fbpx
«Τα μανιτάρια» του Ευγένιου Ανατόλιεβιτς Ποπόφ

«Τα μανιτάρια» του Ευγένιου Ανατόλιεβιτς Ποπόφ

μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη

Ξύπνησα και δεν ήταν ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά. Έμεινα για λίγο ξαπλωμένος κοιτάζοντας το ταβάνι. Ντύθηκα, ξυρίστηκα και βγήκα.

Ήταν ηλιόλουστα στον δρόμο. Κυριακή. Ανέβαινε κάψα. Οι σκιές έπεφταν κάτω. Η άσφαλτος ήταν ξερή.

Ένας σκυθρωπός άνθρωπος με σακάκι ραβδωτό, σαν του τίγρη, αλλά βρόμικο, καθόταν στα σκαλάκια του παντοπωλείου Νο50, έχοντας κάτι μπροστά του. Θα έπρεπε να τον παρακάμψω, όμως η καταραμένη μου ικανότητα να συναντώ αναπόφευκτα το βλέμμα των ανθρώπων και πάλι με εμπόδισε.

Κοίταξα τον άντρα, καθώς σκεφτόμουν κάτι δικό μου, και αυτός μου είπε:

«Το αεροπλάνο συνετρίβη – θα με υποχρεώνατε για ένα τσιγάρο».

Έπειτα από αυτό, έπρεπε να του προσφέρω ένα τσιγάρο «Ροστόφ-Ντον» από το σκληρό κουτί.

«Δεν είναι αμαρτία να καπνίζεις στη Σιβηρία “Ροστόφ-Ντον”; Λοιπόν, τι κάνεις, αδελφούλη», ψιθύρισε ο ραβδωτός, αλλά δεν εξήγησε τι σήμαιναν αυτά τα παράξενα λόγια.

«Αφού δεν θέλεις, κάπνισε τα δικά σου», του είπα εγώ.

«Τα δικά μου ακόμα δεν υπάρχουν», απάντησε ο άνθρωπος και συστήθηκε: «Πιοτρ Στραντάγεφ, εργάτης».

Έπειτα από αυτό, μου διηγήθηκε όλη του τη ζωή, που αποτελούνταν από την παιδική ηλικία, την τεχνική σχολή για να γίνει βιομηχανικός εργάτης, τον σοβιετικό στρατό, το εργοστάσιο ελαστικών και τα μανιτάρια.

«Σηκώνομαι νωρίς! Την αυγή!» Ο Στραντάγεφ, με ανήσυχο λοξό βλέμμα, φώναζε φανερά πιο χαρούμενος. «Παίρνω τον ηλεκτρικό και από εκεί κατευθείαν στο δάσος. Κατάλαβες; Οι πευκοβελόνες γαργαλάνε το δέρμα μου. Γονατίζω, ανοίγω δεξιά κι αριστερά το υγρό γρασίδι. Και εκεί, ω, τι θαύμα, ένα ακόμα υγρό μανιτάρι! Λευκό, με μια καφετιά μεμβράνη. Όμορφο, αδελφάκι μου, ένα αγαθό που το κόβω αμέσως μόλις βάλω το μαχαίρι και το βάζω αμέσως στον ωραίο κουβά».

Ήταν ευχάριστο να τον ακούς και δεν ήταν κουραστικό. Τα λόγια του ήταν ελαφριά και στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν με αγγίζανε.

«Λες ότι ανοίγεις το γρασίδι; Και για ποιο λόγο;» ρώτησα αμέριμνα.

«Αφού ακριβώς εκεί υπάρχει ένα θαύμα! Εκεί είναι το θαύμα! Ένα μανιτάρι! Τα μανιτάρια, αυτά τα μαγικά αγροτικά προϊόντα! Δεν είναι φρούτα, δεν είναι λαχανικά – δεν είναι τίποτα και είναι τα πάντα!» συνέχισε να φωνάζει ο Στραντάγεφ.

Και μόνο τότε διαπίστωσα ότι βρισκόταν μπροστά του ένα μπολ εμαγιέ, γεμάτο μέχρι το χείλος. Και δίπλα του είναι τοποθετημένος, προφανώς, ο ωραίος κουβάς. Επίσης εμαγιέ, καλυμμένος με ένα καθαρό πανί.

«Μάλλον θα αγοράσω», είπα εγώ. «Θα τα τηγανίσω σε βούτυρο».

«Και πόσο τα πουλάς;» ακούστηκε ξαφνικά μια σκληρή φωνή.

«Σε πολύ χαμηλή τιμή», είπε χάνοντας το θάρρος του ο Στραντάγεφ, και εγώ γύρισα για να ανακαλύψω πίσω μου έναν νεαρό αστυνομικό με ωραία εμφάνιση.

«Λες ψέματα! Μάζεψ’ τα!» είπε ξερά το όργανο της τάξης.

«Γιατί; Για πού;» είπε με λυγμούς ο Στραντάγεφ. «Η Σβέτκα, ο Βαλέρκα – τα παιδάκια μου! Με τα χέρια μου. Ο καρπός της προσπάθειας των χεριών μου», κλαψούρισε. «Να, για παράδειγμα, και ο σύντροφος εδώ μπορεί να το επιβεβαιώσει».

Στο μεταξύ, ο αστυνομικός τον κρατούσε σφιχτά από τον αγκώνα. Άνοιξα το στόμα μου:

«Μα, στ’ αλήθεια, δεν είναι τίποτα», είπα εγώ.

«Κι εγώ δεν είμαι τίποτα», γέλασε ο αστυνομικός. «Μόνο που υπάρχει νόμος. Το εμπόριο πρέπει να γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους για αυτόν το σκοπό. Τώρα θα συντάξουμε ένα πρωτόκολλο για πρόστιμο και μετά ας πάει στους τέσσερις ανέμους».

«Είμαι φτωχός», είπε ο Στραντάγεφ.

«Πάλι λες ψέματα. Έχεις ένα σακάκι που αξίζει ένα τριαντάρι», αντιτάχθηκε δικαίως ο αστυνομικός και έσυρε τον Στραντάγεφ.

Στην αρχή κάπως λιγάκι φούντωσα, και μάλιστα μου ήρθε να πάω στο Τμήμα να σώσω τον Στραντάγεφ ή να γράψω μια επιφυλλίδα, ότι οι οργανισμοί προμηθειών και εμπορίου της πόλης έχουν οργανώσει άσχημα την αγορά και το εμπόριο, γι’ αυτό γύρω από τα παντοπωλεία εμφανίζονται διάφοροι «Στραντάγεφ».

Αλλά μετά τα λογικά λόγια για το σακάκι, έπαψα να θέλω τη σωτηρία του ενώ αυτοί αποσύρθηκαν, ο νεαρός αστυνομικός και ο άπληστος Στραντάγεφ, που είχε καμπουριάσει για να τον λυπηθούν.

«Σβέτκα, Βαλέρκα! Παιδάκια μου!» άκουγα τη φωνή του καθώς απομακρυνόταν.

«Α, καλέ! Το είδες! Το είδες; Αυτό είναι έτοιμο θέμα. Ακριβώς για σένα! Α! Να γράψεις! Να γράψεις!» φώναξε ένας φίλος που έτυχε να βρίσκεται εκεί.

Και του είπα την αλήθεια. Ούρλιαξα, σηκώνοντας τις γροθιές:

«Στο διάολο! Τα βαρέθηκα όλα αυτά! Βαρέθηκα! Θέλω να γράψω για την ομορφιά, για τις εμπνευσμένες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Για το πώς κάποιος έσωσε κάποιον διακριτικά και αυτό ήταν σε ανώτατο βαθμό εξαιρετικά ευγενές! Για τον γκριζομάλλη δάσκαλο που κοιτάζει ένα φυλλαράκι σφενδάμου και θυμάται ολόκληρη την όμορφη ζωή του! Και για το πώς οι ερωτευμένοι έζησαν πολύ και πέθαναν μαζί σε μια μέρα! Στο διάολο! Στο διάολο!»

Ο φίλος τραβήχτηκε πίσω και είπε πως τον τελευταίο καιρό δύσκολα καταλαβαίνει τα αστεία μου.

Αφού δεν καταλαβαίνεις, δεν χρειάζεται να μιλάς μαζί μου. Ο χρόνος χάνεται σαν το νερό στην άμμο. Δεν είμαι για αστεία, δεν είμαι για αστεία. Δεν το καταλαβαίνεις;

 

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ζνάμιγια/Σημαία Νο5, 1987.]

Ο γεωλόγος Ευγένιος Ανατόλιεβιτς Ποπόφ γεννήθηκε το 1946 στο Κρασναγιάρσκ της Σιβηρίας. Το 1962 αποκλείστηκε από την κομσομόλ επειδή έγραψε σε εφημερίδα σαμιζντάτ. Ήρωές του είναι παράσιτα της κοινωνίας, μέθυσοι, πόρνες, υπάλληλοι, διανοούμενοι, γραφομανείς και κομμουνιστές. Η πρώτη σημαντική δημοσίευσή του έγινε στο περιοδικό Νόβι Μιρ/Νέος Κόσμος το 1976 και με την εισαγωγή του Βασίλη Σουκσίν έγινε γνωστός σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Το 1978 έγινε δεκτός στην Ένωση Λογοτεχνών, αλλά πολύ σύντομα τον απέβαλαν επειδή μαζί με τους Βασίλι Αξιόνοφ, Αντρέι Μπίτοφ και Φαζίλ Ισκαντέρ δημιούργησαν το –εκτός λογοκρισίας– αλμανάκ Μετροπόλ, που εκδόθηκε στη Δύση και έγινε αιτία για το μεγαλύτερο λογοτεχνικό σκάνδαλο «της εποχής του Μπρέζνιεφ». Το 1980 βρισκόταν υπό τη δικαστική δίωξη της Κα-Γκε-Μπε, επειδή συμμετείχε στην ανθολογία της σύγχρονης λογοτεχνίας Κατάλογος, που εκδόθηκε στις ΗΠΑ. Το 1988 αποκαταστάθηκε στην Ένωση Λογοτεχνών. Οι ιστορίες του Ποπόφ έχουν μια ποικιλία ρεαλιστικών χαρακτήρων και ως μεταμοντέρνος συγγραφέας σπάει τα στερεότυπα, αναμειγνύει διαφορετικά είδη γραφής, εισάγει στοιχεία λεκτικών παιχνιδιών, τσιτάτα (αποσπάσματα) όχι μόνο από κείμενα αλλά και από συνθήματα και μύθους.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Ο παράδεισος της ουτοπίας» της Τίνας Κουτσουμπού

Έμοιαζαν όλα τέλεια. Το βραδινό φαγητό του, το μαλακό πάπλωμα και το παχύ μαξιλάρι του, η γεμάτη κόσμο τραπεζαρία όπου τον έβαλαν μαζί τους να δειπνήσει. Μετά την τόση κούραση κι απογοήτευση από το...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.