«Η έκρηξη του ήλιου στην ακτή» της Μάριας Ντεγιάνοβιτς
μετάφραση/απόδοση: Αλέξιος Μάινας
ΙΣΛΑΝΔΙΑ
[1.]
Θα τραβήξω για Ισλανδία να ζήσω εκεί
σαν σμήνος πουλιών, σαν δυο δεμάτια στάχυα
που βαδίζουν στον ήλιο
μέχρι λιποθυμίας, το δέρμα
ζωσμένο τον ίλιγγο
μ’ απαλό χαλινάρι.
Λέω: είναι αξιόπιστο,
που δεν θα πει: ασφαλές
θα πει:
το κορμί μου είναι δεμένο
και πλέω σαν αμοιβάδα
ελεύθερα
σαν σωσίβιο
χωρίς τον άνθρωπο
που πνίγεται.
Το κενό στο κέντρο
είναι η Ισλανδία:
η ανάγκη μου
για ζέστη
πεταμένη στο νερό
ο πόθος μου
να σε δω
διαμελισμένο απ’ τη βόμβα
της κοιλιάς μου.
Τα χέρια μου
κρατούν κιάλια
και με παρατηρούν απ’ την ακτή
μες στην έκρηξη
που με καλεί
να ξεχάσω τ’ όνομά μου.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΠΙΑΣ
Φωτογράφισα μια πάπια
που στέκει σ’ ένα κούτσουρο
για να σου δείξω την πάπια και το κούτσουρο
ή για να πω: ήταν μια πάπια.
Την υπόλοιπη μέρα βάζω μέικ-απ στο πρόσωπό μου
και με κοιτάζω από μακριά μέχρι να με αναγνωρίσω,
μετά με χαιρετώ,
μου λέω καλημέρα.
Μόλις με ολοκληρώσω, λέω: να ένα στόμα
ή να ένα τέτοιο στόμα:
βουτώ τα χείλη μου σε σπόρια ροδιού
και το προφέρω: ρό-δι,
αυτό ήταν ένα ρόδι
ένα τέτοιο ρόδι:
κι ευθύς το καταπίνω.
Μόνο για μένα εμφανίζομαι
κι αυτές τις εμφανίσεις τις συνοδεύει μια καταιγίδα
από ακρίδες και γρύλους
από τον χαμηλό ουρανό των φυλλωμάτων.
Κατά βάση είναι το ίδιο ον
μόνο που η μια έχει χάσει από καιρό το κλάμα της
όταν το έθαψε στα σωθικά της γης
για να το διατηρήσει
και το ξέχασε.
Πράσινο στα μάτια, κόκκινο στο στόμα,
η άλλη κράτησε το κλάμα εντός της
και βρήκε κάπου μια ρακέτα μπάντμιντον,
μια ρακέτα σαν αυτή που είχαμε παιδιά
και πετυχαίναμε σκαθάρια στον αέρα,
κάποιοι, έτσι πεσμένα χάμω,
τα έκοβαν στα δυο με το σκληρό της πλαίσιο,
ρίχνοντας στη ρακέτα την ευθύνη
και σπάζοντας τις χορδές της,
μα όχι εγώ, σε καμιά περίπτωση.
Σήμερα το πρωί η πάπια έφαγε ρόδι.
Ή η πάπια έκανε το ρόδι χτες.
Ήταν κόκκινη
με ράμφος κόκκινο και κόκκινη ουρά,
ήταν πράσινη
σαν ακρίδα ή γρύλος,
κόκκινη και πράσινη σαν κρέας στο χορτάρι.
Η μέρα είναι κοινή, συνηθισμένη
σαν τις πληγές στα γόνατα,
στους αγκώνες,
στις γάμπες και τα μπούτια των μικρών κοριτσιών
που παίζουν μπάλα
σε ναρκοπέδιο
μες στο χορτάρι που τους φτάνει πάνω απ’ τη μέση.
[ μετάφραση/απόδοση: Αλέξιος Μάινας / Alexios Mainas, Αθήνα, 6.3.2020 ]
Η Μάρια Ντεγιάνοβιτς (Marija Dejanović) γεννήθηκε στο Πριέντορ της Βοσνίας το 1992. Μεγάλωσε στη Σίσακ της Κροατίας και ζει στο Ζάγκρεμπ και τη Λάρισα. Το 2018, το χειρόγραφο (η ανέκδοτη τότε συλλογή της) Η ηθική του ψωμιού και των αλόγων (Etika kruha i konja) κέρδισε τα βραβεία «Goran» και «Kvirin» για νέους λογοτέχνες. To χειρόγραφο Εγκάρδιο ξύλο (Središnji god) κέρδισε το βραβείο «Zdravko Pucak». Τα δύο βιβλία εκδόθηκαν την ίδια χρονιά και έτυχαν θερμής υποδοχής από κριτικούς και αναγνώστες. Ποιήματα και κριτικές της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και ανθολογίες σε Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία, Σερβία, Ελλάδα, Ιταλία και Ρουμανία. Έχει πειραματιστεί διαβάζοντας ποίησή της συνοδεία μουσικών, όπως η Sara Renar και ο Vedran Peternel, σε πρότζεκτ όπως τα: «Προσωρινή συγκατοίκηση με ανθρώπους» (U privremenom smještaju kod ljudi) και «Πλημμύρα» (Poplava). Αυτόν τον καιρό ολοκληρώνει μεταπτυχιακές σπουδές στη «Θεωρία λογοτεχνίας και Παιδαγωγικά».