Μανώλης Μπαμπούσης: «Βρέθηκε το μέλλον»
«Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω», είναι τα λόγια του Μπέκετ που θα αποτελούσαν –ίσως– έναν υπότιτλο της ποιητικής συλλογής Βρέθηκε το μέλλον του Μανώλη Μπαμπούση. Οι προσδοκίες του, που φαντάζουν ως ακρότατα σημεία της θεματικής του, συχνά καταρρέουν, χωρίς όμως να προκαλούν ουσιαστική ρωγμή στον δικό του κόσμο. Χωρίς απογοήτευση.
«Ως γνωστόν, η ζωή θέλει κι άλλη ζωή, ζωντανή ή νεκρή», γράφει.
Παλεύει να αποδείξει σε κάθε ποίημα, σε κάθε στίχο την εγρήγορση που πρέπει να επιδεικνύει ο καθένας από εμάς, με ειρωνεία, αμεσότητα, σκληράδα, χωρίς παράπονο και πίκρα. Παρατηρούμε να δομείται σταδιακά, σε όλη τη συλλογή, η θέαση ενός καλλιτέχνη για τον χώρο του, έναν χώρο που τον γνωρίζει καλά. Η δική του καταγραφή, ευαίσθητη και διακριτική, στέκεται απέναντι στις εκλεκτικές συγγένειες των λίγων, στην εξουσία, στην υπακοή, στη δύναμη. Η επιβίωση, στις λέξεις του, είναι συνυφασμένη με τον θάνατο, όχι τον φυσικό, αλλά σε οτιδήποτε αποτελεί τα κοντινά μας.
«Ο θάνατος όρισε τους ποιητές να τον υμνούν», γράφει.
Όλα, στην ποίηση του Μανώλη Μπαμπούση, περιστρέφονται γύρω από τον χρόνο. Το παρελθόν ορίστηκε. Τα μελλούμενα θα γίνουν αντικείμενα επαναδιαπραγμάτευσης; Θα οριστούν εκ νέου; Θα γίνει ο άνθρωπος μέρος της αλλαγής;
«Η αλλαγή σκοντάφτει στις λέξεις», γράφει χαρακτηριστικά.
Ο ποιητής άλλοτε μας πληροφορεί πως ο χρόνος λιώνει, άλλοτε πως ρέει και κάποιες φορές, αυτές τις λίγες, πως μένει σταθερός, εκεί, ζητώντας επιτακτικά την ανοχή μας.
«Χάσιμο χρόνου το μέτρημα του χρόνου απεριόριστο», γράφει.
Ο χρόνος του από αόριστος, σε κάποια σημεία, μεταφράζεται σε ημερομηνίες, σε σημαινόμενα, κι αυτές καταλήγουν απλοί αριθμοί κι εμείς συλλέκτες μιας κοινωνίας στο αυτόματο.
«Πέθανε ήσυχος», γράφει και προβληματίζεται πάνω από τη σκιά ενός ανθρώπου προγραμματισμένου, χωρίς εξάρσεις, με βηματισμούς πάνω σε ίσιες παράλληλες γραμμές.
Αναρωτιέται αν η ζωή χωράει στην έκθεση των μέσων και στην ίδια την τέχνη. Η αντισυμβατικότητά του γίνεται πεδίο άσκησης διαμαρτυρίας. Η αντίληψη ενός έργου τέχνης, η προοπτική και η τοποθέτησή του στον χρόνο είναι τα επιμέρους που συντάσσονται στην παθογένεια της αποδοχής και της εξύψωσης του μέτριου ως κανόνα. Πια το σημαίνω παραμερίζεται υπό το βάρος του έχω σημασία.
Η δική του καταγραφή, ευαίσθητη και διακριτική, στέκεται απέναντι στις εκλεκτικές συγγένειες των λίγων, στην εξουσία, στην υπακοή, στη δύναμη.
Τον απασχολεί η διαλεκτική ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο έργο του. Τι είναι, τι δεν είναι το καθένα από αυτά από το άλλο. Υπάρχει ή μετενσαρκώνεται; Η αγωνία του, ίσως κι η αυτοκριτική του, για το αν η τέχνη διδάσκεται ή, ακόμη κι όταν διδάσκεται, αν αυτό συμβαίνει σωστά, είναι έντονη.
«Γεννήθηκα στις 30 Οκτώβρη, παραιτήθηκα από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στις 13 Οκτώβρη. Έσωσα κανέναν;» αναρωτιέται ο ποιητής, αν και βάρος δίνει στις απαντήσεις, που περιμένει να έρθουν με κάθε τρόπο, με κάθε τίμημα, ακόμη όπως γράφει και με το γόνατο.
Στα μάτια του ποιητή, η πτώση φαντάζει ανοίκεια.
Ο Μανώλης Μπαμπούσης, κάθε φορά που στερεύει η δύναμή του, για να γεμίσει οξυγόνο και πάλι επιστρέφει στα απλά, σε εκείνα τα στοιχεία, τα οποία τον συνέθεσαν. Στον ουρανό, στα τζιτζίκια, στη θάλασσα, στα ατυχήματα, στην απώλεια. Ζει σε μεσοτοιχία με τους φόβους του κι εκείνες τις ώρες ίσα ίσα τους ακούει να γδέρνονται. «Έγινε το δάσος κήπος, οι αμμουδιές ξαπλώστρες, το σπίτι πάνω στον βράχο το λέγανε Ελλάδα, τα παιδιά κουβαλούν στα χέρια τη ζωή τους, ό,τι έμεινε από το κύμα, το μυαλό τους», γράφει.
Οι τόποι του ποιητή αστικοί, αλλά σε απόλυτο διάλογο με το φυσικό τοπίο, μία φωτογραφική έκθεση μοιρασμένη σε ισόποσα κλικ.
Η χρήση του ρήματος έγινα, στην πρώτη θεματική της συλλογής, όπως «έγινα έκθεση, έγινα ορίζοντας, έγινα η κακία τους» κ.λπ. αποτελεί μια απογυμνωμένη ρηματική δήλωση που προσπαθεί να αντικειμενοποιήσει το έμψυχο, τον χρήστη της κοινωνίας.
Σχεδόν σε κάθε ποίημα, ο ποιητής παρεμβάλλει έναν στίχο, ως μεμονωμένη πράξη, που μοιάζει σαν μια δεύτερη φωνή, ένας αντίλαλος του ίδιου. Αυτός ο στίχος λειτουργεί ως συμπερασματική, ληκτική πρόταση που θέτει σε τάξη όλες τις παρελκόμενες του ποιήματος έννοιες. Είναι αυτά τα μικρά θραύσματα που θα μπορούσαν να σταθούν και μόνα. Ενδεικτικά:
«Τι υπόσχονται όταν χωρίζουν τα ζευγάρια;»
«Δεν είναι λογοτεχνία η θρησκεία».
«Σιωπή, ν’ ακούσουμε τα ψάρια, σπαρταράνε, χωρίς φωνή».
«Κι αν ένωνα τις φωνές όλου του κόσμου σ’ έναν ρόγχο, θα ήταν της Κάλλας ή της Μπέλλου;»
Επίσης, είναι ορατή η διακειμενικότητα του κειμένου. Αντιλαμβάνεται την τέχνη ως μία, ενιαία, αδιαίρετη. Ανατρέχει και καταγράφει. Γίνεται κοινωνός μιας πορείας σε εξέλιξη.
Η αρχιτεκτονική των ποιημάτων του, απογυμνωμένη από περίπλοκες φόρμες, εξυπηρετεί το μήνυμα που θέλει να τοποθετήσει ο δημιουργός στο χαρτί. Αποφεύγει βερμπαλισμούς, συγκινησιακούς εκβιασμούς και υιοθετεί μια φόρμα που κάθε αλλαγή στίχου θυμίζει εισπνοή-εκπνοή.
Τέλος, παρατίθεται ένα απόσπασμα από το ποίημα «Οι Μέτριοι Μετράνε», όπου ο ποιητής σκωπτικά κλείνει το μάτι: «Ήρθαν όλοι με καλές προθέσεις, να μιλήσουν για το έργο, διαδέχθηκαν κι ευχαρίστησαν οι ομιλητές ο ένας τον άλλον, δεν ξέχασαν κανέναν, εμείς ξεχάσαμε το έργο».
Βρέθηκε το μέλλον
Μανώλης Μπαμπούσης
Σμίλη
92 σελ.
ISBN 978-618-5399-18-4
Τιμή €10,00