«Γύφτικο αίμα» του Νεοκλή Δημόπουλου
Κάθε χρονιά σκάρωνε κάτι στεφάνια από χάρτινα λουλούδια, που ήθελε να τ’ απιθώσει στα πόδια του Εσταυρωμένου, όταν θ’ ακουγόταν το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Φέτος, δεν του έφτανε το άγριο βλέμμα του καντηλανάφτη, τον χούγιαξε και ο παππάς. Με τα στεφάνια παραμάσκαλα και το χνότο να ζέχνει κρασί πήρε να κουτρουβαλάει την κατηφόρα. Ξοπίσω του το παιδομάνι ν’ αλαλάζει: «Νυν και αεί, νυν και αεί!». Κοντοστάθηκε αγριεμένος. «Της μάνας σας το πράμα, ρε απορριξίμια! Ξαναπείτε το, αν σας βαστάει…»
Ξημέρωσε η Μεγάλη Παρασκευή, χολή και ξίδι στον κόσμο. Σκόλασε η Αποκαθήλωση και ετοιμάζονταν για τον Επιτάφιο. Πηχτή κουφόβραση… Είχε πέσει αργά και το Πάσχα. «Δε θ’ αφήσει ούτε ρώγα ο περονόσπορος», παραπονιόταν ο καφετζής. Ήταν που ήταν ξελιγωμένος από τη νηστεία του Μεγαλοβδόμαδου, ήρθε κι η μισοκαδιάρα και το γύφτικο αίμα του άναψε και κόρωσε. Πρώτα έπιασε έναν παθιάρικο σκοπό, αβγατίζοντας τα λόγια του με μπόλικα αμάν, «χίλιες νύχτες περιμένω να δω τα μάτια σου τα δυο, αμάν…» κι ύστερα βόλεψε το γαρίφαλο στ’ αυτί, ακούμπησε τη σκούφια στο τραπέζι και το αργασμένο κορμί του τεντώθηκε και χύθηκε σ’ ένα τσιφτετέλι, με τέτοια σκέρτσα και τσακίσματα, που ταίριαζαν σε κοριτσούδια. Μυστικά κλαρίνα και νταούλια αντηχήσανε μέσα του και είδε τη θυγατέρα του, που της είχαν βγάλει τ’ όνομα άδικα των αδίκων, να πνίγεται στη χαρτούρα στα πανηγύρια στα Γκράβαρα. Τα μπιρμπιλωτά του μάτια λαμπύριζαν και σε κάθε γυροβολιά το ξεδοντιάρικο στόμα του σφύριζε: «Έλα μία, κοκόνα μου! Έλα μία, Ξηρόμερο!».
Ο καφετζής τον σιχτίρισε, τραβώντας τον απ’ τους ώμους: «Κάτσε, ρε βλοημένε, να ’ρθει πρώτα η Ανάσταση!» και μια παρέα τού πέταξε δύο-τρία τσιγάρα «Έθνος Εξαιρετικά», που τα μάζεψε και τα ’χωσε στην κωλότσεπη του ντρίλινου παντελονιού του…
Ο Νεοκλής Δημόπουλος γεννήθηκε το 1963. Κατάγεται από τον Ριόλο Αχαΐας και είναι δικηγόρος.