«Ποιητικό Ανθολόγιο “Βόυτσεκ”» (Ι)
ανθολόγηση: Αλέξιος Μάινας
Ποιήματα που γράφτηκαν ή θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί για το έργο Βόυτσεκ του Γκέοργκ Μπύχνερ.
Νίκος Μοσχοβάκος
1.
Συνάντησα Ασπιδοφόρους
με τεράστια πέλματα
κι αισθάνθηκα την απόγνωση
ηλεκτρικό ρεύμα
στη σπονδυλική μου στήλη.
Γυμνός με μια ευθεία
σα μαχαιριά
λίγο πιο κάτω απ’ την κοιλιά
κι ένα σωρό ακόμα γραμμές
σ’ όλο μου το κορμί
καρτέρεσα επίμονα
το ξόδεμα της νύχτας.
Τώρα πια χωρίς ενδοιασμούς
υπόσχομαι και αλαλάζω.
2.
Διάνυσα ακράτητος
την απόσταση
χαλκεύοντας σχήματα νέα.
Μέσα μου
βρικολάκιασαν κροκόδειλοι
και απρόσφορο χάος
απλώθηκε γύρω μου.
Αμετανόητος, πράος, ράδιος
τον ήλιο θα προσφέρω
στα μυρμήγκια.
3.
«Δέχομαι να ’μαι κακός για να γίνω καλός.» (Ζ.Π. Σαρτρ)
Χάθηκε όπως ήλθε
Με την ρομφαία και το βαλσαμωμένο πουλί στον ώμο
ταπεινώθηκε
αναπολώντας το μεσημέρι
που τα πέλματά του
είχαν βουλιάξει στο έλος.
Μάτωσε το λαρύγγι του
στην προσπάθειά του
να εξερευνήσει τον ουρανό.
Το τέλος του συνηθισμένα τραγικό
είκοσι χρονών
και το κρανίο του
σήμα κινδύνου.
Γιώργος Μαρκόπουλος
1.
ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΕΝΕΔΡΕΥΕΙ
Στα μάτια μου ενεδρεύει ένα παιδί με τριαντάφυλλο
ή ένας χοντρός και άξεστος λύκος.
Κάθε ψυχή είναι μια θάλασσα στην ερημιά.
Με το παιδί. Και το λύκο.
Τα λόγια είναι ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως
κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού.
2.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ, ΕΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΩ
(…)
– Ένα πράγμα, απ’ το κρύσταλλο της πόρτας,
φαίνεται στο βάθος να διαβαίνει.
Σκιά νοσηλευτών να είναι ή κάτι που μόνο εγώ βλέπω;
(…)
– Τα δάχτυλα του γιατρού στο λαιμό μου.
Σκύλοι της Ασφάλειας που ψάχνουνε φονιά.
(…)
– Κλείνω τα μάτια και με πλυμμυρίζουν
άηχες ουράνιες μελωδίες.
Χιόνι.
Και στη χαράδρα της ψυχής μου μια υπέρλαμπρη πτώση.
Γιάννης Τζανετάκης
1.
ΦΩΤΙΕΣ ΔΕΙΛΙΝΑ
Το σκοτάδι θα βγάλει μάτια
θα σε κοιτάξει βαθιά στα δικά σου
Τα ζώα θα σ’ ερωτευτούν
η Κυριακή θα βουλιάξει απαλά
στο χάδι
Θα πάθεις φωτιές δειλινά
θα στέλνει ο αέρας τα χρώματά σου
από γωνία σε γωνία
θα σου κουρδίσει κάτι αόρατο την καρδιά
θα γίνεις το ρολόι του δρόμου
Θα σε φωτογραφίζουν άλλοι
2.
ΣΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Σα σκοτεινό τραγούδι με κατάπιες
τριάντα Επιτάφιους ξέχασα μεμιάς
κι είδα το φως σα ρόδα να κυλάει
σ’ άγρια και βρεμένη δημοσιά
Με τι γυαλί με χάραζες δυο χρόνια
στάλα δεν έβγαλα αίμα
τόσον καιρό
μ’ έριχνες μία στη φωτιά και μια στα χιόνια
Κατερίνα Αυγέρη
Η ΕΡΓΑΤΡΙΑ
Εκείνος γιόρταζε τον θάνατο χορεύοντας αντικριστά, με μια κόκκινη ομπρέλα για κεφαλομάντιλο και εκείνη συνήθιζε να προσφέρει το βρακί της χωρίς να ανοίγει τα πόδια της στους πεθαμένους. Είχαν κοιταχτεί σε ένα τραπέζι της κοκκινομάλλας μάμας μεταξύ νεροβούβαλου πλακί και ινδιάνου καπνιστού.
– Ξέρεις, του είπε, είναι λιγάκι δύσκολο να ξεμπλεχθούν τα πόδια μου, εκτός κι αν έχω μεταλάβει αρκετά κι έχουν συγχωρεθεί τα πεθαμένα μου.
– Μη νομίζεις πως θα παλέψουμε πολύ, το παντελόνι μου πετάει στο πρώτο πλύσιμο με σάλιο και μαλακτικό.
– Είμαι εργάτρια, κερδίζω μια ντουζίνα ποιήματα τον χρόνο βάφοντας τις λέξεις με το αίμα που φουσκώνει τους μηρούς μου.
– Κράτα το αίμα αλλά δώσ’ μου τους μηρούς σου, θα πατσίσουμε το χρέος σου γεννώντας τσακισμένους ή ερωτευμένους.
– Στους στίχους μου έταξα μόνο ρόδια και συμπάθεια, σε σένα αφήνω να διαλέξεις τη στάση του αφανισμού μου. Τελεσίδικα αποτυχημένοι δεν μένει άλλο από το να κομματιάσουμε αλλήλους.
Άννα Γρίβα
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΖΩΑ ΜΟΥ
Όταν οι αρθρώσεις θωρακίζουνε
θυμό και κίνηση στα οστά μου
απλώνω τα χέρια ανοίγομαι
στον κίνδυνο να υπάρχω
τρέφεται άνεμο η ουρά
ανάμεσα στα πόδια
και μια παλιά ισορροπία
–τη θυμάμαι–
χτυπά στις πέτρες
και σηκώνεται
πιο μαλακή στο βάρος της
τα ζώα
με κρατούν
δεμένη
στο ένστικτό τους
τρέμω γρυλίζω σαν σκυλί
στην πόρτα του σφαγείου
και αμολιέται η μύτη μου
υγρή για λίγο αίμα
η νοστιμιά αναπάντεχη
η έλξη φρέσκια
μέχρι να γίνει ο θάνατος
ένα ξερό υφάδι
κι όσο κι αν γλείφω απαλά
η γλώσσα να πετρώνει
χαϊδεύω ακόμη
ανθούς στο λαιμό μου
περιβόλια αντίστροφα
στη δύναμη των φόνων.
Έλσα Κορνέτη
H ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΧΩΝΕΨΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΤΡΟΜΟΥ
Θα σε καταβροχθίσω
Θα με καταβροχθίσεις
Θα σε κατασπαράξω
Θα με κατασπαράξεις
Σε δείπνο πεινασμένων θηρίων
Θ’ αλληλοφαγωθούμε
Θ’ αλληλοχωνευτούμε
Για να παραμείνουμε
Μαζί
Δύο άγνωστοι
Ο ένας
Μέσα στην κοιλιά
Του Άλλου
Μαρία Κουλούρη
DUENDE
Επειδή είμαι άνθρωπος έχω ακούσει
Στον αέρα τα χρόνια να περνούν
Μια μέρα
–σίγουρα μέρα ήταν
αφού το φεγγάρι είχε ξεχαστεί
στη ζέστη της καρδιάς–
Η φωνή μου κι όλα μου τα δάκρυα
Πνίγηκαν στο φως
Δεν είν’ οι άνθρωποι για να κρατούν τα λόγια
Είναι μαχαίρια στάζουν αίμα κι άλλο αίμα
Κι όταν ούτε γιατρός ούτε άλλος
Ξέρει τον τρόπο να σταματήσει ο πόνος
Το ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα
Πλένει όσους πληγώθηκαν απ’ τα βρεγμένα πάθη
Κάποιες φορές
Τα δέντρα συμβαίνει να ξαπλώνουν
Χωρίς τις ρίζες τους
Και οι κορμοί αρχίζουν το τραγούδι
Κωνσταντίνος Μελισσάς
ΚΙΒΩΤΟΣ
Αν ανοίξεις το κεφάλι μου
στα δύο μες στη νύχτα
θα δεις πλήθος ζώα
να ξεπηδούν:
μια λεοπάρδαλη
ένας ελέφαντας
μια κουκουβάγια
ένας αετός
και πιο σπάνια
μια γαζέλα.
Η κόρη όμως με τη γυναίκα μου
πάντα θα διαφωνούν:
η μία επιμένει ότι είμαι
μαϊμού
και η άλλη
μυρμήγκι.
Νάνα Παπαδάκη
EΡΩΤΙΚΟ
Όταν το μυαλό διψάει, οι σκιές των δέντρων δεν αρκούν.
Ούτε τα αγγίγματα των χειλιών και τα άπληστα χάδια.
Μόνο αν κατάφερνες να ξεριζώσεις τον ήλιο
και να ξεσκίσεις με τα δόντια τον ομφάλιο λώρο
που τον ενώνει με τα σπλάχνα σου
θα άντεχες να γείρεις αποκαμωμένος
στο βράχο.
Προς το παρόν τριγυρνάς γύρω απ’ τη λίμνη
σαν σαρκοφάγος γλάρος,
ενώ η νεράιδα κάνει κούνια στην καρδιά σου.
Πέτρος Σκυθιώτης
(Άτιτλο)
Είσαι το μόνο μου στήριγμα
της είπε
και με το μαχαίρι έδωσε μια κι έκοψε
τα σχοινιά
γύρω απ’ τους λαιμούς και τα χέρια τους
τώρα μόνο θα δούμε αν μπορώ
να πετάξω
κι η εικόνα πάγωσε
και το φιλμ σταμάτησε
κι ο ουρανός άνοιξε
ενώ εκείνη έβαλε τα δάχτυλα στα μάτια
και σιωπηλή περίμενε το σήμα
του σκηνοθέτη
για ν’ αρχίσει να κλαίει
ολόκληρη η ζωή σου
Το «Ποιητικό Ανθολόγιο “Βόυτσεκ”» (I) ετοίμασε ο ποιητής και μεταφραστής του έργου Βόυτσεκ Αλέξιος Μάινας με αφορμή τη σχετική παράσταση της ομάδας Ξανθίας στο Θέατρο Σημείο (σκην. Κ. Παπακωνσταντίνου).