«Φεγγάρι των παιδικών χρόνων» του Λι Τάι Πε
μετάφραση: Γιώργος Λίλλης
Όταν ήμουν παιδί
το φεγγάρι στα μάτια μου φάνταζε
στρογγυλός χρυσός
που σαν καθρέφτης
στην άκρη των σύννεφων κυλούσε.
Μέσα του τραβούσαν πνεύματα μεγάλα
τις μεταξωτές σημαίες
δέντρα κανέλλας σε άφηναν
να αισθανθείς
τη μυρουδιά των γλυκισμάτων,
ο κίτρινος λαγός έφτιαχνε
εξαίρετα ποτά
κι ο άντρας του φεγγαριού
στη ταβέρνα κάθονταν μαζί του.
Μέχρι που ο δράκος
καταβρόχθισε το φεγγάρι
και τον άντρα
κι η νύχτα στο σκοτεινό της πένθος
ξανά βυθίστηκε.
Εννιά κακά πουλιά
συλλέγουν με τα ράμφη
τους σπόρους των άστρων.
Κι είναι οι θεοί θλιμμένοι
στα σύννεφα
γνέφοντας αιωρούμενοι και λέγοντας:
«ποιος θα σκοτώσει τα κακά πουλιά;»
Όμως το φεγγάρι
από τη μια στην άλλη νύχτα
εξαφανίζεται
και επιτέλους σαν λεπτή γραμμή
στον ουρανό θα σταθεί.
Το βράδυ άπλωσε ξανά τα δίχτυα του
κι εγώ ο ευτελής
από τα γαλάζια βουνά κατεβαίνω.
Πόσο τους αρέσει να κολυμπούν στην ομίχλη.
Το χέρι της σελήνης
συνοδεύει ήσυχα την οδοιπορία μου,
το βλέμμα της βυθίζεται
σαν σφαίρα σε βαθιές κοιλάδες
καπνίζοντας χαράματα στα χαμηλά σπίτια
κι ερχόμαστε χέρι, χέρι στο καπηλειό.
Ένας υπηρέτης χτυπά τη πόρτα της πόλης.
Χορτάρι περιπολεί, ντύνοντας τις παρυφές
των ήσυχων κοιλάδων.
Είμαι ευτυχισμένος ώ πρίγκιπα μου
σ' ένα τέτοιο τόπο
να είμαι ενωμένος μαζί σου
σε μια ξεχωριστή συνομιλία.
Είσαι μια νεαρή ροδακινιά... Το κρασί,
το κρασί δεν είναι σήμερα πια κρασί
μονάχα ευωδιά.
Κι εγώ τραγουδώ για τον άνεμο
που θροΐζει ανάμεσα στα πεύκα.
Από τ' ουρανού το δρόμο
με φέρνει στο τάφο.
Αύριο, μακριά μου, σαν φωνή περιστεριού
εκστασιασμένος θα σαι πρίγκιπα μου
με τη μεθυστική μου ηδονή.
Σε αμοιβαία μέθη κυλά η γη κι ο ήλιος.
[Πριν καιρό, σ' ένα παλαιοβιβλιοπωλείο ανακάλυψα μια παλιά έκδοση ποιημάτων του κινέζου ποιητή Λι Τάι Πε μεταφρασμένα στα γερμανικά. Έτσι για εξάσκηση είχα μεταφράσει το ποίημα «Φεγγάρι των παιδικών χρόνων». Δεν ξέρω, αλλά σ' αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή, με τη σελήνη μπρος μου ολόκληρη, οι στίχοι πήραν μια ξεχωριστή διάσταση μέσα μου.
Ο Λι Τάι Πε ήταν ο ποιητής των πιο βαθυστόχαστων τραγουδιών του πιοτού και του έρωτα. Ένας περιπλανώμενος, απόλυτα ελεύθερος και ένθεος, φυγάς θεόθεν και αλήτης, όπως θα τον ήθελε ο Εμπεδοκλής, που έγραφε ποιήματα για να τα δωρίσει σ' αυτούς που κάποτε τον φιλοξένησαν. Και πόσο μου αρέσει αυτό. Να γράφεις για να δωρίζεις και όχι να εκδίδεις βιβλία με σκοπό την αυτοπροβολή.
Ο Έσσε είχε γράψει για τον κινέζο ποιητή: «Καλέ μου, Λι Τάι Πε! Αυτός κι αν δεν είχε γνώσεις, ήξερε το καθετί. Εμείς γνωρίζουμε πολλά, όμως αυτός είναι ο μεγάλος πανέξυπνος αδερφός μας. Αυτή η μεθυστική ημέρα θα του αρέσει, ακριβώς μια τέτοια μέρα, το βράδυ της, θα 'ταν ωραία, να πεθάνει κανείς τον θάνατο του Λι Τάι Πε, μέσα στη βάρκα, πάνω στο ήσυχο ποτάμι».]