ο ποιητής; Αρκεί να τον ρωτήσεις: Αλαφροΐσκιωτε, καλέ, για πες απόψε τι’δες. Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Κανένα θαύμα δεν είχε εκείνη-όπως και οι άλλες, οι προηγούμενες και οι επόμενες νύχτες μου. Ούτε θαύματα, ούτε μάγια. Κανονικές νύχτες ήταν, με φεγγάρι ή αφέγγαρες, με φώτα σβηστά, με ματόφυλλα κλειστά πόρτες και παράθυρα και άνθρωποι και ζωντανά…

Μια αστραπή ήταν όλο κι όλο. Κάτι σαν έλλαμψη σ’ένα κρανίο που φαινόταν πως δεν έχει άλλες αντοχές-τουλάχιστον για κείνη τη νύχτα…

Κι αίφνης εισβάλλουν οι αθέατοι συνεπίκουροι κόσμοι τους-μια κομπανία από το πουθενά, βιδωμένοι σε προσδιορισμένους ρόλους–εν απολύτω τάξει, δεν μπορώ να πω- και να στρογγυλοκάθονται πάνω σε κείνα τα ταλαίπωρα χαρτιά μου, με τις πολλαπλές γραφές, τις αμφιθυμίες, τα μουτζουρώματα, τους πόνους και τις χαρές τους, τον ιδρώτα και τους ακατάσχετους παλμούς τους. Κάθε λογής συνεπίκουροι του αγώνα μου ομότεχνοι, αναγνώστες υποτιθέμενοι και πραγματικοί, επαρκείς, νοούμενοι, πολυπράγμονες και ερμηνευτές, όλοι σ’αυτό το λίγο της αποκλειστικής περιουσίας μου-έτσι νόμιζα- κυκλώνουν την καρέκλα μου, εκείνη την κουρασμένη, την ηλεκτρισμένη καρέκλα, και ανταγωνίζονται μεταξύ τους σαν γύρω από θρονί. Δεν μπορεί, δεν είσαι αυτάρκης, μου λένε, και το επιβεβαιώνει όλο το consilium, από κριτικούς, διορθωτές, επιμελητές, συμβούλους κάθε λογής. Δεν μπορεί, υπάρχουν «κενά απροσδιοριστίας», επιμένουν… και διεισδύουν πολιτισμένα και αλώνουν τη μοναξιά μου. Κι εγώ αγωνίζομαι να τους πείσω, ότι είμαι αυτάρκης, ότι κάθε νύχτα μονάχος παραδέρνω με τους εφιάλτες μου, κανέναν δεν χρειάζομαι, κανείς δεν με ακούει, κανένας δεν χτυπάει την πόρτα μου... Αλλά και τίποτα δεν μου λείπει, τα εργαλεία μου, οι λέξεις μου, οι κόσμοι μου-τ’αμπέλια και τα χωράφια και τα σπίτια μου-αυτά είναι... Και τότε μου διαμηνύουν το τρανταχτό νέο-πως πέθανα λέει, αλλά δεν εννοώ να το καταλάβω…, πολύ περισσότερο να το παραδεχτώ!

Τα υπόλοιπα έγιναν…

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.