Τόλης Νικηφόρου: «Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα»
Ο Τόλης Νικηφόρου δεν είναι απλώς ένας ποιητής. Είναι ένας συλλέκτης θαυμάτων. Ένας ταξιδευτής που αναζητά, χρόνια τώρα, «το μυστικό αλφάβητο», με το οποίο γράφονται τα θαύματα. Προσπαθεί μεθοδικά ν’ αποκρυπτογραφήσει τις συλλαβές του ονείρου, καθώς τις διυλίζει στο «προαιώνιο φως» ή στο «προαιώνιο σκοτάδι». Ν’ αφουγκραστεί «τις μελωδίες των χρωμάτων». Οι ποιητικές του συλλογές δεν αποτελούνται από λέξεις. Είναι όργανα πλοήγησης και ταξιδιωτικές περιγραφές, εναγώνιες χαρτογραφήσεις του απείρου και της ουτοπίας. Έχουν το άρωμα της ανακάλυψης, αλλά και της απώλειας. Του φωτός και του σκοταδιού. Της ζωής και του θανάτου. Όμως η γλώσσα των θαυμάτων δεν βρίσκεται σε σφραγισμένες περγαμηνές και παλιά κιτάπια. Κι όποιος την ανακαλύπτει ζει κυριολεκτικά «στο έλεος των θαυμάτων».
Κι αυτή η συλλογή δεν είναι παρά ακόμη ένα ταξίδι, μια συνέχεια αυτής της ισόβιας μαθητείας. Στα ίδια γνώριμα τοπία επιστρέφει και πάλι ο ποιητής, στα αιώνια θέματα. Στην ποιητική τέχνη, τον έρωτα και την αγάπη, το χρόνο και τη μνήμη. Κι όπως ένας εικαστικός καλλιτέχνης επανέρχεται με αλλεπάλληλα σχεδιάσματα στη βασική του έμπνευση, έτσι και ο ποιητής ανακατεύει στον καμβά του ποιήματος τις αγαπημένες του λέξεις, τα δικά του χρώματα, το κόκκινο και το γαλάζιο. Και ολοκαίνουργο ξεπροβάλλει το ποίημα: «σπασμένα δάχτυλα/ που αφήνουν ίχνη στο χαρτί/ το ποίημα/ παντού εκεί όπου καταφεύγει/ απαρηγόρητη η ψυχή».
Όμως το ποίημα από τη στιγμή που θα γεννηθεί αυτονομείται, οι λέξεις αποκτούν δική τους συνολική οντότητα, αφού έχουν τη δύναμη «να εκφράζουν το ανέκφραστο» κι έτσι: «κανείς δεν ξέρει/ ποιον άλλο κόσμο θα συνθέσουν/ κανείς δεν τις αναγνωρίζει/ καθώς στη νέα τους διάσταση/ χαμογελούν/ αδιόρατα, ανεπαίσθητα/ αινιγματικά».
Ποιο λοιπόν το όφελος αυτής της αναζήτησης; Να ανακαλύπτεις το μυστικό αλφάβητο, να κυοφορείς το θαύμα κι ύστερα να παραμένεις μόνος και απαρηγόρητος με «μια θλίψη τελεσίδικη μέσα στο φως»; Εδώ ο ποιητής αποζητά «το κάτι εκείνο και το τίποτα», τη λεπτή κλωστή της αγάπης: «στην άκρη της αβύσσου είμαι/ το μυστικό αλφάβητο/ το κάτι εκείνο και το τίποτα/ που αναδύθηκε στο φως/ για να ζητήσει τη δική σου αγάπη».
Και του αποκαλύπτεται το μεγαλύτερο των θαυμάτων. Εμφανίζεται πρώτα δειλά και αινιγματικά, σαν ρίγος, σαν «εξαίσια λάμψη», σαν «κόκκινο πουλί ανάμεσα στα φύλλα» κι ύστερα ξαφνικά, σαν «ένα χάος κατακόκκινο που αστράφτει» και φωτίζει όλες τις ανεξερεύνητες περιοχές, απαντά σε όλα τα ερωτήματα, ενώ άλλα, μεγαλύτερα γεννιούνται: «είσαι το νήμα στον λαβύρινθο/ η έξοδος στο βάραθρο ή το φως/ ένα χάος κατασκότεινο/ που αστράφτει».
Η αγάπη στην ποίηση του Τόλη Νικηφόρου είναι πρωτίστως σπαρακτική. Είναι σπασμός γυναικείας μήτρας την ώρα που ακούγεται το πρώτο κλάμα. Είναι απύθμενα τρυφερή σαν μαγικό παραμύθι μέσα στη νύχτα. Είναι εκείνη η αγκαλιά η αρκουδίσια η «μεγάλη και ζεστή/ και χωρίς ίχνος μαύρου/ το μαύρο κρύβεται/ πίσω απ’ το πράσινο στα μάτια μου». Είναι βαθιά ερωτική, πότε είναι σιγή, απέραντη σιγή σε μάτια εκστατικά, πότε ανεπαίσθητο άγγιγμα, πότε προσμονή. Κάποιες φορές απελευθερώνονται «όσα για λίγο τιθασεύει η προσμονή» και η αγάπη γίνεται απελπισμένα ηδονική «μάτια υγρά απάτητα/ ψιθυριστή φωνή/ ένα ρίγος ανεπαίσθητο/ που διατρέχει την επιδερμίδα/ και τη βελούδινη κομμένη ανάσα». Η αγάπη στην ποίηση του Νικηφόρου συμπυκνώνεται σ’ ένα και μοναδικό επιφώνημα. Σ’ ένα μόνο «αχ».
Στις εκβολές αυτού του «αχ» βρίσκεται πάντα η Μητέρα, η πρώτη και η πιο καταιγιστική μορφή αγάπης. Στα σκοτεινά νερά της μνήμης, αντίθετα στη ροή, ταξιδεύει τώρα ο ποιητής: «ο συνήθης τόπος των εκτελέσεων, εκεί όπου/ οι νεκροί έχουν για πάντα αλώσει την ψυχή μας».
Το τοπίο της Απώλειας είναι το πιο ανεξερεύνητο και η παιδική μας ηλικία η πιο γλυκιά πατρίδα. «Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ» λέει ο Ηράκλειτος, αλλά ο ποιητής θέλει να το δει με τα μάτια του. Ξαναγυρίζει λοιπόν στην παλιά γειτονιά, στην Πλατεία Δικαστηρίων: «με άλλο όνομα, άλλη όψη της πλατείας/ θα αποκαλυφθούν τα αγάλματα/ θα φωτιστεί εκθαμβωτικά/ θα εξωραϊστεί η πλατεία/ θα μεγαλώσει το παιδί/ θα ξαναρχίσει ο κύκλος και θα κλείσει». Χτυπά απεγνωσμένα την πόρτα στο σπίτι των παιδικών του χρόνων, ματώνουν τα δάχτυλά του, και στο απαρηγόρητο «γιατί» του, απαντά ο ίδιος: «όμως δεν έχω άλλο σπίτι/ άλλη πατρίδα/ χτυπάω για ν’ ανοίξω εγώ από μέσα». Αναζητά όλες τις αγαπημένες του σκιές, να νιώσει πως δεν είναι μόνος: «μήπως και είναι κάπου εδώ/ πάντα ζεστό το χέρι του πατέρα/ του αδερφού μου η προστατευτική αγριάδα/ κι αυτή της μάνας μου/ η πανταχού παρούσα απουσία».
Κι ανοίγει. Ανοίγει όλα τα σφαλιστά παράθυρα, να μπει μέσα το φως. Απαιτείται μεγάλη τόλμη για να το κάνει αυτό κανείς. Το φως έχει την ιδιότητα να διεισδύει και στα πιο σκοτεινά σημεία, να τινάζει τη σκόνη του χρόνου και ν’ αποκαλύπτει πτυχές που ποτέ δεν φαντάστηκες. Έτσι ο ποιητής νιώθει «δέος» όταν μετά από το ταξίδι του στα μαύρα σύνορα, ξαναγυρίζει ο ίδιος στο φως: «να γυρίζεις στο φως/ πρώτη φορά να είναι ωραίος/ τόσο μεθυστικά ωραίος ο κόσμος».
Τελικά, ο Τόλης Νικηφόρου δεν είναι ούτε ένας απλός ποιητής, αλλά ούτε και ένας συλλέκτης θαυμάτων, αφού ανακαλύπτει πως τα θαύματα είναι όλα γραμμένα σ’ ένα μαυροπίνακα: «κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα/ αυτά που γράφει ο δάσκαλος στον μαυροπίνακα/ μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά/ ανάμεσα στα δάχτυλά του». Ο Τόλης Νικηφόρου είναι ένα μαθητούδι στο αιώνιο σχολείο της ύπαρξης, που μαθαίνει πάλι να διαβάζει, μαθαίνει από την αρχή να συλλαβίζει μελωδικά τις λέξεις, γιατί «αυτός ο δρόμος δεν αρχίζει και δεν φτάνει/ δεν έχει λύση το αίνιγμα/ η ισόβια μαθητεία στο θαύμα».
Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα
Τόλης Νικηφόρου
Μανδραγόρας
45 σελ.
Τιμή € 7,46