Τρία ποιήματα του Νίκου Κατσαμάκα
Επιφάνεια
Ήταν η εποχή που τα βράδια δεν είχε κόσμο.
Ήταν η εποχή που ήσουν τέλεια.
Σηκώθηκες από το παγκάκι,
προχώρησες μέχρι την άκρη του μόλου
κι εκεί, με μία μόνο κίνηση
έβγαλες το ελαφρύ σου φόρεμα
και περπάτησες κρατώντας το στο χέρι.
Πάντα υποθέταμε πως αφού δεν ήρθε κανείς
δεν είδε και κανείς – τι άτυχοι
να χάσουν το βραδινό περίπατο μιας αρχαίας θεάς.
Ήταν η εποχή που δεν ήξερα να μετρώ το μέγεθος των στιγμών.
Έμεινα καθιστός να σε θαυμάζω σα να μην ήσουνα δική μου.
Στου στοχαστή το ανάκτορο
Στου στοχαστή το ανάκτορο
είναι φτηνά τα δάκρυα
η δυσθυμία πανεύκολη
κι η αμφισημία όπλο.
Στου φιλοσόφου τη μεριά
ζουν γέρικες ιδέες.
Ζούνε μικροί υποκριτές
μικροί σαν τα σπουργίτια.
Παίζουν τη μέρα στην αυλή
τη νύχτα στο γραφείο.
Και το πρωί ξανάρχονται
γεμάτοι έτοιμες λύσεις.
Κι αν θα σου λείψει η έμπνευση
θα γράψουμε ένα ψέμα.
Κι άμα δεν έχεις όραμα
θα πούμε δυο αλήθειες.
Κι άμα δεν ξέρεις πώς να ζεις
θα πεις πως σ’ αδικήσαν.
Μια καρτ ποστάλ στον Έζρα Πάουντ
Ζω εδώ, όχι
σε όλες τις εποχές,
μονάχα σ’ αυτήν
εδώ.
Βρίσκομαι εδώ
κι όπως περνώ
την αυγουστιάτικη βραδιά μου
στο μπαλκόνι, στους ουρανούς τριγύρω
δεν αιωρείται αύρα, ούτε ανάμνηση.
Την ίδια μου την παιδική ηλικία την ξέχασα
και βλέποντας την κόρη μου, δύο χρονών,
αυτό είναι που πονάει περισσότερο.
Ποτέ δεν ήμουν ο εαυτός μου
και πλέον δεν ελπίζω πως θα γίνω.
Ο Νίκος Κατσαμάκας γεννήθηκε το 1975 στη Λάρισα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδικτυακό περιοδικό Ποιείν.