fbpx
«Εκεί μέσα κατοικεί το όνειρο» της Αρντίτας Ιατρού
Φωτογραφία: Βάλια Γκέντσου (επιμέλεια: Αλ. Μάινας)

«Εκεί μέσα κατοικεί το όνειρο» της Αρντίτας Ιατρού

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ

Είμαι εκείνο το λουλούδι
στη βιτρίνα
με ένα μίσχο μονάχα
με μισόκλειστα πέταλα
σαν τρυφερή μετάνοια
που αγκαλιάζει τον χλωμό λεπτό μίσχο
στο γλαστράκι το χρωματιστό
κι έναν αβέβαιο χάρτινο ήλιο
δίπλα του να στηρίζεται
ζωγραφισμένο από ένα παιδί ορφανό
δώρο για τους επιζώντες
από τον σεισμό της παιδικής ηλικίας.

Το αγοράζω
για ν’ ανεβάσω την αυτοπεποίθησή της
σαν γονιός με πληγωμένη συνείδηση.

 

ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ

Έχω ένα σκυλί μέσα στο κεφάλι μου
που τις νύχτες κλαίει ή αναπολεί
δεν γνωρίζω
δεμένο γύρω από μια σιδερένια πίκρα
ξεδιψά σε μια σκουριασμένη κατσαρόλα
με στάσιμα όνειρα
και να κοιμηθώ δεν μ’ αφήνει.

Πλησιάζουν τ’ αδέσποτα
έξω από τον φράχτη
και πουλάνε μαγκιές
μα αν είχε μακρύτερη αλυσίδα
θα τους έσπαγε τα κεφάλια
μονάχα μια φορά να έβγαινε εκτός.
Και στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του
δένοντας τα πόδια του
δείχνοντας τα δόντια του σε εκείνους
που τα κόκαλά τους δεν μπορεί να σπάσει.
Ανήμπορος ύστερα σκάβει θυμωμένος
έναν λάκκο, κάθεται μέσα
και αρχίζει να κλαίει ή ν’ αναπολεί.

Έχω ένα σκυλί μέσα στο κεφάλι μου.
Την ημέρα κοιμάται σαν παιδί
Καθώς το πλημμυρίζει ένα όνειρο
τρέμει σε πελάγη ευτυχίας
μέχρι η νύχτα να ξαναρθεί.

 

ΗΜΙΚΡΑΝΙΑ

Δίπλα μου
πορεύεται η θλίψη,
κάποιοι λαθρομετανάστες
τρέχουν να κρυφτούν.
Αγοράζω τσιγάρα
από έναν Πακιστανό
που με παρακαλεί.
Ανάβω την πίκρα του
κι οι φλέβες μου ταράζονται.
Το άγχος μου
υψώνει τη σημαία της μάχης
κυματίζει μέσα στο κεφάλι μου και τρέμω.
Με τρώει το υποσυνείδητο.
Το πρόσωπό μου
λευκό σαν το φεγγάρι.

Απέναντί μου ο ψυχίατρος.
Άυπνη κάθομαι στην καρέκλα.
Με ρωτάει για πράγματα που δεν θυμάμαι.
Κωμική η μνήμη.
Γελάω αμήχανα.
Τελειώνει η συνεδρία.
Σηκώνομαι
και η μαύρη τρύπα στην πόρτα
με καταπίνει
για να με φτύσει στον δρόμο.

Επιστρέφω σε σένα
ασυνείδητα
σαν μικρό παιδί
πληγωμένο από την άρνηση.

 

ΣΙΛΒΗ

Κάθομαι και βλέπω τη Σίλβη,
όμορφη σαν νύμφη απέναντί μου,
στη μέση η σιωπή.
Βυθισμένη στην αντίκα πολυθρόνα της
στο χέρι κρατά ένα χοντρό βιβλίο
«Πώς να γνωρίσουμε τον εαυτό μας»,
ενώ εγώ ρουφάω τον καφέ μου
και την αφήνω ν’ αναλύει τις λέξεις.

Σίλβη,
ποιανού τα μάτια πήρες,
τα ζυγωματικά σου, το μέτωπο, τα χείλη,
από ποιον τα πήρες;
Εκείνη ανασηκώνει τα πράσινα μάτια της,
παίζει το κομπολόι ανάμεσα στα δάχτυλα
και τα χείλη της ψιθυριστά επαναλαμβάνουν έξι φορές
«Πάτερ Ημών»
Ύστερα απαντά με μια φωνή όλο σιγουριά:
Απ’ τα δάση της Βραΐλα τα πήρα
κι από το Άγιο Φως,
Αμήν!
Και ξαναγυρίζει στο βιβλίο της πάλι.

Δύο κόσμοι στέκονται απέναντι,
μέσα σ’ ένα μαγαζί με αντίκες,
ο ένας, ψάχνει να γνωρίσει τον εαυτό του
υπογραμμίζοντας στίχους σ’ ένα βιβλίο.
Ο άλλος κόσμος καίγεται
ανάμεσα στα δάχτυλα
και γίνεται στάχτη από τις αμφιβολίες.

 

ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ

Η πόρτα ανοίγει.
Ο άντρας μπαίνει μέσα αμίλητος.
Όλοι γύρω από το τραπέζι
σηκώνονται όρθιοι και
χαμηλώνουν τα μάτια στο πάτωμα.
– Καλώς ήρθες, πατέρα!

Ο άντρας κάθεται δεσποτικός
στην ξύλινη καρέκλα
και τα παιδιά παρακολουθούν τις κινήσεις του.
Να, τώρα κάτι θα ζητήσει
και η βροντερή φωνή του σαν προσμονή καταιγίδας
ανεβάζει τους κτύπους της καρδιάς.
– Το αλάτι!
Ένα χεράκι εμφανίζεται και το ακουμπά μπροστά
στο αριστερό του χέρι.
– Νερό, ανάθεμά σας, πνίγομαι!
Ένα άλλο χεράκι εμφανίζεται μ’ ένα ποτήρι,
τρέμοντας το ακουμπά στο δεξί του χέρι.
Σκουπίζει το στόμα του με μια πετσέτα.
Τινάζει τους ώμους, τεντώνεται κι ανάβει ένα τσιγάρο.
Σηκώνεται
Τα παιδιά έχουν κολλημένα τα μάτια πίσω
στη φαρδιά σκοτεινή του πλάτη
που βγάζει καπνό.
– Στην υγειά σου, πατέρα!
– Καληνύχτα, πατέ...!
Όλοι ομόφωνα καταπίνουν την τελευταία συλλαβή.

Απομακρύνεται,
η πόρτα κλείνει
και τα πεινασμένα μικρά πλάσματα
αρχίζουν να τρώνε με ταχύτητα φωτός
μην τύχει και μπει μέσα ξανά το Σκότος
μην τύχει και ζητήσει κάτι
και απομείνουν νηστικοί.

Η μητέρα σκυμμένη πάνω απ’ την κούνια
κοιμίζει το βρέφος.
Ανοίγουν την τηλεόραση.
Τα μάτια τους κολλάνε στην οθόνη.
Ω Κύριε,
εκεί μέσα ο κόσμος χαμογελά
εκεί μέσα ο κόσμος κατρακυλά
από ευτυχία
με ρούχα φανταχτερά.
Εκεί μέσα κατοικεί το όνειρο
εκεί δεν υπάρχει Σκότος.

Η λαχτάρα αρχίζει να χορεύει
πάνω σε κόκαλα τρυφερά
και ξύνει τις πληγές.

 

Η Ardita Jatru (Αρντίτα Ιατρού) γεννήθηκε στα Τίρανα της Αλβανίας το 1972. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα. Το 2017, η συλλογή ποιημάτων της 66 κιλά μοναξιά εκδόθηκε στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Transcedent Zero Press (ΗΠΑ). Τα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή λογοτεχνικά περιοδικά και ποιητικές ανθολογίες. Από το 1990 ζει στη Θεσσαλονίκη.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Έναν σωσία βλέπω, όμως πρωτόγνωρο» του Αγαθοκλή Αζέλη

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Μπαινοβγαίνουν οι Γενάρηδες Με σειρά προτεραιότητας Στο χοτ σποτ υφίστανται Κεκανονισμένο σωματικό έλεγχο Μα όλο και κάτι κατορθώνουν Ανεπιθύμητο να το περάσουν Ενώ άλλοι ακαίρως Παραβιάζουν την...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Ανακουφίζεται ο λυγμός απ’ τα δεσμά του» της Πόπης Αρωνιάδα

ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΕΙΣ Το σκοτάδι δε με τρομάζει  έχω κατακτήσει  τον έρωτα του απόλυτου.  Στην αόρατη πίσσα  ανθίζουν αισθήσεις  απ’ την ενσωμάτωση της ύλης  με τη φαντασία  κι ανακουφίζεται ο λυγμός  απ’ τα δεσμά του.  Το φως μήτε που μ’...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Ο ήλιος φώτιζε στους δρόμους» του Χρίστου Κρεμνιώτη

ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ  Ο ήλιος φώτιζε, στο χολ, ένα αγόρι – και το έντυνε  με φως γεμάτο  απ’ όλων των μελλούμενων καημών τα φωτοστέφανα  έπαιξε με  τα όνειρα έπαιξαν  μαζί του.  Ο ήλιος φώτιζε, στους δρόμους, έναν άνδρα – και τον έντυνε  με...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.