«Ο Μαγιακόφσκι το 1913» της Άννας Αχμάτοβα
απόδοση: Ελένη Κατσιώλη
Δεν σ’ ήξερα στη δόξα σου,
θυμάμαι μόνο τη θυελλώδη άνθησή σου,
αλλά, ίσως, σήμερα να έχω το δικαίωμα
εκείνες τις μακρινές ημέρες να θυμάμαι.
Πώς δυνάμωναν στους στίχους σου οι ήχοι,
και νέες φωνές αναφύονταν...
Δεν τεμπέλιαζαν τα νεαρά χέρια,
απειλές ύψωνες στις σκαλωσιές.
Όλα, όσα άγγιζες, φαίνονταν
να μην είναι ίδια, όπως ήταν μέχρι τότε,
αυτό, που κατέστρεφες, καταστρεφόταν,
σε κάθε λέξη ακουγόταν η ετυμηγορία.
Μοναχικός, συχνά ανικανοποίητος,
χωρίς υπομονή πίεζες τη μοίρα,
ήξερες, ότι σύντομα θα βγεις χαρούμενος κι ελεύθερος
στον μέγιστό σου αγώνα.
Κι όταν μας διάβαζες αμέσως αντηχούσε
της άμπωτης το βουερό κάλεσμα,
λοξοκοιτούσε με θυμό η βροχή,
με την πόλη σε βίαιη διαμάχη μπήκες.
Και το όνομά σου που ακόμα δεν ακούστηκε
μπήκε σαν αστραπή στην αποπνικτική σάλα,
για να ηχεί και σήμερα σαν σήμα μάχης,
σε όλη τη χώρα φυλαγμένο.
Μάρτιος 1940
Η Άννα Αχμάτοβα (1889 - 1966) είναι από τις κορυφαίες μορφές της «Αργυρής εποχής» της ρωσικής ποίησης. Το ποίημα «Ο Μαγιακόφσκι το 1913» γράφτηκε από τις 3 έως τις 10 Μαρτίου 1940. Στις αναμνήσεις του Ι. Σ. Εβέντοφ διαβάζουμε: «σε μία από τις τελευταίες συναντήσεις της επιτροπής “για την πραγματοποίηση της δεκαετίας από τον θάνατο του Μαγιακόφσκι” που έγινε στο Σμόλνι [...] πήρε τον λόγο ο Τίχονοφ. Ανακοίνωσε ότι η Άννα Αχμάτοβα έγραψε ένα ποίημα στη μνήμη του Μαγιακόφσκι και, κατά συνέπεια, θα ήθελε να την προσκαλέσει, και [ανέφερε]ότι επί πολλά χρόνια δεν είχε εμφανιστεί σε εγκαίνια αιθουσών...».