fbpx
Δημήτρης Λέντζος: «Μαύρη παπαρούνα»

Δημήτρης Λέντζος: «Μαύρη παπαρούνα»

«…σαν το φιλί που μ’ άφησε/ πένθος βαρύ στο στόμα.»

Ο Δημήτρης Λέντζος φαίνεται πως παίζει με πράγματα που είναι σοβαρά, αλλά δεν παίζει. Με τον εαυτό του παίζει, τον εαυτό του απομυθοποιεί, στήνοντας, ξεστήνοντας το πορτρέτο του, πιάνοντας το νήμα από την αρχή. Τον τόπο, την πατρίδα του, τον άνθρωπο, τον κόσμο.

Η Μαύρη παπαρούνα του σαν πένθιμη άνοιξη μοιάζει. Κι από όλα του αγρού, τα χρώματα, τα λούλουδα, διαλέγει το ανείδωτο, τη «μαύρη παπαρούνα», σαν τη μαύρη τουλίπα, σαν το τετράφυλλο τριφύλλι, αυτά που είναι στη διάθεση μόνο εκείνου που τα αναζητεί:

Ανθίζει λένε μια φορά/ η μαύρη παπαρούνα/ στη μέση εκεί στις κόκκινες/ στη μέση εκεί στις άλλες/ σαν το φιλί που μ’ άφησε/ πένθος βαρύ στο στόμα.

Αυτό το πρώτο εισαγωγικό ποίημα, που μοιάζει με δημοτικό τραγούδι, που έχει τον παραδοσιακό ρυθμό και τις σημαίνουσες επαναλήψεις, δηλώνει αυτό που αρχίζει εκεί, στην αρχή της αρχής της ζωής, που είναι «το φιλί στο στόμα». Το φιλί αρχή του έρωτα που ανοίγει τον δρόμο για το κενό του θανάτου και το πένθος το βαρύ. Και αν η «φανατικιά παπαρούνα» σηκώνει το «κόκκινο «μπαϊράκι» της, όπως λέει ο Ελύτης, η μαύρη είναι η άλλη όψη της, ο θάνατος: Ο θάνατος αυτός είναι/ στην παπαρούνα την πλατιά/ και στο λιανό-λιανό χαμομηλάκι.

Η ιστορία του Λέντζου αρχίζει στην Αμαλιάδα. Στην ωραία Φραγκαβίλλα πήγε σχολείο. Αγάπησε το απόδειπνο στην εκκλησία της Παναγίας, αγάπησε «τη Ρεββέκα με τα μακριά μαλλιά/ και τα ωραία χείλη/ στο μικρό παντοπωλείο», «την καθηγήτρια της Φιλολογίας με την ελληνική όψη/ και το ωραίο παράστημα»… Η τύχη το ’φερε να είναι όλα θηλυκά, όσα αγάπησε. Θηλυκή και η φύση και προκλητική και επικίνδυνη. Ωραία και η κομμώτρια: «έσκυψε και μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα/ “άμα πεθάνεις, εγώ θα σε κουρέψω” μου είπε/ κι εγώ δεν αντιστάθηκα/ σ’ αυτή τη μεγάλη τιμή/ και ζω πεθαμένος εκεί για πάντα». Κι έτσι, εκτός από μαύρη παπαρούνα η συλλογή διαθέτει και μαύρο χιούμορ. Κι όμως μαύρο ή όχι, το πένθος είναι παντού παρόν.

Στην επιφάνεια των συναισθημάτων βρίσκονται τα απλά και παραδοσιακά, η Μεγάλη Εβδομάδα και το Θείο Πάθος, για τους μακάριους, τους μη ειδότες και πιστεύοντες στην Ανάσταση. Εκείνους που δεν βλέπουν τη μαύρη παπαρούνα, αλλά την κόκκινη της πασχαλιάτικης χαράς, αν και καθόλου το κόκκινο δεν είναι μόνο χρώμα της χαράς. Έστω. Η χρωματική ανατροπή της παπαρούνας μάς απομακρύνει αμέσως από το προφανές και αναμενόμενο.

Ο ποιητής συμβολοποιεί πρόσωπα και πράγματα. Μια γριά που βάζει φωτιά στον καρφωμένο και εσταυρωμένο Απρίλιο στην κολόνα, επιμένοντας να κάνει πάντα τον σταυρό της ανάστασης στο υπέρθυρο του σπιτιού της, οι άλλες γριές-κολόνες, που στέκουν, κι ας γερνάνε, για να μεταφέρουν σήματα, αισθήματα και τις σιωπές των πεθαμένων, ο Επιτάφιος που είναι γεμάτος πασχαλιές και ζουμπούλια, όλα μάς υπενθυμίζουν ότι «ο πιο σκληρός μήνας είναι ο Απρίλης» γιατί περιέχει τον θάνατο και τα «ωραία ψεύδη, επιθυμίες και χειρονομίες της Ανάστασης». Έτσι οι Απρίλιοι πεθαίνουν, αλλά η γριά-Ζωή συνεχίζει να ζει. Η ζωή είναι σαν κήπος, μια ανάσα ζωής μέσα στην αιωνιότητα, όπου ανάμεσα στις άλλες παπαρούνες μεγαλώνει και η μαύρη, περιμένοντας την ώρα της να ανθίσει. Γι’ αυτό ο ασκητής-ποιητής έχει μάτια πένθιμα, μάτια γεμάτα από τα πάθη των ανθρώπων. Εκείνου που κρεμάστηκε στο κελί του από αθεράπευτο καημό για τα μαύρα μάτια και τα κόκκινα χείλη μιας γυναίκας, που τον είχε κάνει να πενθεί αιωνίως, που κάθε νύχτα τη σκότωνε αλλά εκείνη ποτέ δεν πέθαινε. Αθεράπευτος ο «Καημός», ποτάμι είν’ ο καημός/ όπου χωράει το δάκρυ/ κι εγώ μια στάλα δάκρυσα/ και γίνηκα ποτάμι/ και χύθηκα στη θάλασσα/ και γίνηκα καημός.

Ο ποιητής στυλώνει το βλέμμα στα πράγματα. Στο τοπίο που είναι η πατρίδα του, που περιβάλλει την πόλη του, που φιλοξενεί το σπίτι του, που εκεί είναι η ζωή του.

«Η ζωή είναι σαν κήπος, μια ανάσα ζωής μέσα στην αιωνιότητα, όπου ανάμεσα στις άλλες παπαρούνες μεγαλώνει και η μαύρη, περιμένοντας την ώρα της να ανθίσει. Γι’ αυτό ο ασκητής-ποιητής έχει μάτια πένθιμα, μάτια γεμάτα από τα πάθη των ανθρώπων.»

Το τοπίο, οι κολόνες, τα δέντρα, τα σπίτια, το πατρικό σπίτι, τα δωμάτια, η ντουλάπα, τα ρούχα της μητέρας. Από το γενικό πλάνο ο φακός οδηγεί στο κοντινό και από το κοντινό στο εσωτερικό, στις τσέπες του κρεμασμένου στην ντουλάπα άδειου κελύφους του αγαπημένου σώματός της. Όλα αυτά που συνιστούν την αντικειμενική πραγματικότητα, αυτά τα ίδια συμβολοποιούνται, ιεροποιούνται, σωματοποιούνται και πονούν και αποκτούν μια αδιατίμητη και ανεκτίμητη αξία.

lentzosΟ Δημήτρης Λέντζος κοιτάζει με τα μάτια της ψυχής του και ακτινογραφεί το τοπίο της πατρικής γης, την ποίηση των προγόνων ποιητών, τον μύθο και την ιστορία: Έσπειρα τα μάτια μου/ κι έχουν φυτρώσει πέτρες/ και θέρισα αγάλματα/ και μίλησα σιωπές. Στο μικρό ποίημα «Σπορά», ανακαλύπτει κανείς την Ελλάδα και την ιστορική μνήμη, τον μύθο της, τους ποιητές της. Όπου και να κοιτάξω, «Αυτό το τοπίο […] κλείνει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια» λέει ο Γιάννης Ρίτσος. Πέτρες που έσπειρε ο Δευκαλίων και η Πύρρα και γεννήθηκαν θεοί, άνθρωποι και αγάλματα που μαρτυρούν την ύπαρξή τους. Έξω από το παράθυρό του φυτρώνει ένα δέντρο, είναι το δέντρο της μνήμης και της αγάπης και της ζωής («Το Δέντρο»). Ο ποιητής τρομοκράτης: Θα ζωθώ τις λέξεις μου όλες και θα εκραγώ. Ο καθείς και τα όπλα του και οι λέξεις του και, ανάλογα με τις περιστάσεις, θα καταγγείλει στον κόσμο το κακό, θα σταθεί στο πλευρό των ασυνόδευτων/ μικρών προσφυγόπουλων/ με χαραγμένους βαθιά/ τους μπλε αριθμούς/ στα χέρια τους. Και σιγά σιγά θα αλλάξει τοπία, θα περιηγηθεί σε κακόφημες γειτονιές, θα χρησιμοποιήσει τολμηρό λόγο, θα βολτάρει με τη μοτοσικλέτα, θα αμφισβητήσει πολλά, θα ανατρέψει καθιερωμένες αξίες και, σαν τον δημοτικό τραγουδιστή, θα κάνει τα πάθη του ποιήματα, τραγούδια, μοιρολόγια, θα στοχαστεί, θα φιλοσοφήσει, θα βωμολοχήσει. Ωστόσο, πάντα θα κρατάει μέσα του μνήμες από τα χρόνια της αθωότητας και, αφού η περίσταση το φέρνει, θα στριφογυρίσει σε ένα βαρύ αυτοβιογραφικό ζεϊμπέκικο:

Στην τσέπη πάντοτε φυλάω τη σφεντόνα/ και στα συσσίτια μου παίρνουν τη σειρά/ σκούζουν μυδράλια στριγκλά στον ελαιώνα/ και στον υπόνομο αγιάζουν τα νερά/ Κι εγώ φυγόδικος στον Πύργο της Ηλείας/ γυρεύω άλλοθι για αρχαίο φονικό/ λένε πως ήμουνα υιός της απωλείας/ κι είχα πρωτόγονο θυμό προγονικό.

 

Μαύρη παπαρούνα
Δημήτρης Λέντζος
Μετρονόμος
84 σελ.
ISBN 978-618-5010-90-4
Τιμή €9,54
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.