fbpx
Βιβή Κοψιδά-Βρεττού: «Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα»

Βιβή Κοψιδά-Βρεττού: «Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα»

Η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού γνωρίζει καλά ότι είναι δύσκολη εποχή για ποιητές, γιατί ποίηση σημαίνει να ονειρεύεσαι, να ταξιδεύεις, να απογειώνεσαι στο χτες, το σήμερα, το αύριο. Η ποίηση δεν θέτει ετικέτες ούτε παζάρια στην ελπίδα που γεννάνε τα ποιήματα για ένα καλύτερο μέλλον, απαλλαγμένο από τις αγκυλώσεις ενός ασθματικού κόσμου. Δέσμιου στον βωμό του μερκαντιλισμού, στρατευμένου στις επιτακτικές απαιτήσεις του χρήματος, υπόλογου στη φενάκη της ματαιοδοξίας του κέρδους, της ρηχότητας, της επιφάνειας, του φαίνεσθαι αντί του είναι. Κάπου εκεί γεννιέται η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα της ως αντίβαρο στην αλλοτρίωση των σύγχρονων καιρών για να παραγάγει μια ποιητική πένα μοναδική, μια γραφή άκρως μεταμοντέρνα, καθιστώντας τον ποιητικό λόγο ελκυστικό και σαγηνευτικό στον αναγνώστη κάθε ηλικίας και ταυτότητας.

Η Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα  της Κοψιδά-Βρεττού συνιστά ένα πρωτοποριακό μνημείο καλλιτεχνικότητας, διακειμενικότητας, μια σπάνια φλέβα ποιητικής, που εξακτινώνει την παραδοσιακή ποιητική ηχώ στις απροσδιόριστες ανακλάσεις του επέκεινα. Οι τριγμοί της καρέκλας ανακαλούν το προγονικό ποιητικό παρελθόν, απηχούν την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα, αντηχούν στις επιγενόμενες στιγμές. Η υφή της είναι θεία, όπως και η έμπνευση της ποιήτριας. Η ένταση του λόγου είναι άκρως δραματική, όσο και αν είναι ζυμωμένη με καυστικούς, σαρκαστικούς και σουρεαλιστικούς τόνους. Οι στίχοι της πυροδοτούν την επανάσταση πρώτα ως βιοθεωρία, ως στάση ζωής απέναντι στην κοινωνία του καταναλωτισμού και των μαζών, σε όσους ορέγονται όλο και περισσότερο την εξουσία μέσα από την οποία ολισθαίνουν στο απόλυτα τίποτα, όταν εκείνη γίνεται μάστιγα, πανώλη που σε ναρκοθετεί φρικτά, όταν καταντά τύπος και όχι ουσία. Ο σπόρος της δημοκρατίας είναι η ελευθερία, όχι ο φόβος, καθώς ο τελευταίος οδηγεί στον θάνατο τόσο στην υπαρξιακή όσο και στην κοινωνική εκδοχή του.

Σε έναν τέτοιο ανηλεή, σκυθρωπό, ερεβώδη και άκαμπτο στον πόνο κόσμο η ποίηση για να διατηρήσει τη μαντική και οραματική αποστολή της πρέπει να είναι αλαφροΐσκιωτη, για να μπορέσει να παραμείνει αλώβητη. Ο ποιητής συνιστά ένα μέντιουμ, ένα ενδιάμεσο μεταξύ ζωντανών και νεκρών, πραγματικού κόσμου και ενορατικού, συνείδησης και υποσυνειδήτου, επιθυμιών και επιτακτικών υπαγορεύσεων. Η πραγματικότητα σήμερα τραγικοποιεί τη φαντασία, ξεπερνώντας τη στις παράλογες πτυχές της. Στη χοάνη των σύγχρονων λεωφόρων ξεχύνονται παντού μυθικά κήτη έτοιμα να σε κατασπαράξουν, οι άνθρωποι πια είναι σπάνιο είδος, είναι δυσδιάκριτοι οι αληθινοί, οι αυθεντικοί, οι ανυπόκριτοι, οι μεστοί περιεχομένου, με ανοιχτό ορίζοντα, που να είναι σε θέση να γιατρεύουν τις κοινωνικές πληγές, να ξεφεύγουν από τη σαθρότητα και να συνοδοιπορούν αρμονικά και ελπιδοφόρα σε ένα εύηχο και ευοίωνο αύριο.

Από την άλλη, η τέχνη γίνεται επικίνδυνη όταν τρέπεται σε εντολοδόχο της ζωής, σε μια τέχνη κατά παραγγελία, ένας στρεβλωτικός καθρέφτης που μπορεί να αποβεί μοιραίος στις παραμορφωτικές στρεψοδικίες του. Όταν ο κόσμος γίνεται ένα απόλυτο ντελίριο, μια απύθμενη παραφροσύνη, τότε η ποίηση αν τον μιμηθεί θα γίνει και αυτή ανάλογα παρανοϊκή, θα επιβιώσει μόνο αν παραμείνει αλαφροΐσκιωτη, μια βαθιά κρυμμένη αλήθεια που τη διδάχτηκε καλά από την παρακαταθήκη και από το θησαυροφυλάκιο των πραγματικών ποιητών.

Οι τριγμοί της καρέκλας ανακαλούν το προγονικό ποιητικό παρελθόν, απηχούν την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα, αντηχούν στις επιγενόμενες στιγμές.

Οι ανθρώπινες σχέσεις σήμερα ένα ξένο πετσί που πρέπει να το υποδυθείς καλά για να πείσεις ότι είναι δικό σου, ότι είσαι άριστος ως άλλος, φορώντας σταθερά ένα προσωπείο, ενώ το πραγματικό σου πρόσωπο παραμένει άγνωστο. Η πλάνη του υποκρίνεσθαι εξισώνεται με την αυταπάτη τού να νιώθεις έτσι απόλυτα ευτυχισμένος και πλήρης. Η ειρωνεία ενός γεγονότος βρίσκεται στο να περιτυλίξεις με αμπαλάζ βαρύγδουπης σπουδαιότητας κάτι που ουσιαστικά δεν συνέβη ποτέ. Η απερισκεψία είναι ο μοχλός που με μαθηματική ακρίβεια σε παρασέρνει στον γκρεμό, στον ολικό αφανισμό, στην κορύφωση του ψυχικού αδιεξόδου. Δεν υπάρχουν πια από μηχανής θεοί, ούτε μυθικοί ήρωες να σε τραβήξουν από τον κίνδυνο, η κοινωνία γέμισε τέρατα και υποψήφια θύματα έτοιμα να κατασπαραχτούν, να γίνουν το σφάγιο μιας εκλείπουσας συνείδησης.

Ο σύγχρονος παραλογισμός εμφορείται τον μανδύα της γελοιότητας σε κάθε πτυχή και έκφανση. Η ζωή σήμερα ένα απέραντο κενοτάφιο χαμένων στιγμών, βασανιστικά και εξοντωτικά αφανισμένων σε ένα ανέστιο παρόν. Οι άνθρωποι τριγύρω σκιές ενός άθλιου θιάσου. Η μέρα αμπαρώνει την αλήθεια, την οποία φωταγωγεί μονάχα η νύχτα, απελευθερώνοντας σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα, αποκρυπτογραφώντας συνθηματικά από μια άλλη διάσταση, άυλη, αόρατη, ανέγγιχτη, απάτητη, ακήρατη, είναι η ώρα της ποιήτριας να αναμετρηθεί με τον εαυτό της στην αλαφροΐσκιωτη καρέκλα της, να αιχμαλωτίσει το ανείπωτο, να τιθασεύσει το υπαρκτό, να ακούσει τις νεκρικές προειδοποιητικές ιαχές των προγόνων ομότεχνών της.

Η φιλοσοφική της αύρα γίνεται εφηβική για να νιώθει τον εξαίσιο ίλιγγο του κονταροχτυπήματος με την αλήθεια, η καρέκλα της είναι το ψυχικό της πιλοτήριο, ο έσω μηχανισμός της που την ηλεκτρίζει, τη δυναμιτίζει, κάνοντάς τη να νιώθει οργή, φόβο, ανησυχία, άγχος, νευρικότητα, η πόλη κοιμάται, η ποιήτρια ποτέ, βρίσκεται πάντα στις επάλξεις, στην ηλεκτρική-αλαφροΐσκιωτη καρέκλα της. Τα πλήκτρα πάλλονται την ώρα που το ποιητικό εγώ ιερουργεί τους στίχους της, τρέπονται σε παλμογράφο, σε καρδιογράφημα, σφυγμομετρώντας φωνές, συμπεριφορές, δράσεις και αντιδράσεις όσων χοροστατούν τη μέρα μα τώρα στο σκοτάδι στέκουν σιωπηλοί, απόμακροι, απόντες. Η ποιήτρια ξαγρυπνά πάνω στην αλαφροΐσκιωτη καρέκλα της, την καμωμένη από υλικά ονείρου και από οραματική μαγιά.

Η καρέκλα της δεν είναι τόσο αφιλόξενη στους διαρρήκτες, στους μπουκαδόρους, σε ό,τι η κοινωνία θεωρεί και κατατάσσει στο περιθώριο. Είναι συμφιλιωμένη με το σκοτάδι, δεν το κλείνει απέξω, δεν κλειδαμπαρώνεται ούτε αυτοφυλακίζεται. Απλά, ενεδρεύει. Ποιήτρια και καρέκλα μαζί ροκανίζουν τη γη, εισχωρούν στο απαγορευμένο, αποτυπώνουν τη δυστυχία, στα σκλαβοπάζαρα των σύγχρονων καιρών, στον εξαθλιωμένο ζητιάνο του δρόμου, σε χαρτοπαιχτικές λέσχες, εκεί που οι ψυχές γίνονται μάρκες που πουλιούνται και αγοράζονται, σε νοσοκομεία που το λευκό δωμάτιο βαριανασαίνει αέρα θανάτου που ολοένα κοντοζυγώνει. Κάθε αμάρτημα που ξεψαχνίζει η καρέκλα μέσα από τη γραφή της ποιήτριας αποκαλύπτει μια ακόμη καλά κρυμμένη αλήθεια. Η ποίηση τότε γίνεται φάρμακο που θεραπεύει τις πληγές. Το χάραμα της επόμενης μέρας, το νιαούρισμα της γάτας, τα σκουπίδια, το φορτηγό που περνά για να κάνει το δρομολόγιό του είναι σημάδια ζωής και συνέχειας. Δείχνουν ότι υπάρχει και πρέπει να υπάρξει εξέλιξη, στο σταυροδρόμι μέρας και νύχτας, με συνενωτικό αρμό συμβολικά τις γάτες που μένουν άυπνες σαν την ποιήτρια και στους δύο αυτούς κόσμους, λυκαυγούς και λυκόφωτος. Τα σκουπίδια σηματοδοτούν την ανάγκη ενός λυτρωτικού εξαγνισμού που καλείται να εκπληρώσει ως ιερή αποστολή η επόμενη μέρα ξεχρεώνοντας τη νύχτα που μόλις έσβησε.

Οι στίχοι της ποιήτριας καλούνται να απολυμάνουν τα κακώς κείμενα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, να νιώσουν τη λαχτάρα του νεαρού ατόμου, μη έχοντας ακόμη παρασυρθεί από τον γενικό εκφυλισμό, να προσφέρει στην ανθρωπότητα. Το ποιητικό υποκείμενο έχει τη δύναμη και την ευελιξία να συμπάσχει με τον παρορμητισμό του εφηβικού ονείρου για ένα καλύτερο αύριο. Η καρέκλα της Κοψιδά-Βρεττού δεν κάνει διακρίσεις, δεν προβαίνει σε μεθοδεύσεις απαρτχάιντ, τα λέει όλα με το όνομά τους, δεν στέκει μετέωρη στον φλοιό, διεισδύει στον πυρήνα, στη λάβα της ορθά εξακριβωμένης αλήθειας σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας του κοινωνικού μηχανισμού στην ολιστική του διάσταση. Η Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα  είναι πάντα ανοιχτή και έτοιμη να δεξιωθεί εκείνους που τολμάνε να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Για όλα υπάρχει πάντα η κατάλληλη στιγμή, που το τέλος συναντά την αρχή και ο κύκλος ζωής και ποίησης κλείνει για να ξανανοίξει. Έρωτες, θάνατοι, ταξίδια, περιπέτειες, ξενιτιά, πόλεμος, ειρήνη, την περιβάλλουν ως μυστικιστικές τοιχογραφίες στη σκοτεινή και αέναη διαδρομή της. Η καρέκλα αυτή γίνεται ορατή μόνο στον καθρέφτη της αλήθειας, εκεί που λίγοι μόνο μπορούν να θεαθούν την ανάκλασή τους. Σουρουπώνει, καιρός ξανά για την ποίηση της αλήθειας, η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα είναι έτοιμη και πρόθυμη να αναλάβει δράση. Με τους στίχους καρέκλας και ποιήτριας η νύχτα φωταγωγείται, γίνεται η πραγματική και η μόνη μέρα. Αν εκλείψει ο πραγματικός ποιητής, η καρέκλα θα έχει τη δυνατότητα να βρει άλλον οδηγό ή θα παραμείνει κενή; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί σήμερα την αυθεντική ποίηση; Ο αληθινός ποιητής κάποτε πεθαίνει, η ποίησή του όμως ποτέ, αυτή γίνεται μετωνυμία του εαυτού της.

Είναι συμφιλιωμένη με το σκοτάδι, δεν το κλείνει απέξω, δεν κλειδαμπαρώνεται ούτε αυτοφυλακίζεται. Απλά, ενεδρεύει.

Κάθε εποχή αποζητά τον αυθεντικό ποιητή, απομιμήσεις υπάρχουν πολλές, δύσκολο ωστόσο να βρεθεί το πρωτότυπο, το απαράμιλλο, εκείνο που αφήνει τη σφραγίδα του στον τόπο και στον χρόνο. Η ανεξίτηλη γραφή είναι εκείνη που αναβιώνει φωνές, που ζωντανεύει τον χώρο, τα πρόσωπα, τα σκηνικά ξανά και ξανά. Μια τέτοια καρέκλα και ο ποιητής οδηγός της δεν γίνονται πάντα αποδεκτοί, γιατί είναι δύσκολο οι πολλοί να γνωρίσουν έναν γνήσιο ποιητικό εκφραστή όταν δεν είναι σε θέση να αντικρίσουν και να αναγνωρίσουν το πραγματικό πρόσωπό του. Η καρέκλα βυθίζεται στο αβυσσαλέο κενό όταν ο ποιητής αποδεικνύεται φάντασμα, απάτη, φερέφωνο του εαυτού του, μια κίβδηλη φωνή, φορέας παραχαραγμένων αξιών, ένας έκπτωτος που προσεταιρίζεται τον γενικότερο εκμαυλισμό των ιδανικών στον χώρο του εξώστη.

Η καρέκλα της αληθινής ποίησης συνεχίζει να ταξιδεύει στον χρόνο απαλλαγμένη από τα ιζήματα εκείνων των δήθεν μοδάτων ποιητών, που πρεσβεύουν την ηθική φτήνια και το συναισθηματικό τίποτα. Η καρέκλα αυτή δεν δέχεται ψευτοβασιλιάδες που διψάνε για εξουσία, τίτλους και προβολή. Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα υπακούει μόνο στον πραγματικό ποιητή της, συμπορεύεται με την αυτεξούσια ποιήτριά της Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, προσφέροντας απλόχερα στο αναγνωστικό κοινό τα βαθιά αποθέματα εμπειριών και αποστάγματα ζωής που κρύβει μέσα της μια τέτοια ποίηση.

Η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού αναπαριστά με αυτή την πρωτοποριακή συλλογή το ποιητικό της μεγαλείο, την ποιητική μοναδικότητά της. Αυτά τα ποιήματα κρύβουν μέσα τους μια πρωτοποριακή ζωτικότητα, μια ώριμη και βαθυστόχαστη εφηβικότητα, την υγιή δύναμη της εξέγερσης και της ανατροπής που αποζητά αυτή καθαυτή η ποίηση για να γιγαντωθεί, να φτάσει σε τιτάνια μήκη και πλάτη ώστε να βροντοφωνάξει την αλήθεια, εκείνη που η ποιήτρια έσκαψε πολύ βαθιά μέσα της και στον κόσμο γύρω της για να την προσφέρει στους συνδαιτυμόνες της ποίησης ως υπέρτατη αξία ζωής. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ποιητική καταγραφή, προορισμένη να περιηγηθεί μορφικά σε ήσσονες τόνους. Το μεγαλειώδες όμως περιεχόμενο, με την αριστοτεχνική ενοποιητική και συγκολλητική του δύναμη, με τις έντονες ψυχογραφικές παραμέτρους και τις περιμετρικές κοινωνικές προεκτάσεις του πλαισιώνουν την εκάστοτε κοινωνική επιτελεστική ταυτότητα, ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία, επάγγελμα, σαν να είναι ο βουβός περιβαλλόμενος χορός αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Το μεγαλύτερο προνόμιο της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού, μιας ποιήτριας πολυεδρικής και πολυμορφικής, είναι ότι συνθέτει μια ποίηση ακομπλεξάριστη, γιατί το μεγαλύτερο ατού της αλαφροΐσκιωτης καρέκλας είναι ότι δεν έχει ταμπού. Αυτό το σπουδαίο γνώρισμα της συλλογής τής προσδίδει μια νεανικότητα στο διηνεκές, καθιστώντας την ιδιαίτερα ελκυστική ιδίως στο νεανικό κοινό, που ακόμη ψάχνεται, που επιχειρεί να απενοχοποιηθεί μέσα από την εξαγνιστική διαδικασία απενοχοποίησης της ίδιας της κοινωνίας.

Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα της είναι τολμηρή όχι μόνο γιατί αποδίδει ανόθευτη την πραγματικότητα μα γιατί νυχτοπερπατά, βγαίνει παντού σεργιάνι. Είναι σημαντικό όταν κάποιος, λίγο-πολύ όλοι μας έχουμε μοιραστεί κάποτε αυτό το συναίσθημα σε μεγάλο ή σε μικρό βαθμό, εγκλωβίζεται στη νύχτα του νιώθοντας ολότελα μόνος, να είναι σε θέση να διακρίνει μια αλαφροΐσκιωτη καρέκλα να τον ατενίζει και να τον συντροφεύει. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή δεν πήγε ολότελα χαμένη, ούτε καταβαραθρώθηκε στο κενό. Όλοι μας αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία, μια ευλογημένη ζωή ακριβώς όπως ένας αλαφροΐσκιωτος θα μπορούσε να την ονειρευτεί, έχοντας παντοτινό οδοδείκτη για κάθε γενιά μια αληθινή ποιήτρια-ποίηση πάντα ακμάζουσα μέσα από τις φωταγωγικές, αναγεννησιακές και ζωογόνες εκλάμψεις μιας βαθιά φιλοσοφημένης, αποσταγματικής, ποιητικής νεανικότητας.

[Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας, κριτικός λογοτεχνίας και κινηματογράφου.]

 

Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα
Βιβή Κοψιδά-Βρεττού
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 86
ISBN: 978-618-5733-68-1
Τιμή: 10,60€
001 patakis eshop

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Στάθης Κουτσούνης: «Ρόδο σε καθρέφτη»

Το πρώτο πράγμα (ανάμεσα σε πολλά άλλα) που συναντά κανείς στη δημιουργική φιλοσοφία των ποιητικών πονημάτων του ώριμου πια Στάθη Κουτσούνη είναι η ερωτική διάθεση, η οποία, διάχυτη παντού, σκεπάζει με τρόπο θα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.