fbpx
«Το σημάδι» του Βασίλη Κατσαράκη

«Το σημάδι» του Βασίλη Κατσαράκη

ΕΝΑ

Ο χώρος σείεται από τους ήχους της σκληρής τέκνο. Το Κορίτσι χορεύει. Τα μάτια της είναι κλειστά, τα χείλη της κόκκινα, οι ώμοι της γυμνοί. Τα μακριά μαλλιά της μοιάζουν να χορεύουν και εκείνα σ’ ένα δικό τους, πιο αργό, μα εξίσου διονυσιακό τέμπο. Τα μάτια ανοίγουν. Βλέπει τη φίλη της να της χαμογελάει απ’ το μπαρ. Παίρνει το ποτό της και κάθεται δίπλα της. Ένας άντρας τις πλησιάζει.

«Σε είδα που χόρευες. Χορεύεις πολύ ωραία…»

«Ευχαριστώ».

Ο άντρας κοιτάζει το Κορίτσι με μάτια αδηφάγα. «Έχεις υπέροχα πόδια. Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες με μακριά πόδια».

«Κι εμένα το ίδιο», το Κορίτσι αγγίζει αισθησιακά το πόδι της φίλης της.

«Ε;» Ο νεαρός μένει να κοιτά τέσσερα σοβαρά κοριτσίστικα μάτια να τον καρφώνουν. Κάνει μια γκριμάτσα απορίας ανακατεμένη με αηδία και απομακρύνεται. Οι κοπέλες σκάνε στα γέλια.

 

Το Κορίτσι μπαίνει στο σπίτι. Το επιτραπέζιο πορτατίφ του σαλονιού με το λιγδιασμένο κρεμ καπέλο ρίχνει το άρρωστο φως του στους τοίχους.

«Ξέρεις τι ώρα είναι;»

Το Κορίτσι προσπερνά τον μεσήλικο, υπέρβαρο άντρα που στέκεται μπροστά της μ’ ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. Αυτός της γραπώνει το χέρι. Εκείνη τον κοιτά ευθεία στα μάτια. Ο άντρας τα χάνει. Στιγμιαία, κάτι του τραβάει την προσοχή. Πίσω από τον λευκό ώμο του Κοριτσιού, πλάι στο έπιπλο της τηλεόρασης, κάτι μαύρο και μακρύ, γυαλιστερό και γλοιώδες εμφανίζεται και χάνεται αυτοστιγμεί από το οπτικό του πεδίο.

Η λαβή χαλαρώνει. Το Κορίτσι ελευθερώνει το χέρι του και εξαφανίζεται στον σκοτεινό διάδρομο.

Μπαίνει στο δωμάτιό της και κλείνει την πόρτα. Με αργές κινήσεις βγάζει το μαύρο της φόρεμα και τα σανδάλια. Μένει να κοιτά την αντανάκλαση του ψηλόλιγνου κορμιού της στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της είναι στρογγυλό, τα μάτια και τα χείλη της έντονα βαμμένα, ενώ στο μέτωπό της ίσα που αχνοφαίνεται ένα σημάδι, ένα σκιερό παράδοξο που θυμίζει φιδάκι ή σίγμα τελικό, εντυπωμένο στο φωτεινό δέρμα, στο μέσο ακριβώς της απόστασης που χωρίζει τα λεπτά τοξωτά της φρύδια. Η ζέστη είναι αποπνιχτική, οπότε βάζει σε λειτουργία τον ανεμιστήρα. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά της χορεύουν και πάλι. Οι ρώγες της γίνονται σκληρές. Το χέρι της αγγίζει την κοιλιά της και κατεβαίνει χαμηλά. Η ανάσα της βαραίνει, τα σαρκώδη χείλη μισανοίγουν. Νιώθει τσιμπήματα σε όλο της το κορμί.

Και τότε άκουσε τα βήματα. Βάζει βιαστικά το νυχτικό της, καθώς τα βήματα περνούν μπροστά από την πόρτα της για να σταματήσουν αμέσως μετά. Το Κορίτσι ανοίγει με τρόπο και κοιτάζει μέσα απ’ τη χαραμάδα. Τα βήματα έχουν σταματήσει έξω από το δωμάτιο του αδελφού της. Τα ακροδάχτυλά της σφίγγονται τόσο πάνω στην κάσα, που πονάνε και γίνονται κόκκινα. Στιγμές απόλυτης σιωπής. Εντέλει, ο μεσήλικος άντρας σέρνει τα πόδια του ως το δωμάτιο στο τέρμα του διαδρόμου. Κλείνει σιγά την πόρτα πίσω του. Το Κορίτσι αφήνει έναν αναστεναγμό.

ΔΥΟ

Είναι ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι και παίζει με τα μαλλιά της. Το μυαλό της ταξιδεύει. Πότε είχε δει πρώτη φορά το σημάδι; Ήξερε πως δεν ήταν ένα σημάδι εκ γενετής. Την είχε διαβεβαιώσει γι’ αυτό και η μητέρα της, σ’ ένα από εκείνα τα σπάνια διαλείμματα πνευματικής διαύγειας, συνέπεια ολιγοήμερης αποχής από το ουίσκι. Το Κορίτσι είχε μάθει από μικρό να συμβιώνει με τη θλίψη και τις υστερίες της, ουσιαστικά την αδυναμία της να δεχθεί ή να προσφέρει αγάπη. Είχε εκπαιδεύσει τον εαυτό της να βρίσκει τη χαρά στα μικρά πράγματα και μπορούσε με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα να αντεπεξέρχεται στις προκλήσεις της γκρίζας καθημερινότητάς της. Και τότε μπήκε στη ζωή τους ο πατριός της. Ήταν ακριβώς σαν τη μάνα της, μόνο που αυτός έπινε λίγο συχνότερα, φώναζε λίγο περισσότερο... Αυτός έκανε και το άλλο. Δε θυμόταν πότε ξεκίνησαν οι επισκέψεις του στην κάμαρά της. Θυμάται όμως τα βήματά του. Και τον φόβο που την παρέλυε, αναμεμειγμένο με την ελπίδα ότι εκείνο το βράδυ τα βήματα δε θα σταματούσαν μπροστά στην πόρτα της, παρά θα προσπερνούσαν. Θα ορκιζόταν μάλιστα ότι πρώτη φορά παρατήρησε το σημάδι λίγο καιρό αφότου είχαν ξεκινήσει αυτές οι επισκέψεις.

Τα μάτια του Κοριτσιού γίνονται δύο σχισμές. Πάει λίγος καιρός από τότε που ο πατριός της είχε χάσει το νοσηρό του ενδιαφέρον για το μέχρι πρόσφατα άγουρο κορμί της. Και –δεν μπορεί να κάνει λάθος– μαζί με το ενδιαφέρον του είχε ξεθωριάσει και το σημάδι. Τουλάχιστον μέχρι την περασμένη εβδομάδα. Τότε ήταν που τα βήματα προσπέρασαν μεν την κάμαρά της, αλλά δε συνέχισαν μέχρι την τελευταία πόρτα, παρά σταμάτησαν στο δωμάτιο του αδελφού της. Το μίσος της, ο φόβος της, η αγανάκτησή της φούντωσαν τότε τόσο, που ένιωσε το σημάδι στο μέτωπό της να καίει. Ταυτόχρονα όμως ένιωσε και τη δύναμη. Το Κορίτσι από καιρό υποψιαζόταν την ύπαρξη αυτής της δύναμης, συνάμα όμως τη φοβόταν. Γιατί ήξερε βαθιά μέσα της ότι μόλις αυτή ξεσπούσε την αρχέγονη, εντροπική μανία της, δε θα υπήρχε γυρισμός. Η δύναμη ήταν κομμάτι του εαυτού της και αν κάποτε μισούσε τον εαυτό της που δεν ήταν κάποια άλλη, τώρα το μίσος θα την κατάπινε ολόκληρη αν δεν γινόταν ο εαυτός της.

Βυθισμένη στις σκέψεις της, αυτή τη φορά δεν άκουσε τα βήματα. Άκουσε μόνο ομιλίες και τριξίματα και μια γνώριμη παιδική φωνή που παρακαλούσε. Η όρασή της έγινε θολή απ’ τα δάκρυα και το σώμα της άκαμπτο σαν βράχος. Μια πόρτα που ανοίγει και αμέσως μετά μια άλλη που κλείνει. Το Κορίτσι σηκώνεται. Το πρόσωπό της είναι κάτωχρο και το σημάδι δεν είναι πια θαμπό. Είναι μαύρο και γυαλίζει, έτοιμο θαρρείς να πεταχτεί και να κατακτήσει την τρίτη διάσταση. Τα μαλλιά της είναι ανακατεμένα. Αφήνει τη δύναμη να την καταπιεί.

Πηγαίνει αθόρυβα ως την κουζίνα και ανοίγει το συρτάρι. Βγάζει ένα μεγάλο καλογυαλισμένο μαχαίρι με ξύλινη λαβή. Για λίγη ώρα περιεργάζεται τη λεπίδα του. Πρέπει να χρησιμοποιήσει και τα δυο της χέρια για να γίνει σωστά. Δε φοβάται. Αν όχι εγώ, ποιος; Αν όχι τώρα, πότε;

Μπαίνει στο υπνοδωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου. Στέκεται πίσω από την πόρτα ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια της στο σκοτάδι. Έπειτα, πλησιάζει το κρεβάτι. Ο πατριός της κοιμόταν ανάσκελα, φορώντας μόνο το εσώρουχο, όπως έκανε πάντα τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες. Κρατώντας την αναπνοή της, του κατεβάζει το σλιπ. Ο άντρας ξύπνησε. Και είδε δύο μάτια ορθάνοιχτα να τον καρφώνουν. Πέτρωσε. Μια καλά ζυγιασμένη κίνηση και το αίμα εκτινάχτηκε παντού. Το μαχαίρι πέφτει με πάταγο στο παρκέ, μα τα ουρλιαχτά της μητέρας της καλύπτουν κάθε ήχο.

Το Κορίτσι, απόλυτα ψύχραιμο, απομακρύνεται με αργά, σίγουρα βήματα. Μπαίνει στο δωμάτιο του αδελφού της. Το αγόρι είναι ξύπνιο και τα έχει χαμένα. Κάθεται δίπλα του και το παίρνει στην αγκαλιά της. Το παιδί σφίγγεται πάνω της με λαχτάρα.

Η Γυναίκα στρέφει το βλέμμα στον ολόσωμο καθρέφτη στον απέναντι τοίχο. Μαύρα γυαλιστερά φίδια τυλίγονται και πάλλονται και συστρέφονται ανάμεσα στα μαλλιά της, περιζώνοντας το λευκό, φεγγαρόσχημο πρόσωπο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Μέδουσα ή Μεδέουσα: Αυτή που άρχει, που προστατεύει – αρχέτυπο της γυναικείας φύσης. Κατά την αρχαιότητα, το κεφάλι της Μέδουσας (Γοργούς) αποκτά αποτροπαϊκό χαρακτήρα, προσωποποιώντας κατά τον Φρόιντ το ίδιο το αιδοίο, ενώ η πράξη του αποκεφαλισμού συμβολίζει τον φόβο του ευνουχισμού, με τα φίδια να υποκαθιστούν συμβολικά το πέος.

Ο Βασίλης Κατσαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986 και είναι απόφοιτος της σχολής Βακαλό, με μεταπτυχιακό στη σκηνογραφία. Εργάζεται ως δάσκαλος Εικαστικών, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη γραφή. Άρθρα και διηγήματά του έχουν κατά καιρούς φιλοξενηθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2014 εξέδωσε την πρώτη συλλογή του με διηγήματα, υπό τον τίτλο: Το Όνειρο.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Ο παράδεισος της ουτοπίας» της Τίνας Κουτσουμπού

Έμοιαζαν όλα τέλεια. Το βραδινό φαγητό του, το μαλακό πάπλωμα και το παχύ μαξιλάρι του, η γεμάτη κόσμο τραπεζαρία όπου τον έβαλαν μαζί τους να δειπνήσει. Μετά την τόση κούραση κι απογοήτευση από το...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.