fbpx
«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

«Τα δύσκολα, θαλασσινά ταξίδια» του Βασίλη Κόκκοτα

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, έπρεπε να προετοιμαστείς σωστά και για αρκετό καιρό: να συγκεντρώσεις όλες τις απαραίτητες προμήθειες, να δημιουργήσεις τις κατάλληλες επαφές, να πάρεις τις σωστές πληροφορίες για το πλοίο, να μελετήσεις λεπτομερώς τον καιρό και τα οστά των θυσιασμένων ζώων, να υπολογίσεις τους ορατούς και αόρατους κινδύνους, να διαπραγματευτείς με όλους τους μεγάλους και μικρούς θεούς, να πετύχεις τις πιο επικερδείς συμφωνίες τόσο μαζί τους όσο και με τους άλλους εμπλεκόμενους, να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητές σου ή έστω να πειστείς ότι ο μόνος λόγος που φεύγεις είναι για να τις αποποιηθείς, να οπλιστείς με θάρρος και αποφασιστικότητα, να βρεις έναν σκοπό για να πιστέψεις, να βροντοφωνάξεις επανάσταση! και να ξύσεις τη μασχάλη σου για γούρι, να γίνεις από σκλάβος άνθρωπος, να νιώσεις από σκλάβος άνθρωπος, να κάνεις έρωτα σαν να μην υπάρχει αύριο (και μάλλον δε θα υπάρξει), να κλάψεις μόνος σου γονατιστός αποχαιρετώντας το μοναδικό και πάντοτε ελάχιστο κομμάτι γης που κατέχεις, να μη δειλιάσεις ούτε στιγμή, να πάρεις την ευχή ενός πατέρα, τριών παππούδων, οκτώ αδελφών, δεκάξι θείων και επτά ανιψιών, να συνειδητοποιήσεις ότι αυτό το βλέμμα που τώρα αρνείσαι ν’ αντικρίσεις, το πέτρινο βλέμμα της μάνας σου, θα σε συνοδεύει για μήνες στη θάλασσα δίχως να σ’ αφήσει σε ησυχία. Και ότι κάτω απ’ αυτό το βλέμμα, η μάνα, κάθε μάνα, υφαίνει ιώβεια το μαύρο.

Εκείνα τα χρόνια, για να κάνεις λίγο πιο υποφερτό ένα μακρινό ταξίδι στη θάλασσα, μπορούσες να κοιμάσαι και να τρως, να διαβάζεις και να μιλάς, να χαζεύεις για ώρες τα πουλιά και τον ουρανό, ν’ ατενίζεις σιωπηλός μπροστά σου τις άγνωστες και μακρινές ακτές και ν’ αναπολείς πίσω σου με νοσταλγία τη γη που μόλις άφησες, να κλαις έναν λιγνό λυγμό σαν κι αυτόν που επιτρέπουν αυθόρμητα στον εαυτό τους οι έγχρωμες γυναίκες σου στα χωράφια, όταν τις συναντάει το ύπουλο έντομο ξαφνικά, αφηρημένες, βυθισμένες σ’ ένα όνειρο από ζάχαρη, ν’ αφηγείσαι στους άλλους όμορφες και τρομακτικές ιστορίες, όπως αυτή που μόλις άρχισε να λέει ο δεκαεπτάχρονος μαντραχαλάς Ζαν πάνω στο αμπάρι του πλοίου με το οποίο ταξιδεύουμε, για τον ξάδερφό του που είδε μια νύχτα στον ύπνο του τον θεό των χωρικών, Ζακά, και μόλις ξύπνησε άρχισε να μαζεύει ζευγάρια τα φαγώσιμα είδη και όταν έπειτα από λίγες μέρες ξέσπασε ο κατακλυσμός τα μοίρασε σε όλους και έτσι όλοι είχανε, τουλάχιστον, να φάνε, να συζητάς για πολιτική ώστε να ξεχνάς τη φτώχεια σου, ν’ αναφέρεσαι στις διεθνείς εξελίξεις και στους σαράντα πέντε τόνους καφέ που έστειλε η χώρα σου σε μιαν άλλη, άγνωστη χώρα που ζήτησε τη βοήθειά της. Να κλείνεις τα μάτια σου και καθώς το δυσπρόφερτο όνομα κάποιου Αδαμάντιου Κοραή αρχίζει να σβήνει απ’ το μυαλό σου, να σ’ επισκέπτονται απ’ το μέλλον σαν παραμυθένια λούνα παρκ τα χρώματα των πόλεων και των χωριών ενός ζωγράφου που επρόκειτο, πολύ αργότερα, να πάρει το όνομα Prefete Duffaut.

Όμως, εκείνα τα χρόνια, το να διακόπτονται τα ταξίδια με βίαιο τρόπο, δίχως τελικά να εκπληρώσουν την αποστολή τους, ήταν ένα πολύ συχνό φαινόμενο. Κάποιους, δυστυχώς, τους έβρισκε κάπου ο ανεμοστρόβιλος και η ανταριασμένη θάλασσα, άλλους η πείνα η αθεράπευτη. Εκείνους εκεί τους χτύπαγε με δύναμη στο κούτελο μια φτερωτή νοσταλγία και αυτούς εδώ, για τους οποίους γράφουμε, όπως εικάζεται, τους λιάνισαν οι πειρατές.

Ή πνίγηκαν.

Ή χάθηκαν μέσα σε όνειρα κοραλλιών.

Εκείνα τα χρόνια, ο αψύς και οξύθυμος Ποσειδώνας, αποσυρμένος πλέον οριστικά στα βάθη του ωκεανού, συνήθιζε να διασκεδάζει τους εκλεκτούς του καλεσμένους με μακάβριες ιστορίες που μόνο εκείνος καταλάβαινε και απολάμβανε. Μία απ’ αυτές ξεκινούσε ως εξής: «Ήταν κάποτε εκατό γενναίοι Αϊτινοί που ξεκίνησαν ένα μακρινό ταξίδι…». Και δεν έλεγε ψέματα. Γιατί οι εκατό γενναίοι Αϊτινοί που ταξίδεψαν από τη μακρινή τους χώρα για να συνδράμουν τους επαναστατημένους Έλληνες, αντί ν’ αποβιβαστούν μια μέρα, κατάκοποι και ζαλισμένοι, σε κάποιον απόκρημνο μεσσηνιακό όρμο, αντί, κατόπιν, να κορεστούν στη μάχη με γιουρούσια και ιαχές, ανακάλυψαν πρόωρα –σαστισμένοι Κολόμβοι του κλέους– την αθάνατη νήσο που λάμνει από μακριά μονάχα για τους πεσόντες ήρωες, εκβάλλοντας τούτη εδώ τη στιγμή στο ταπεινό κατώφλι της μυθοπλασίας. Έτσι προχωράνε (τους βλέπετε;) όπως θα θέλανε να τους θυμάστε όλοι, στητοί, αγέρωχοι και αξιοπρεπείς, με το κεφάλι ψηλά, αν και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, μερικοί χρειάστηκαν να σκύψουν λίγο για να περάσουν και κάποιοι μεγάλωσαν και φούσκωσαν απ’ τις φαντασιοκοπίες μιας πένας (της πένας μας) προορισμένης να εξιδανικεύει και άλλοι πάλι μάζεψαν και στριμώχτηκαν, δυσανασχετώντας γι’ αυτή την άσχημη εξέλιξη της τελευταίας στιγμής, όντας οι πιο εύσωμοι.

Και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία, μέχρι να εισέλθει και ο τελευταίος άντρας κλείνοντας πίσω του την πόρτα, έχει ενδιαφέρον να καταγράψουμε μερικά από τα αγαθά που έφτασαν στα μέρη μας σώα και αβλαβή, σε αντίθεση με τους αδικοχαμένους ιδιοκτήτες τους. Να μνημονεύσουμε, δηλαδή, τα τρία κιβώτια με μπανάνες που μοιράστηκαν ισότιμα στους κατοίκους του χωριού που τα βρήκαν. Να μιλήσουμε για τα μάνγκο, αυτά τα χυμώδη πυρηνόκαρπα φρούτα, που όσοι πρόλαβαν να τα φάνε (διστακτικά, ομολογουμένως, στην αρχή), απέκτησαν λείο δέρμα και βελτιωμένη μνήμη. Να εκφράσουμε τη δυσπιστία μας όσον αφορά τους αβάσιμους και αναπόδεικτους ισχυρισμούς ότι για τον σεληνιασμό ενός έφηβου αγοριού ευθύνεται η μαγική λάμψη του αϊτινού ήλιου που ανέβλυσε μια μέρα ξαφνικά από τα νερά της λίμνης. Κι αυτό, γνωρίζοντας ότι η συγκεκριμένη ποιότητα φωτός συνήθως σε ξεπετσώνει και σε αναγκάζει να βγεις απ’ τα ρούχα σου και να τρέξεις ελεύθερος στο δάσος μαστιγωμένος απ’ την κάβλα. Τέλος, οφείλουμε ν’ αναφερθούμε και στη δύσκολη, προσώρας, θέση στην οποία είχαν περιέλθει μερικοί εγχώριοι άγιοι-προστάτες, να στηλιτεύσουμε τους εκβιασμούς, την υποτίμηση και τη χλεύη που αναγκάστηκαν να υποστούν από τους μέχρι πρότινος πιστούς τους λόγω της ξαφνικής εμφάνισης, ανεπαίσθητης στη αρχή, εντονότερης καθώς περνούσαν οι μέρες, κάποιων άγνωστων θεοτήτων, πιο πονηρών, πιο πρακτικών και σίγουρα πιο έμπειρων σ’ αυτά που αποκαλούμε «ανθρώπινα».

Τελευταία και, τρόπος του λέγειν, καταϊδρωμένη, ξεβράστηκε στην ακτή μια μαύρη κότα, πρώτης τελετουργικής ποιότητος, δώρο προς τον θεό Λέγκμπα, με σαφείς οδηγίες να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η κότα, αφού πρώτα ήρθε σ’ επαφή με διάφορα άλλα περίεργα όντα της θάλασσας, που ούτε καν είχε διανοηθεί ότι υπήρχαν, διέμεινε στην Ελλάδα ως ασύνειδη flaneuse για μια ολόκληρη μέρα, ενώ τριγύρω όλο και κύκλωνε το αίμα. Απόλαυσε το χρυσαφένιο παιχνίδισμα του ήλιου πάνω στο χορτάρι, άκουσε με κατάνυξη τις συμφωνίες των τζιτζικιών, νανουρίστηκε με τον ήχο των κυμάτων, αλλά στο τέλος ερμήνευσε λανθασμένα το σιωπηλό, γεμάτο ένταση, μάτι που την παρατηρούσε. Γιατί, όταν πέρασε εκείνη η μέρα, συνάντησε αναπόφευκτα την τελεολογική εκπλήρωση της ράτσας της στα χορτασμένα στομάχια μιας οικογένειας βοσκών. Κι αυτό, δεν ήξερε η καημένη, ονομαζόταν φύση.

Όσον αφορά το ερώτημά σας, η απάντησή μου είναι αρνητική: δεν αξιωθήκαμε τελικά να μάθουμε το βουντού. Στον τόπο μου, βλέπετε, ανέκαθεν σκοτώνουμε με λόγια…

 

Ο Βασίλης Κόκκοτας γεννήθηκε το 1979 στη Γερμανία και μεγάλωσε στο Καρπενήσι Ευρυτανίας. Σπούδασε Αρχειονομία και Βιβλιοθηκονομία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Κέρκυρας. Είναι υποψήφιος διδάκτορας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ποιήματα, κείμενα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο. Συνεργάζεται επί πολλά έτη με την εφημερίδα Ευρυτανικά Νέα γράφοντας κριτικές βιβλίων, μουσικής και ταινιών. Εργάζεται στην Περιφέρεια Αττικής.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Ο παράδεισος της ουτοπίας» της Τίνας Κουτσουμπού

Έμοιαζαν όλα τέλεια. Το βραδινό φαγητό του, το μαλακό πάπλωμα και το παχύ μαξιλάρι του, η γεμάτη κόσμο τραπεζαρία όπου τον έβαλαν μαζί τους να δειπνήσει. Μετά την τόση κούραση κι απογοήτευση από το...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.