fbpx
Δύο αποσπάσματα από την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη

Δύο αποσπάσματα από την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη

εισαγωγή – μετάφραση: Ελένη Χωρεάνθη

Ο πόλεμος στην Τροία, ύστερα από δέκα χρόνια πολιορκίας, με την άλωση και την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης του Πριάμου, τελείωσε. Όσοι Έλληνες σώθηκαν από τον πόλεμο κι από τα μανιασμένα κύματα, γύρισαν στα σπίτια τους. Γύρισε κι ο Αγαμέμνονας στο σπίτι του, κουβαλώντας λάφυρα: την Κασσάνδρα, σκλάβες Τρωαδίτισσες και πλούτη από τους θησαυρούς της πάμπλουτης Τροίας. Αλλά όταν έφτασε στα παλάτια του, τον δολοφόνησε η Κλυταιμνήστρα, μαζί και την Κασσάνδρα, στο λουτρό με δόλο, έχοντας συνεργό της τον Αίγισθο, που τον είχε παντρευτεί, όταν πίστεψε πως δεν θα γύριζε ποτέ ο βασιλιάς Αγαμέμνονας. Ο Ορέστης, ο γιος του Αγαμέμνονα, ήταν εξαφανισμένος και την κόρη του, την Ηλέκτρα, την είχαν παντρέψει μ’ έναν φτωχό Μυκηναίο. Ο καλός εκείνος άνθρωπος τη σεβόταν, δεν την έπαιρνε μαζί του στα χωράφια και ποτέ δεν σκέφτηκε να την κάνει γυναίκα του. Η Ηλέκτρα τον εκτιμούσε για όλα αυτά και προσπαθούσε να τον ξεκουράζει κάνοντας όλες τις δουλειές του σπιτιού.

Έτσι, μια νύχτα, πριν ακόμα αποτραβηχτεί από τον κόσμο το μαύρο και πηχτό σκοτάδι που κάλυπτε όλη την πλάση και σκέψεις πικρές τριβέλιζαν το μυαλό της, ο ύπνος είχε πετάξει από τα κουρασμένα της βλέφαρα, σηκώθηκε από το στρώμα της αθόρυβα, άρπαξε μια στάμνα και βγήκε από το χαμόσπιτο να πάει να φέρει νερό από το ποτάμι. Κάθισε λίγο στο πέτρινο πεζούλι ώσπου να χαράξει και μοιρολογούσε, μιλώντας για τα βάσανά της στην κατασκότεινη ακόμα νύχτα.

Ο μικρός μονόλογος της Ηλέκτρας
1
[στ. 54-64]
Ω, μαύρη νύχτα και πικρή, των άστρων των χρυσών μητέρα, 54
στη σκοτεινιά σου βουτηγμένη εγώ με την υδρία στο κεφάλι
νερό πηγαίνω για να φέρω απ’ το ποτάμι,
όχι γιατί με κάνει τόσο η μεγάλη ανάγκη,
μα για να δείξουμε και στους θεούς ετούτη την ντροπή
όπου ο Αίγισθος μας έχει ρίξει.
Θ’ αφήσω να χυθούνε στον απέραντο αιθέρα
οι θρήνοι μου οι πικροί για τον πατέρα.
Η μάνα μου, η τρισκαταραμένη θυγατέρα του Τυνδάρεω,
με πέταξε απ’ τα μέγαρα για χάρη του συζύγου,
και άλλα παιδιά από τον Αίγισθο γεννώντας
μας θεωρεί εξώγαμα εμέ και τον Ορέστη 64

Ο θρήνος της Ηλέκτρας
2
[στ. 112-166]
Άιντε, 112
για τάχυνε το βήμα σου,
δεν έχουμε καιρό
κλάψε, κακόμοιρη, μα βιάσου,
αχ, η ταλαίπωρη εγώ!
Ήμουν του Αγαμέμνονα παιδί
η Κλυταιμήστρα μ’ έφερε στον κόσμο
η μισητή η θυγατέρα του Τυνδάρεω,
ο κόσμος με αποκαλεί
«η κακομοίρα Ηλέκτρα».

Αλίμονο!
Δεν έχουν τελειωμό τα βάσανα
και η μισητή ζωή μου.
Πατέρα μου, Αγαμέμνονα,
εσύ στον Άδη κείτεσαι
σφαγμένος από τη γυναίκα σου
κι από τον Αίγισθο.

Άιντε!
Σήκωσε πάλι αυτόν το θρήνο,
την πολυδάκρυτη χαρά να νιώσεις.
Άιντε,
για τάχυνε το βήμα σου,
δεν έχουμε καιρό,
κλάψε, μα βιάσου,
αχ, η ταλαίπωρη εγώ!

Κι εσύ, κακόμοιρε αδερφέ μου,
πού να βρίσκεσαι!
Σε ποια μεριά της γης να βασανίζεσαι
δουλεύοντας εξόριστος,
ταπεινωμένος!
Ποια πόλη
και ποια μέγαρα
να σε κρατούν στη δούλεψή τους
κι εμένα,
τη δυστυχισμένη αδερφή σου,
μ’ εγκατέλειψες μέσα σε τόσες συμφορές
στα μέγαρα τα πατρικά;

Αχ, και να ερχότανε,
κάνε το θαύμα σου,
Δία πατέρα,
και να με λύτρωνε απ’ τα βάσανα,
ο αδερφός μου,
να μου τον έφερνες στο Άργος απ’ τα ξένα
και βοηθός μου να γινότανε σ’ αυτά
που μελετώ,
με αίμα να εκδικηθώ
τον αποτρόπαιο φόνο του πατέρα.
Για δες, γλυκοχαράζει,
ένα γύρω στα βουνά
ακουμπά η μέρα το χαμόγελό της,
ας κατεβάσω την υδρία απ’ το κεφάλι,
και κραυγή λυπητερή να σύρω
σαν το πηχτό του όρθρου σκότος,
για να μ’ ακούσεις,
ω, πατέρα μου,
στον Άδη
να σου πω τα όσα βάσανα περνάω κάθε μέρα
και με τα νύχια μου
την ίδια μου τη σάρκα εγώ ξεσκίζω
και με τα χέρια μου
χτυπάω το κουρεμένο μου κεφάλι
κι οδύρομαι
και κλαίω τον άδικο χαμό σου.

Λοιπόν,
τι κάθεσαι, δυστυχισμένη!
Τα μάγουλά σου ξέσχισε!
Και σαν τον κύκνο τον πικρόλαλο,
που κλαίει
κρυμμένος πλάι στου ποταμού τα ρείθρα
τον πολυαγαπημένο του πατέρα,
που δολερά τον έπιασαν στα δίχτυα,
όμοια κι εγώ κλαίω και θρηνώ για σένα,
κακόμοιρε πατέρα μου,
που έλουσες στερνή φορά το σώμα σου
για του θανάτου το οικτρότατο κρεβάτι.
Αχ, δυστυχία μου,
συμφορά μου!
Ήταν πικρό
απάνω σου του τσεκουριού το χτύπημα,
πατέρα μου,
πικρή ήταν και η απόφαση
του γυρισμού σου από την Τροία.
Δεν σε υποδέχτηκε
με διαδήματα βασιλικά
και με στεφάνια η γυναίκα σου,
μα σε παρέδωσε
στα δίστομα σπαθιά του Αίγισθου
που σε θανάτωσε εξευτελιστικά
κι άντρα της έβαλε στην κλίνη σου
αυτόν τον άθλιο! 166

 

Γιώργος Δουατζής

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.