«Οι προθήκες» του Σωτήρη Σαράκη
ΣΤΙΣ ΠΡΟΘΗΚΕΣ
Τιμώ, ασφαλώς, τα ένδοξα
εκθέματα που δεν αγγίζει ο χρόνος
τιμώ τον στιβαρό
Ηνίοχο στους Δελφούς, τον Ποσειδώνα
–κραταιό!– του Αρτεμισίου, τον ωραίο
Ερμή του Πραξιτέλη, κι άλλα
πολλά, της τέχνης απαράμιλλα
μνημεία, πλην με τα χρόνια
απόχτησα κι ετούτο το κουσούρι
ώρες
να στέκομαι μπροστά σε μια προθήκη
με σκεύη ταπεινά, χρειώδη
του καθ’ ημέραν βίου
κι άλλα ψιλολόγια
ώρες να στέκομαι, να τα κοιτώ
είτε περίτεχνα, είτε
απλοϊκά, χοντροκομμένα
και να ρωτάω τους ξεναγούς
να γυροφέρνω
τα κοιτώ
βυθίζομαι
σ’ αυτές τις ανεξάντλητες προθήκες.
ΚΕΡΑΜΕΙΚΗ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ – ΜΑΓΕΙΡΙΚΑ ΣΚΕΥΗ
6ΟΣ – 4ΟΣ ΑΙ. Π.Χ.
τα βήματα γοργά της Ιστορίας κι εκείνο
το βήμα του Κλεισθένη
Πώς θα ’θελα εδώ
μια σίγουρη χρονολογία!
Πώς θα ’θελα να ξέρω εδώ
πότε ακριβώς μπήκε η σχάρα
στη φωτιά πρώτη φορά και πότε
τελευταία!
Στην Αγορά βρισκόμαστε,
στην Αγορά, Μουσείο
Στοάς Αττάλου, εντόπια
τα σκεύη, όμως εδώ
πήρε στροφή μεγάλη ο κόσμος
εκείνον τον καιρό·
πώς θα ’θελα
να ξέρω αν
καθώς ετοιμαζότανε
το δείπνο, σιγοψήνονταν
νόστιμα εδέσματα, λαχταριστά
σ’ αυτήν εδώ τη σχάρα
δίπλα ακριβώς, δυο τρία
στενά πιο πέρα, ένα
στενό πιο κάτω, μέσα
στην εσωτερική αυλή, μέσα
στο σπίτι, γύρω
τριγύρω εδώ, στη γειτονιά
ώρα την ώρα ο κόσμος
έπαιρνε στροφή
άλλαζε ο κόσμος, άλλαζε γοργά
καθώς σιγοψηνότανε το δείπνο
σ’ αυτήν εδώ τη σχάρα!
ΤΑ ΛΥΧΝΑΡΙΑ
Κάποια φορά θα ξεχαστούν φύλακες και επισκέπτες, τότε θα παραβιάσω την προθήκη και θ’ αρπάξω ένα απ’ αυτά τα χάλκινα λυχνάρια θα το κρύψω επιμελώς, διέλαθε της προσοχής θα πουν ακόμα ένα συνηθισμένο λάθος, θα κατευθυνθώ προς τα Προσήλια εκεί θα μπω στο ξεχασμένο σπίτι θα ’ναι το κανονικό μη σας γελούν αυτά που βλέπετε σας το ’χω πει χίλιες φορές, το σπίτι θα ’ναι το κανονικό θ’ ανάψω το λυχνάρι μου θα γίνω πέντε κι έξι χρονών μ’ ένα ξυλάκι θα τινάζω τις τσίμπλες γύρω απ’ το φιτίλι ο πατέρας θα μου λέει να σταματήσω πια μ’ αυτή μου την παραξενιά δε θα υπακούω και θα ’μαι πέντε κι έξι χρονών μ’ ένα ξυλάκι θα παιδεύω τον τσιμπλή (τι παραγκώμι!) θα ’μαι κλέφτης χάλκινου λύχνου απ’ το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο θα με καταζητούν αστυνομίες και φύλακες μουσείων μα πώς να ξέρουν που ’μαι πέντε κι έξι χρονών στα έρημα Προσήλια κι έχω βάλει πετρέλαιο στον λύχνο κι όχι λάδι το σπίτι είναι το κανονικό και τους μπερδεύω χάνονται μες στο μισοσκόταδο δεν ξέρουν απ’ αυτά, δε θα με βρουν.
ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΝ…
κάτι μιλούσε η ξεναγός
για σύμβολα και παραστάσεις
Τι να σου πουν και οι ξεναγοί
μα κι όλοι αυτοί που σκάβουν
τόσα που κρύβει η μάνα γη
τρέχοντας να προλάβουν
σκάβουμε εμείς για τα παλιά
καινούργια αυτή σκεπάζει
τέλος δεν έχει αυτή η δουλειά
και πουθενά δε βγάζει·
τι να σου πουν και οι ξεναγοί
μα κι οι ποιητές ακόμα
που αγάπησαν τη μάνα γη
και μίσησαν το χώμα.
Ο Σωτήρης Σαράκης γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμπέλια Αγρινίου. Απ’ το 1967 ζει στην Αθήνα, όπου σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος μέχρι το 2010. Έχουν εκδοθεί επτά ποιητικές συλλογές του, οι τρεις πρώτες από τις οποίες συγκροτούν τον πρώτο τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του (Δοκιμασίες και δοκιμές, εκδ. Κουκκίδα, 2011). Ποιήματά του βρίσκονται στις σελίδες αρκετών λογοτεχνικών περιοδικών, σε ανθολογίες και στο διαδίκτυο.