Τρία ποιήματα του Νίκου Κατσαμάκα
Κάποια στιγμή στο μέλλον αναμφίβολα
Θα πρέπει να κρυφτούμε.
Όπως κάναν στα παλιά τα χρόνια οι άθεοι.
Τίποτα δεν έλεγαν, δεν έπαιρνες είδηση
και έτσι εξηγείται που κανείς δε συνέγραψε
μια αθεολογία της προκοπής.
Έτσι θα πρέπει να κάνουμε κι εμείς
που έχουμε την τρέλα και πιστεύουμε
στον άνθρωπο.
Εμείς οι λίγοι
οι δυστυχισμένοι λίγοι.
Διπλά καταραμένοι:
να ξέρουμε και από πάνω να σιωπούμε.
Έξοδος
Ποια μέρα θα ’ναι αυτή
δεν ξέρω
που θα σε βγάλω στο δρόμο
βόλτα σαν το μωρό στο πάρκο
στις ανοιχτές πλατείες
στα μονοπάτια δίπλα στο ποτάμι
στις όμορφες αλέες.
Θα πάψω ν’ απαντώ στις ερωτήσεις
καθώς δείχνεις το σύμπαν και ζητάς
να μάθεις το αδύνατο.
Θα κάνω πως κοιτάζω κάπου αλλού
και θ’ αφήσω το χεράκι σου να φύγεις.
Υπόγειο
Δε θυμάμαι τι είπε ο Νίτσε για την ελπίδα.
Ο Καζαντζάκης πάλι, την έβρισκε κατάρα
απ’ την οποία μπόρεσε κι απαλλάχθηκε.
Κρίνοντας απ’ τα πλήθη που επισκέπτονται τον τάφο,
πάντα θεωρούσα το επίγραμμα αυταπόδεικτο
και όποιον διαφωνούσε αφελή.
Μέχρι που πρόσφατα, ένα πρωί,
αφού πάλι απέφυγα να με κοιτάξω στον καθρέφτη,
αφού οδήγησα βιαστικά μέχρι το κέντρο
κι εκεί κατέβηκα στο υπόγειο πάρκινγκ,
καθώς μες στα σκοτάδια έκανα ελιγμούς
και οι προβολείς καταύγασαν ένα έντομο απεχθές στον τοίχο,
αφού βγαίνοντας απ’ το όχημα μύρισα τη σκόνη του υπογείου,
το καύσιμο, τον ανθυγιεινό αέρα, τα ούρα,
σήκωσα τα κλειδιά που μου ’χαν πέσει
και στράφηκα να διακρίνω τι ήταν εκεί
που βήματα ακούστηκαν και ήχος κλειδιών,
σαν θανατοποινίτης το τελευταίο χάραμα της ύπαρξής του
όταν φτάνει η στιγμή που ο δεσμοφύλακας
θα σηκωθεί από το γραφείο του
και θα πλησιάσει προς εκπλήρωση του δικού του χρέους,
εκεί στο υπόγειο ανακάλυψα
πως ζούσα πάντοτε και ακόμα ζω
με την ελπίδα της επόμενης ημέρας.
Σύμφωνα με τον Κρητικό επαίσχυντος, άξιος κάθε περιφρόνησης,
ιδίως αν το σκεφτείς πως ύστερα από τόση μελέτη
τόση αστρονομία, βιολογία, ιστορία
τόση φιλοσοφία, κι όμως, δεν αποτίναξα το ζυγό
του ανθρώπου, δεν εξυψώθηκα πιο πάνω από τη φύση αυτή
και ακόμα ζω με τις εποχές,
λουφάζοντας νωρίς απ’ το φθινόπωρο,
προσμένοντας την άνοιξη για μήνες, το καλοκαίρι,
τον ήλιο που ίσως αύριο θα φωτίσει τη ζωή μου.
Ο Νίκος Κατσαμάκας γεννήθηκε το 1975 στη Λάρισα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδικτυακό περιοδικό Ποιείν και στο Diastixo.gr.