fbpx
«Πάντα το ίδιο αίνιγμα αντικρίζω» του Βασίλη Παπά
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας / Alexios Mainas

«Πάντα το ίδιο αίνιγμα αντικρίζω» του Βασίλη Παπά

ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

(στον Θόδωρο Α.)

Τα σύννεφα πετάνε χαμηλά στα Γιαννιτσά  
σε μια ξέγνοιαστη, αργή μυθοπλασία 
κι ένας τεράστιος θόλος, που ψάχνει κάπου ν’ ακουμπήσει 
ένα βαρύ καταπώς φαίνεται φορτίο. 
Στον κάμπο αφρισμένα τα βαμβάκια 
ξέχειλα καθώς κρέμονται από τον κάλυκά τους 
μοιάζουν με έκκριση κακιάς αρρώστιας 
που εξάντλησε και νέκρωσε το σώμα τους. 
Μια σειρά από κυπαρίσσια πριν ενωθούν με το σκοτάδι 
φαντάζουν υπολείμματα παλαιού μεγάλου τείχους 
κι ο απαλός στο έδαφος κυματισμός
–μ’ ένα φουγάρο, εις ανάμνηση, οβελίσκο
της πεθαμένης μυρωδιάς των κεραμοποιείων–  
διαχέει την υποψία, πως γιγαντιαίες τούμπες
κρύβουν ακόμα ασύλητο όλο το παρελθόν.
Ένα ανάγλυφο χωρίς εξάρσεις
ένας αδιάφορος και βαρετός βυθός
κι απ’ το Ανάκτορο ακόμα αν το δεις λίγο πιο πέρα
τίποτα δεν αλλάζει στο τοπίο.
Το έχω αγναντέψει με τα χρόνια
και πάντα το ίδιο αίνιγμα αντικρίζω.
Τον νεαρό ηγεμόνα με το άλογο να τρέχει
στους βάλτους ως τη θάλασσα
για λίγο έστω να ξεφύγει από τα γεγονότα
που περιμένουν, ήδη, στη σειρά να εισβάλλουν στη ζωή του
κι αναρωτιέμαι ποιο να ’τανε το νήμα
που άρχισε να υφαίνει στο μυαλό
και τι εικόνες έπλασε αρχικά για το ταξίδι
όταν φρενήρης κάλπαζε μες στην απέραντη πεδιάδα
κι ένιωθε μια να τον κυκλώνει
μ’ ένα ανεπαίσθητο πέπλο δροσιάς η ελευθερία
και ταυτοχρόνως να του σφίγγει το λαιμό
θανατηφόρα πλήξη.

 

O ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ    

(στον Άκη Γ.)     

Έσυρε το πινέλο της η νύχτα
κι εξαφανίστηκαν απέναντι τα σπίτια
μες στην πομπώδη ακινησία της, μόνο τ’ αστέρια ζωηρά
φωτίζανε τις ανθισμένες κερασιές
νύφες απόκοσμες να περιμένουν, μάταια, στο σκοτάδι. 
Γύρισε λίγο τρομαγμένος στο κρεβάτι του
και ξημερώματα νωρίς 
οι εκκωφαντικές στριγκλιές των γουρουνιών 
τράβηξαν βίαια το φελλό απ’ την μποτίλια του ύπνου 
λίγο πριν χαρακώσει η κάμα τον λαιμό 
και κοκκινίσει πάλι το ποτάμι. 
Το σπίτι ευρύχωρο και άδειο 
να τρίζουνε οι σκάλες τα πατώματα
και να βαθμολογούν κάθε στιγμή τα βήματά του
δύσκολο να το χειριστεί με το νωπό του ιδρυματικό μυαλό
τον άγριο βλαστό της επιτήρησης
αδυνατούσε ακόμα να τον ξεριζώσει.
Ένας μικρούλης μαθητής του γυμνασίου
μοναχικός ενοικιαστής
και το σχολείο μια ευθεία από κει
μόλις περνούσες το σφαγείο.
Τον νοικοκύρη του αντάμωνε, συνήθως, μεσημέρια
η αύρα του διείσδυε και από τις χαραμάδες  
το σινεμά στο ρημαγμένο τολ
οι αφηγήσεις του για την Αμερική
τους Ισπανούς αναρχικούς εργάτες
–που τον κατέστησαν εκτός από μηχανικό της προβολής 
«και τέλειο επίσης χειριστή μιας διεθνιστικής ιδεολογίας»*–
με τον καιρό τον γλείφανε σαν φλόγες
μια μαθητεία υπόγεια στην αρχή
που αναδύθηκε γοργά
κι άρχισε η αναρρίχηση στα βράχια της δημιουργίας. 
Κάποια στιγμή του μίλησε για την «Αγροτική ιδέα»
σαν έτοιμος από καιρό, προσχώρησε αμέσως
να δει βιαζότανε και τ’ αρχικά του Δ.Β., τυπωμένα.
Δεν άργησε η ολική καταστροφή.
Αποβληθείς απ’ όλα τα σχολεία.
Το τελευταίο βράδυ
έσυρε πάλι το πινέλο της η νύχτα
εξαφανίζοντας απέναντι τα σπίτια
συμμάζεψε τον μπόγο του
κλείδωσε τις τρελές του ιστορίες στο μυαλό
–«λούντι»** τις λέγαν στο χωριό του–   
για ν’ αποχαιρετίσει και την πόλη το πρωί   
ίσως με κάτι πιο προσωπικό
ενώ σαν ήλιος στον ορίζοντα που ανέβαινε σιγά-σιγά
κάπου αχνοφαινόταν μακριά το νέο του όνομα
Μενέλαος Λουντ…

[ *Οι στίχοι αυτοί προέρχονται από το ποίημα «Ο χειριστής της μηχανής», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου με τίτλο Chiaroscuro (Κίχλη, 2018). Αναφέρονται στον άνθρωπο που δημιούργησε τον πρώτο κινηματογράφο στην Έδεσσα αρχές της δεκαετίας του ’20, σημαίνον στέλεχος του Κ.Κ.Ε. και σπιτονοικοκύρη του νεαρού ενοικιαστή του ποιήματος.  
** «Lud» στα σλαβομακεδονικά σημαίνει τρελός. ]  

 

Η ΣΗΜΑΙΑ 

Για χρόνια ερμητικά κλειστό, κάποτε περιζήτητο το σπίτι
μόνιμη κατοικία νομαρχών, διοικητών, διευθυντών
δεν πρόλαβε με τ’ απλωμένα ασπρόρουχα
να εορταστεί, ξανά, η παρουσία νέων ανθρώπων
και ήδη στον ιστό που εγκαταστάθηκε αυτοστιγμεί
είχε προηγηθεί η έπαρση σημαίας.
Οι νέοι ενοικιαστές
πριν καν εμφανιστούν τα πρόσωπά τους
θέλαν με έπαρση ν’ ανακοινώσουνε στα βιαστικά
στοιχεία της ταυτότητάς τους
με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Και πράγματι, στους μήνες που ακολούθησαν
δεν δόθηκαν στη μνήμη μου σπουδαίες ευκαιρίες
να συγκρατήσω την εικόνα τους απ’ τα χαρακτηριστικά τους.
Μόνο η σημαία αντ’ αυτών κυμάτιζε περήφανη
και ο βοριάς αξιοποιούσε, θα ’λεγα
στον μέγιστο την εύκαμπτη θωριά της.
Απ’ το παράθυρό μου καθημερινά
αντιμετώπιζα τον οίστρο
μιας αεικίνητης, άπιαστης στην περιγραφή
και αινιγματικής, κάπως, αισιοδοξίας.  
Μια μέρα, ίσως να κοίταξα, για λίγο, πιο στοχαστικά
και διέκρινα σημάδια από μια άλλη πιο σκληρή πραγματικότητα.
Ο άνεμος που πάνω του επένδυε
δεν ήταν τόσο φίλος όσο εχθρός.
Κι αυτή η καθημερινή η μεταξύ τους σχέση
δεν ήτανε καθόλου ένα ευχάριστο παιγνίδι για τους δύο
μα ένας πόλεμος
που σίγουρα δεν θα ’βγαινε ποτέ νικήτρια η σημαία.
Σε μια πολιορκία διαρκή
κατάφερε στο τέλος να εκπορθήσει, να σκίσει, να τρυπήσει το πανί. 
Κι άρχισε το κουρέλιασμα
την έλιωνε μυστηριωδώς, της αποσπούσε ολόκληρα κομμάτια.
Δεν έμεινε στο τέλος τίποτα.
Μόνο ο ιστός αδιάφορος
όπως κι αυτοί που εγκατέλειψαν το σύμβολο απέναντι στη φύση
να ταπεινώνεται νυχθημερόν, να μάχεται
ν’ ανακαλεί, μάταια, βοήθεια
έως ότου κάποτε εξαφανιστεί κι αντικατασταθεί 
–από τον διαθέσιμο, διαρκώς, πατριωτισμό–   
μ’ ένα καινούργιο θύμα.      

 

Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ  

Υπήρξανε κι αυτοί που έζησαν το απόλυτο
όταν ανέβαιναν, ήδη έτοιμοι, στο βήμα
με το κοστούμι των μεγάλων ρόλων και το μακιγιάζ
μιας πλήρους φαντασίωσης.
Το πλήθος από κάτω
έδινε υπόσταση, αμέσως, σ’ όλα αυτά
αρκούσαν δύο κινήσεις του ομιλητή και πέντε λόγια
ν’ αρχίσει να παραληρεί
με την πεποίθηση ότι είναι κει και βιώνει ήδη
το βράδυ της παραμονής 
που θ’ άνοιγε η βαριά πόρτα της ιστορίας 
κι εκστατικό θα περπατούσε τελικά 
στα πυρωμένα κάρβουνα της επανάστασης.   

Ήτανε, ίσως κι η μεγάλη αίθουσα, η Sala Grande
που βοηθούσε, αρκετά, στην προσομοίωση
με το ινστιτούτο Smolnyj  
πλημμυρισμένο απ’ τους συντρόφους 
που καταφτάνανε τη νύχτα εκείνη από παντού 
να δώσουνε αναφορά 
να παραλάβουνε τις διαταγές του Τρότσκι. 

Όταν κατέβαινε απ’ το βήμα 
βυθίζονταν τα δάκτυλά του μια τελευταία φορά μες στα μαλλιά 
ύψωνε τη γροθιά καθώς αγκάλιαζε σφιχτά την πίπα 
σήκωνε το γιακά στο καμηλό παλτό του 
αντίγραφα όλα δουλεμένα από καιρό 
να είναι η αποχώρηση αντάξια, teatrale 
μπροστά στους ποτισμένους νέους 
με την επήρεια της βραδιάς που αποχωρούσανε σπασμωδικά
σαν τα μικρά παιδιά από τον κινηματογράφο. 

H επομένη, όμως, θα βρει τον λατρεμένο ομιλητή
σε πλήρη απελπισία
να πίνει μόνος του έναν πικρό καφέ
για να του διώξει το lambrusco απ’ το κεφάλι 
ηθοποιός που αισθάνεται τη στέρηση 
όταν τελειώνουνε, κάποια στιγμή, οι παραστάσεις 
γιατί όλα, πλέον, αναπότρεπτα έχουν συντελεστεί 
μια ονείρωξη ήτανε μόνο 
και το άπιαστο ολόγραμμα των επιθυμιών 
θα συνεχίσει ακέραιο να υπάρχει 
έως τη μέρα που βρεθεί, ίσως κι ο τρόπος 
η φαντασία μας να ’ρθει στην εξουσία.   

 

ΑΓΕΡΩΧΟΙ  

Με τη ματιά τους αυστηρή να σχίζει πλώρη τον αέρα
δεν θέλει η λεπίδα της να συναντήσει τίποτα
λίγες οι μπίρες στη σακούλα, καύσιμο για να βγει η μέρα
καθώς θα γυροφέρνουν το μυαλό με δυσκολία και μόχθο
μια καθημερινή τροχιά
σ’ εκείνο το μικρό αλωνάκι καθισμένοι
όπως μου μοιάζει μέσα στα δέντρα το περιστύλιο.
Θα είναι ήσυχοι, θα πιουν 
θα κουβεντιάσουνε, θα στρίψουν, θα παραδοθούν 
θ’ αρχίσουνε να κυνηγούν τα λόγια 
κι όπως θα βγαίνουν ζόρικα, θα γίνουνε κραυγές
και οι κραυγές καυγάδες 
θα ’ρθουν στα χέρια, θα ματώσουν
ο πιο αδύναμος θα σωριαστεί 
θα τον σηκώσει ο άλλος, θα φύγουν αγκαλιά. 
Την άλλη μέρα ή την παράλλη θα ξαναεμφανιστούν
ίδια σιωπή, ίδιες κραυγές 
ίδιες οι μάχες σ’ άτακτο πόλεμο  
με το αναβράζον τους μυαλό
έως ότου κάποτε, δεν θα ’ναι σίγουρα πολύ αργά 
ένα πρωί θα σου δοθεί η ευκαιρία 
να τους κοιτάξεις πιο προσεκτικά στα μάτια 
σε μια φωτογραφία αγέρωχη 
με όλα εν δυνάμει, ν’ ακτινοβολούν  
της εποχής, που ακόμα υπέγραφαν συμβάσεις 
αορίστου χρόνου με το μέλλον. 

 

Ο Βασίλης Παπάς γεννήθηκε το 1954 στην Έδεσσα, όπου και ζει. Σπούδασε ιταλική φιλολογία στη Φλωρεντία. Πρωτοδημοσίευσε στο περιοδικό Το Δέντρο  και η πρώτη του ποιητική συλλογή –με τίτλο Παράγραφος 1,2– εκδόθηκε το 1987 (Εκδόσεις Εξάντας, και Εκδόσεις Τα τραμάκια,  β’ έκδοση το 1995). Ποιήματα, κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, βουλγαρικά και σλαβομακεδονικά. Πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το Chiaroscuro (Εκδόσεις Κίχλη, 2018).

 

Έκθεση Βιβλίου Πασαλιμάνι
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
Δύο ποιήματα του Γιώργου Κουλιανού

Το ροκ του Φρέντι Ο Φρέντι Μέρκιουρι Άφησε τη σκηνή του κόσμου τούτου Πριν γνωρίσει την υπέρταση πριν διασταυρωθεί με τη χοληστερίνη πριν χρειαστεί να κανονίσει ραντεβού με του σακχάρου τις ρυθμίσεις....

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
Δύο ποιήματα του Αντώνη Γουλιανού

ΜΟΛΩΧ Αν είναι να σκοτωθώ ας με πάρουν οι λέξεις, ας πεθάνω με φράσεις, δεν με μέλει άλλο τίποτε πια, στους δρόμους καθώς περπατώ πειθήνιος στρατιώτης εγώ ενός πολέμου που δεν ήταν δικός μου ποτέ, περιφρονώ την...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Τα αρνητικά ενός φιλμ» του Γιώργου Γώτη

ΤΟ ΧΑΔΙ Σβήνει το χάδι τα γραμμένα στο κορμί  περνάει όπως η φωτιά ή σαν αέρας εξομαλύνει την προεξοχή του πόνου  αφαιρεί το αγκάθι της αμφιβολίας  απαλύνει την τραχύτητα από τις χαρακιές της μέρας αφήνοντας λεία επιφάνεια....

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.