fbpx
Σοφία Πολίτου-Βερβέρη: «Λουτήρες»

Σοφία Πολίτου-Βερβέρη: «Λουτήρες»

Διαβάζοντας τη συλλογή Λουτήρες της Σοφίας Πολίτου-Βερβέρη (Εκδόσεις Έναστρον, 2019), εύκολα θα μπορούσε κάποιος να ξεγελαστεί ότι «διαβάζει» απλές εικόνες απολύτως εικαστικής πρόθεσης, που σκηνοθετούνται και παρουσιάζονται όπως ακριβώς τις σκέφτεται η ποιήτρια, με μια διάθεση εικονοκλαστική. Στην πραγματικότητα βλέπουμε πενήντα δύο σπαράγματα που οροθετούνται, σηματοδοτούνται και καθορίζονται μέσα από τέσσερα, εξαιρετικά σε πυκνότητα, χαϊκού. Πενήντα δύο σπαράγματα ενός ακραία ευαίσθητου «εγώ», που φουσκώνει με χρώματα, ως να φτάσει να γίνει ένα πολύχρωμο «εμείς». Η ποιητική της έκφραση στηρίζεται σε μια καθαρή μα όχι στεγνή γλώσσα, που δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τη μεταφορά, τα κοσμητικά επίθετα και κάποιους περιφραστικούς επιθετικούς προσδιορισμούς, αρκεί να επιτύχει την αντίστιξη, την ελαφρά ή και καυστική ειρωνεία, τη θλίψη ή την απογοήτευση, τον πόνο του χαμού ή του έρωτα, την τραγικότητα της προσωπικής ιστορίας των ανθρώπων, έτσι όπως διαμορφώνεται στην εποχή της κρίσης. Κι αυτό επειδή η ποίηση που παράγεται είναι μια ποίηση που δεν φείδεται αληθείας. Όπως και να διατυπωθεί, θα μεταφέρει το περιεχόμενο, που έχει μόλις αρμωθεί στο σύνολό της με βιωματική λάσπη, μια ακραία ευαίσθητη και συμπονετική ελεγεία, σε βαθμό που να δείχνει ότι θέλει να περιλάβει εντός της ολόκληρη την πλάση μαζί με το κάθε της μικροπρόβλημα. Την όποια λύση αυτού του προβλήματος δεν θα την περιγράψει, υποδείξει, διδάξει, αλλά θα την εκμαιεύσει μέσα από το θυμικό του αναγνώστη, ο οποίος αισθάνεται μουδιασμένος στην πρώτη ανάγνωση –μη γνωρίζοντας τι τον χτύπησε– μα γλυκαίνει απολύτως στη δεύτερη και στην τρίτη, όπου φαίνεται να αναγνωρίζει πλέον –σχεδόν διά της αφής– τα ψίχουλα που έχει αφήσει εκεί το υποσυνείδητο της ποιήτριας, ώστε να φτιάξουν ένα μυστικό μονοπάτι που θα τον οδηγήσει να διαβεί, ακόμη και στα τυφλά, το σκοτεινό δάσος της ύπαρξης.

Ας δούμε αναλυτικά το οπλοστάσιο της συλλογής, τους τρόπους που υιοθετεί η ποιήτρια για να επικοινωνήσει την τέχνη της. Σε αρκετά ποιήματα υποβόσκει ένας υπερρεαλισμός που ξεγελάει πως ίσως η επόμενη στροφή που θα διαβάσεις θα αντλήσει από τον Κακναβάτο ή τον Παπαδίτσα· στην ουσία αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, διότι είναι ένας έκκεντρος υπερρεαλισμός με δομικά στοιχεία όχι τις λέξεις, μα τις εικόνες και την ατμόσφαιρα (μια διάχυτη αίσθηση δέους και ενίοτε –για μένα τουλάχιστον– τρόμου![1]). Και που πάντα κρατάει ένα μυστικό που δεν το περιγράφει, φυσικά δεν το αποκαλύπτει, και στην ουσία του απλώς το υπαινίσσεται. Στην απλότητα της γραφής μα και στη μαγική μετρική μουσική της, που μερικές φορές εκπλήσσει (όπως π.χ. στο ποίημα «Να βρέχει από τα δάκρυά μου»[2]), στα σύμβολα, τελικά, που ένα ένα μάς συστήνονται, θα αναδειχτεί ο Σαχτούρης κι ο Γονατάς. Εκεί ταξινομείται το κατοικίδιο που μας παροτρύνει να ζήσουμε την αλητεία ειδάλλως θα το μετανιώσουμε στο ποίημα «Προτροπή», η ιδιότητα του τυμβωρύχου στο ποίημα «Τυμβωρύχοι», ο «οικοδίαιτος γρύλλος που τον θάνατο τραγουδά μες στο δωμάτιό μου, τρυφερός σαν άνθρωπος δικός μου» (ένας σπουδαίος στίχος) στο ποίημα «Ενύπνιο των τροπικών», το ποτήρι που σε προτρέπει να πιεις στο ποίημα «Άσπρο πάτο», οι νεκροί μας που είναι ναυάγια γεμάτα θησαυρούς στο ποίημα «Ναυάγια», η όγδοη δεκαοχτούρα στο ποίημα «Δεκαοχτούρες» κ.λπ.

Μερικά από τα ποιήματα είναι γραμμένα με έναν αέρα εξέγερσης που θυμίζει άλλες εποχές, τύπου σοσιαλιστικού ρεαλισμού ας πούμε –αν και τούτος ο υπέρτιτλος αδικεί πολύ το περιεχόμενο και τη μορφή– και φανερώνουν μια κοινωνική αγωνία ενάντια στην ανισότητα, την αδικία, την εκμετάλλευση. Εκκινώντας από την αρχοντική φτώχεια που βιώνει η μεσαία τάξη στην Ελλάδα, την υπογραμμίζει με διάχυτη πίκρα δίχως να την υπεραπλουστεύει. Βαυκαλιζόμαστε να θεωρούμε ότι δεν ζούμε πια σε εποχές όπου η κοινωνική ανέχεια είχε ανάγκη να λειτουργεί η ποίηση και ως ιδεολογικό υποχείριο. Μάλλον ζούμε σε χειρότερες. Εντούτοις έχει την αξία του, για την αισθητική της ποίησης που παράγεται, το να απομακρύνεται ο ποιητής από τα γεγονότα εν θερμώ και να αποτιμά τις πληγές του κάνοντας ταυτόχρονα το άλμα που απαιτείται ώστε το ποίημα να βρει το –κατά τον Παυλόπουλο– αντικλείδι, να ανοίξει την τέταρτη διάσταση, να πάψει να είναι περιγραφικό σαν ημερολόγιο ή σαν ρεπορτάζ. Εδώ η ποιήτρια πετυχαίνει να διακτινιστεί μακριά από το πεδίο της μάχης αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για τον υετό που ακολουθεί τούτες τις μετα-αποκαλυπτικές συνθήκες. Και φυσικά το επιτυγχάνει με πολύ απλούστερο τρόπο απ’ τον τρόπο που πασχίζω εγώ, κάνοντας την αποτίμηση, να το περιγράψω. Στο ποίημα «Ανέστιος» παρομοιάζει έναν άστεγο με ένα νεογέννητο που εξορίζεται από τη μήτρα της μητέρας του, στο ποίημα «Κάπιταλισμ & νέες αποικίες» υπογραμμίζει πως ο δρόμος του μεταξιού που μας υποσχέθηκαν καταλήγει στο κινέζικο κατάστημα που πουλάει νάιλον πραμάτειες, η παράνοια της φτωχοποίησης γίνεται αφόρητα πικρή στο ποίημα «Γιορτή»:

Γυαλισμένα σκαρπίνια με τρύπα στη σόλα,
άφτιαχτα χαλασμένα δόντια,
χαμόγελο με κλειστό το στόμα,
ξεπαραδιασμένη περηφάνια.

Τέλος, στο ποίημα «Τα κτήνη» διαβάζει με τον τρόπο της το λατινικό ρητό homo homini lupus est[3]:

Στη δουλειά ήρεμα τα κτήνη, χορτασμένα,
κάποιος είχε πέσει στην αρένα.
Και στο τηλέφωνο τα άκουσα που σχολίαζαν υπεύθυνα
–και ευχαριστημένα–
γι’ αυτόν τον έναν που έπεσε για όλους στην αρένα.

Όμως ο προβληματισμός της, η οπτική και τα θέματά της δεν περιορίζονται στην κοινωνία και στις αντιθέσεις της. Η σκέψη της πηγαίνει πολύ πιο βαθιά. Η οντολογία της, που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της εμπειρίας, είναι ένας εμπειρισμός τύπου Χιουμ που ορισμένες φορές γλιστράει προς τη φαινομενολογία του Χούσερλ υπό την έννοια ότι γίνεται υπαρξισμός από πρόθεση και αυτή η πρόθεση είναι ταυτόχρονα και προίκα μα και κατάρα, εφόσον διαισθάνεται την αρχή, τη διάρκεια και το επέκεινα, μα αγωνιά που δεν μπορεί να της φανερωθεί (εξ αποκαλύψεως;) ή να συσχετισθεί (η εμπειρία της) με την εμπειρία των άλλων. Λέει στο ποίημα «Ολομόναχος»:

Τι με ρωτάτε τι σκέφτομαι, τους φωνάζει,
κι αν έμαθα κάτι παρατηρώντας τους άλλους;
Σ’ ένα όνειρο όσοι κι αν είναι μπλεγμένοι,
ένας –ολομόναχος– το βλέπει μοναχά.

Στο ποίημα «Λουτήρες», που δίνει το όνομά του στη συλλογή, εκτιμά την εμπειρία, την αξιολογεί και την αναγνωρίζει ως υπεύθυνη για την απόλυτη υπόστασή της (καθώς και της γενιάς της την υπόσταση):

Ολόκληρη φωτιά πέρασε από πάνω μας,
γδαρθήκαμε, μαυρίσαμε, καήκαμε,
μα κανείς δεν είπε ο κακός χρόνος, η συνθήκη.
Άναψε το μέσα μας, φωτίσαμε.

Ενώ στο ποίημα «Κάθε φορά που για άλλον κοιτάζεις», κάνει ξανά σαφή αναφορά στην εμπειρική της πρόσληψη:

Αλλιώς είναι τα πράγματα
κάθε φορά που για άλλον κοιτάζεις.
Με κοιτάς στα μάτια,
όμως δεν βλέπεις αυτά που βλέπω.
Γι’ αυτό δεν ευθύνονται τα μάτια σου,
ούτε και τα δικά μου.
Πείτε μου, πείτε μου,
υπάρχει αυτός ο κόσμος που δεν βλέπουμε;

Βαυκαλιζόμαστε να θεωρούμε ότι δεν ζούμε πια σε εποχές όπου η κοινωνική ανέχεια είχε ανάγκη να λειτουργεί η ποίηση και ως ιδεολογικό υποχείριο. Μάλλον ζούμε σε χειρότερες.

Ο χρόνος από την άλλη, που είναι ένα πάγιο βασανάκι συγγραφικής εμμονής στην ποίηση, συναντάται σε διάφορα ποιήματα της συλλογής, είναι ταυτόχρονα και περιβάλλον και ροή, κι αυτή είναι μια ιδιότυπη και ενδιαφέρουσα σύλληψη, που συνδυάζει την κίνηση του βέλους του χρόνου με τη στατικότητα του χώρου όπου ανθίζουμε και υποφέρουμε. Όμως ταυτόχρονα είναι και κάτι πέραν, είναι και κάτι υπέρ, άπιαστος και απέραντος όπως ένας Θεός που δεν συνδράμει στην αγωνία, που δεν δείχνει διατεθειμένος (και ούτε αποδεικνύεται) ακριβοδίκαιος. Παρ’ όλα αυτά, δεν αποφεύγει την αυτοαναφορά κατόπιν ωριμότητας: ο χρόνος είναι αποτέλεσμα πρόσληψης, που εξαρτάται κι αυτή από την εμπειρική ηλικία, δηλαδή από τον ίδιο τον χρόνο. Ο ίδιος ο χρόνος θα αναδείξει τους δεσμούς του αίματος με το ποιητικό υποκείμενο, θα γίνει πατέρας ενώ στην αρχή είναι πατριός. Λέει στο ποίημα «Ο Χρόνος»:

Ο χρόνος στέκεται από πάνω σου
στη θλίψη.
Πρώτα πατριός, μετά πατέρας.
Ψηλός, βαρύς κι αμίλητος,
σε βλέπει που πέφτεις από την καρέκλα
και δεν έρχεται να σε σηκώσει.
Με τον καιρό, λέει από μέσα του,
με τα πεσίματα, θα ανταμώσουν τα βλέμματά μας.

Στο ποίημα «Πρωινό λατομείο» σχεδόν ταυτίζει τον χρόνο με τη γεωγραφία της ψυχής:

Ο χρόνος είναι θάλασσα
κυκλωμένη από βουνά.
Όταν τα βουνά καταποντιστούν,
θα απλώσει κι άλλο,
και τότε θα ’ναι ο θάνατος.
Όμως, έχουμε ακόμα χρόνο,
έχουμε ακόμα βουνά.
(Έχουμε ακόμα θάλασσα)

Δεν είναι, παρ’ όλα αυτά, οι Λουτήρες ένας ολοκληρωμένος οντολογικός χάρτης (ποιος θα το ζητούσε, άλλωστε), καθώς σε πολλά ποιήματα τονίζεται ιδιαίτερα η ελλειπτική δράση της μοίρας (κισμέτ) που καιροφυλακτεί να ορίσει, να ξετυλίξει ή να κόψει το νήμα της ζωής ή του έρωτα ή των πάντων με έναν μεταφυσικό τρόπο. Αυτή η ενδοτικότητα στο μοιραίο είναι στοιχείο ασύμμετρο με το πασιφανές εμπειρικό υπόστρωμα, διότι είναι σαν να αποδεχόμαστε μια ζωή που εξελίσσεται εξαρτημένη, σε έναν σύμπαν που κατασκευάζεται από εμάς τους ίδιους. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της «παγίδας» αποτελεί το ποίημα «Το αναπόφευκτο»:

Θα υπάρχει πάντα ένας
εκεί στην άκρη του ποταμού,
και πριν και μετά τη βροχή,
που θα αλλάζει τα νερά.
Κι ένας που θα ψαρεύει.

Στο ποίημα «Όχι μια από τα ίδια», είναι σαφές ότι παρότι διακρίνεται η αντίσταση που υπαγορεύει η συνείδηση, αναβοσβήνει ξανά –και πάλι με πίκρα– η βεβαιότητα του αναπόφευκτου πεπρωμένου:

Καθόμασταν, λέει, σε μια πεζούλα,
ανάπηροι, με τα πόδια κομμένα,
και αγναντεύαμε τη θάλασσα.
Μη με ρωτάς πώς φτάσαμε ως εκεί,
δεν ξέρω. Μπορεί εκεί να ήμαστε από πάντα.
Κι εκεί που αγναντεύαμε, γυρίζεις και με ρωτάς,
γράφουμε τα ίδια; γράφουμε τα διαφορετικά;
και όχι, σου απαντώ, δεν είναι ίδια τα μοτίβα,
παρά οι πόνοι και οι πόθοι των ανθρώπων.
Και είπαμε να φύγουμε, μα πουθενά δεν πήγαμε.

Ετούτο το τελευταίο ποίημα είναι κιόλας που τη δένει περισσότερο με τους ποιητές της γενιάς του μεσοπολέμου, τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη, πολύ λιγότερο με τον Σαραντάρη και τον Λαπαθιώτη, από όπου επίσης ανιχνεύω επιρροές, παρόλο που η μελαγχολία της, η παλ χρωματική παλέτα, η ενδόμυχη απελπισία είναι ένα στίγμα σε μια πορεία και όχι ολόκληρος ο αμετάκλητος χάρτης της. Η ποίησή της έχει έναν διάχυτο μαχόμενο ερωτισμό, μα ο ποιητής θα σταθεί περισσότερο –πώς αλλιώς, άλλωστε– προς τη φθορά του άνθους που έχει ήδη κοπεί, παρά στον ανθώνα που θαυμάζουμε μιαν ανοιξιάτικη μέρα.

Σε κάθε περίπτωση είναι εντυπωσιακό πως, ενώ έχουμε να κάνουμε με μια ποιήτρια υψηλής παιδείας και καλλιέργειας (γεγονός που διαφαίνεται εύκολα βάσει μιας σειράς από σημειολογικά τεκμήρια, την ικανότητά της στη γαλλική γλώσσα και στα λογοπαίγνια[4], τη λόγια αν και ανεπιτήδευτη αρμογή του λόγου, την έξυπνη σπορά των τεσσάρων χαϊκού μέσα στα σπαράγματα, το βάθος του οντολογικού προβληματισμού), η ποίηση που παράγεται είναι μια ποίηση της ψυχής πολύ περισσότερο παρά μια εγκεφαλική κατασκευή. Και τούτο συνηγορεί προς την ουσία της, καθώς απομακρύνεται εντελώς από τη βιτγκενσταϊνική ρήση: Αν δεν έχεις τίποτα να πεις, καλύτερα να σωπαίνεις. Η Σοφία Πολίτου-Βερβέρη έχει πολλά –κρυφά και φανερά– να πει στη συλλογή αυτή και θα περιμένουμε ανυπόμονα στο μέλλον να μας πει ακόμη περισσότερα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αυτή είναι μία αίσθηση που από παλιά βιώνω υποσυνείδητα ακολουθώντας τα μονοπάτια της ανάγνωσης και της γραφής, ότι δηλαδή συγγραφείς που προέρχονται από τον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας (όπως μάλλον συμβαίνει με την ποιήτρια) μπορούν αβρόχοις ποσίν να γράψουν ιστορίες τρόμου. Κάποιος που γνωρίζει το βάθος της αγνότητας της παιδικής ψυχής μπορεί να αντιληφθεί και να περιγράψει τον τρόμο πρωτεϊκά. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων είναι ένα τέτοιο τρανταχτό παράδειγμα (και ο Λιούις Κάρολ ένας τέτοιος συγγραφέας), πολύ περισσότερο, κατά τη γνώμη μου, μια γκόθικ ιστορία τρόμου και πολύ λιγότερο ένα παραμύθι.
[2] Να βρέχει από τα δάκρυά μου
κι η βλάστηση ν’ ανθίσει,
να ’χουν να τρών’ τα άλογα
ώσπου να βρουν τον Άδη,
απάνω τους να ξαπλωθείς
spolitκαι να σε φέρουν πίσω.
[3] Ο άνθρωπος για τον συνάνθρωπο είναι λύκος.
[4] Ο démodé du monde, στο ποίημα «Ο ρομαντικός».

 

Λουτήρες
Σοφία Πολίτου-Βερβέρη
Έναστρον
70 σελ.
ISBN 978-960-6649-90-5
Τιμή €8,00
001 patakis eshop

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Στάθης Κουτσούνης: «Ρόδο σε καθρέφτη»

Το πρώτο πράγμα (ανάμεσα σε πολλά άλλα) που συναντά κανείς στη δημιουργική φιλοσοφία των ποιητικών πονημάτων του ώριμου πια Στάθη Κουτσούνη είναι η ερωτική διάθεση, η οποία, διάχυτη παντού, σκεπάζει με τρόπο θα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.