fbpx
Παντελής Μπουκάλας: «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα»

Παντελής Μπουκάλας: «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα»

Η μαγεία «είναι η τέχνη του μεταμορφώνεσθαι», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, και το φιλί είναι το μαγικό κλειδί για τη μεταμόρφωση (Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 44). «Το φιλί, που δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου, τυχαίνει να είναι το πιο καινούριο και αμεταχείριστο πράγμα που διαθέτουμε» (Εν λευκώ, «Εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου», σελ. 18).

Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα... είναι ο πρώτος στίχος του διάσημου δημοτικού τραγουδιού, του οποίου ο Παντελής Μπουκάλας θα κάνει τον γύρο σαν Μαγγελάνος και θα φέρει στην επιφάνεια το απροσμέτρητο βάθος και πλάτος του, αναζητώντας τις παραλλαγές του σε τόπους, εποχές και κοινωνικά περιβάλλοντα. Η εξερεύνησή του θα καλύψει όλα τα επιστημονικά πεδία και θα αναδείξει μια πλατύτατη βάση γεωγραφική, φυσική, βοτανολογική, κοινωνιολογική, λαογραφική, γλωσσική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική από γενέσεως κόσμου και λογοτεχνίας μέχρι σήμερα. Εν ολίγοις όλο το βιβλίο, με τα δέκα κεφάλαιά του και τις 200 σελίδες σημειώσεις του, είναι το ανάπτυγμα ενός ποιήματος. Εκατοντάδες παραλλαγές και προεκτάσεις

Κόκκιν’ αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου…

Πίσω από τους έξι στίχους του ποιήματος, θα ανακαλύψουμε ότι αυτό που έχουμε υπόψη μας σαν ερωτικό είναι κι αλλιώς καταχωρισμένο στα βιβλία ή στη μνήμη των ανθρώπων γιατί, όπως λέει ο συγγραφέας, «το τραγούδι δεν μένει παγωμένο» αλλά αλλάζει, και όχι μόνο αλλάζει, αλλά προσκολλημένο σε άλλο περιβάλλον προσκτάται διαφορετικό μήνυμα, νόημα, αίσθημα.

Ο ακάματος μελετητής επισημαίνει τα χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού –ωραιότητα, ελευθερία, γλώσσα, ιδέες, μοτίβα, ποικιλία φωνών, εικονογραφική στρατηγική, αυθορμητισμό αλλά και σταθερές– και τονίζει ότι: «Μόνο αν προσεγγίσουμε το δημοτικό ως ολικό γεγονός, αν δοκιμάσουμε να δούμε και να γευτούμε και τη γλωσσική και τη λογοτεχνική […] και την πνευματική ταυτότητά του, θα μπορέσουμε να ελέγξουμε και να αντιμετωπίσουμε την υποτίμησή του και την παραχάραξή του, που η μία βοηθάει την άλλη».

Στοίχημα με τον εαυτό του: να εξαντλήσει την επίσημη βιβλιογραφία αλλά και την ανεπίσημη και όποια ζώσα πηγή. Να δει «πού και πότε συμφωνούν οι λαϊκές αντιλήψεις που εκφράζουν τα τραγούδια με τις αντιλήψεις που υποστηρίζονται από τις παροιμίες, τις παραδόσεις, τα παραμύθια, τα αινίγματα […] που έρχονται από τον αρχαίο κόσμο και δεν είναι μόνο ελληνικά». Να αναζητήσει τις διασταυρώσεις της δημοτικής ποίησης με την επώνυμη, πρωτίστως την ελληνική, αρχαία και νέα: «Ο κόσμος της προφορικότητας και ο κόσμος της εγγραμματοσύνης», της «αφέλειας» και της λογιοσύνης, δεν είναι ξεχωριστοί πλανήτες με ασύμπτωτες τροχιές, αλλά ήπειροι πάνω στην επιφάνεια του ίδιου πλανήτη και να ελέγξει τη νέα βιβλιογραφία που προκύπτει.

Διευκρίνιση: «Όταν μιλάμε για τον δημοτικό τραγουδιστή, δημιουργό, μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει άμεση επαφή με τη φύση, έχει φυσικότερη σχέση με τον χρόνο, ρυθμισμένο από του κύκλου τα γυρίσματα, καθώς και φυσικότερη σχέση με τον γύρω του κόσμο. Έχει δει το ουράνιο τόξο και το γάλα της Παναγίας στον ουρανό. Οσφραίνεται την αλλαγή του καιρού και μπορεί να ερμηνεύσει όσα σημάδια τού στέλνουν τα υπόλοιπα ζωντανά, ήμερα και άγρια. Ξέρει να ονομάσει τη φύση στοιχείο προς στοιχείο, άρα μπορεί και να την εννοήσει έμψυχη. Μπορεί να πει ποιο το κοτσύφι, ποιο το κελάηδημα του αηδονιού, ποιος ο αμάραντος και ποια η φτελιά. Να διαβάσει τ’ αστέρια για να βρει τον δρόμο του και να διακρίνει πού ο Βορράς ή η Ανατολή (αστρονομίζεται, λέει ο Σεφέρης), ακούει τα μηνύματα της φύσης και τα ερμηνεύει, μπορεί να βρει νερό να ξεδιψάσει, ακόμα κι αν δεν κουβαλάει γεμάτο παγούρι. Το διαδίκτυό του είναι η φύση».

Οι στίχοι λοιπόν που μας είναι γνωστοί ως ερωτικοί αλλάζουν τελείως στο νέο περιβάλλον, που είναι μια πικρότατη ιστορία.

Τραγούδια του λαού συνέλεξε ο Πουκεβίλ, όταν βρέθηκε αιχμάλωτος πολέμου στην Τριπολιτσά, τα οποία συγκέντρωσε στο βιβλίο του Ταξίδι στον Μοριά (1820) και λίγο μετά (1824-1825) ο Κλοντ Φοριέλ έκανε τη δική του συλλογή δημοτικών τραγουδιών, από την οποία και «Η κόρη ταξιδεύτρια», που θέλει να ταξιδέψει για να γνωρίσει τον κόσμο ή να δείξει την ομορφιά της. Κι ενώ ακριβοπλήρωσε ναύλο και προστασία, στ’ ανοιχτά του πέλαγου της επιτέθηκε ο ναύκληρος, εκείνη λιποθύμησε από τον φόβο της κι εκείνος την πέταξε ζωντανή, νομίζοντας πως είναι πεθαμένη, στη θάλασσα. Η θάλασσα την έφερε σ’ ένα πηγάδι κι εκεί την βρήκαν οι κοπέλες που έβγαζαν νερό:

Γιά ἰδὲς κορμὶ γιὰ ντουλαμά, δάκτυλα γιὰ τὴν πένα,
γιά ἰδὲς ἀχείλι γιὰ φιλί, κι ἂς εἶν’ καὶ ματωμένα.
Κόκκιν’ ἀχείλι ἐφίλησα, κι ἔβαψαν τὰ δικά μου,
καὶ μὲ μαντίλι τὰ ἔσουρα, καὶ ἔβαψαν τὸ μαντίλι,
καὶ σὲ ποτάμι τὸ ἔπλυνα, καὶ ἔβαψε τὸ ποτάμι
ἔβαψεν ἡ ἄκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση τοῦ πελάγου,
καὶ ἔβαψε καὶ ἕνα κάτεργο καὶ ἕνα ὄμορφο γαλούνι
καὶ πάλιν ἔβαψαν τὰ ἔμορφα, τὰ ὀγλήγορα ψαράκια.

Οι στίχοι λοιπόν που μας είναι γνωστοί ως ερωτικοί αλλάζουν τελείως στο νέο περιβάλλον, που είναι μια πικρότατη ιστορία. Από το τραγούδι αυτό εμπνεύστηκε ο Ραγκαβής τη δική του Ταξιδεύτρια, που δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε η συλλογή του Κλοντ Φοριέλ. Ψήγματα του τραγουδιού ο ερευνητής Μπουκάλας βρίσκει και στη σύγχρονη ποίηση –Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Γκάτσος, Γκανάς– όπως θα δούμε και στη συνέχεια.

Σχολιάζοντας την παραλλαγή της κόρης, ο Νικόλαος Πολίτης έθεσε το θέμα της θαυμασίας υπερβολής, που έχει σκοπό να εξάρει την παρθενικότητα της κόρης, που εισέπραξε το φιλί ως ντροπή και από το κόκκινο της ντροπής έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου. Ο Πολίτης θεωρεί το τραγούδι βεβαρημένον με ασιανική υπερβολή, ο Φοριέλ όμως τη θεωρεί ακραιφνώς ελληνική. Η υπερβολή είναι συνηθισμένη στο δημοτικό τραγούδι. Παράδειγμα ο γιος της καλογριάς ή της χήρας που νεογέννητος έκανε κατορθώματα υπερφυσικότερα του αρχαίου Ηρακλή.

Από το ποίημα της κόρης με τα κόκκινα χείλη εμπνεύστηκε και ο Κώστας Κρυστάλλης το δικό του «Το φίλημα», που κάποιοι το επαίνεσαν αλλά ο Γιάννης Αποστολάκης λέει ότι «επαίνεσαν την ασχήμια».

Τώρα, ενώ η κόρη τον φίλησε κρυφά για να μην το μάθει κανείς, το πράγμα κοινοποιήθηκε:

Μα το θαλάσσι φύσηξε του ναύτη το φιλί μας
Κι ο ναύτης το διαλάλησε σ’ ούλη την οικουμένη…
Κι η εκκλησιά το σήμανεν σ’ ούλην την οικουμένην…
Τα φύλλα όμως που πετάν, πετάν, παν και το λένε…

Πρβ. Οδυσσέας Ελύτης: στο πιο ψηλό κατάρτι του, ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι, «Του Αιγαίου» καθώς και:

Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να την φιλήσω όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στο μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκαν κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε (Ο μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το άριστον» ΙΧ) δίνοντας στο ερωτικό φιλί την ιερότητα που του πρέπει.

Πολύ συχνά οι μάρτυρες του φιλιού είναι ο ουρανός με τ’ άστρα και όχι μόνο:

– Κόρη μου, ὅταν φιλιόμαστε, νύχτα ἦταν, ποιός μᾶς εἶδε;

– Μᾶς εἶδ‘ ἡ νύχτα κι ἡ αὐγή, τ’ ἄστρο καὶ τὸ φεγγάρι·
μᾶς εἶδε καὶ τὸ σύγνεφο καὶ τό ’πε τῆς θαλάσσης.
Θάλασσα λέει στὸ κουπὶ καὶ τὸ κουπὶ στὸ ναύτη,
κι ὁ ναύτης τὸ τραγούδαε στὴν πρύμνη τῆς γαλιότας.

Τα ποτάμια παρουσιάζουν και αυτά μια ποικιλία. Έτσι, το ένα ποτάμι γίνεται τρία και φτάνουν τα εννιά, που ωστόσο δεν μπορούν να ξεπλύνουν ένα μαντίλι βαμμένο από φιλί ή από αίμα ή από το μελάνι, του ψάλτη, του αναγνώστη, του γραμματιζούμενου γενικά· να γιατί ο Σεφέρης λέει: Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι («Κυριακή», Λονδίνο, καλοκαίρι 1933, σαν να λέει προτιμώ την αλήθεια του πράγματος και όχι τα λόγια που την περιγράφουν).

Το κόκκινο είναι γλαφυρό σημάδι της αιματικής κυκλοφορίας. Είναι χρώμα του έρωτα: τα χείλη της παρθένας είναι κόκκινα από το ερωτικό πάθος, όπως και του Άδωνι. Είναι ακόμα το χρώμα της ηγεμονικής ισχύος και του βασιλικού χιτώνα· ο έρωτας στη Σαπφώ εμφανίζεται με πορφυρίαν χλάμυν. Τέτοιον φόρεσε ο Ιάσονας για να θαμπώσει την Υψιπύλη και τέτοιον φόρεσαν στον Ιησού οι Ρωμαίοι για να τον περιπαίξουν. Έχει όμως και μια αντιφατική σημειολογία, λέει ο Μπουκάλας. Το κόκκινο είναι και σημάδι «της έγγαμης χαράς», αλλά πρέπει να αποσυρθεί αμέσως όταν χηρέψει η γυναίκα. Γι’ αυτό, όρθια πλάι στο φέρετρο, ξηλώνει από τον ποδόγυρο του φορέματός της μια πλατιά κόκκινη ταινία που ήταν ραμμένη επάνω.

Τα κόκκινα τριαντάφυλλα είναι και σημάδι της παρθενιάς που χάθηκε (μας το θυμίζει ο Σεφέρης στο ποίημα «Πραματευτής απ’ τη Σιδώνα», «ρόδα στο μαντίλι» μιας Τουρκοπούλας).
Πλάι στο καλλυντικό κόκκινο υπάρχει και το μαύρο για την περιποίηση φρυδιών και ματιών, όπως μας πληροφορεί η Λαίδη Μόνταγκιου (σύζυγος του Edward Wortley Montagu, πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη το 1716-1717), στις επιστολές της, που δημοσιεύτηκαν το 1763: «Θα ήθελα να μάθουν και οι Αγγλίδες αυτό το μυστικό».

Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά (προέκταση στο ρεμπέτικο).

Ο Μπουκάλας κάνει πλατιά αναφορά στο μακιγιάζ και στις πηγές, όπου οι συγγραφείς κακολογούν τις μακιγιαρισμένες γυναίκες, αν και η συνήθεια είναι αρχαία. Ο επικός Κλαυδιανός από την Αλεξάνδρεια (5ος αιώνας μ.Χ.), ο Χομπχάους που είχε έρθει με τον Μπάιρον στην Ελλάδα (1809-1811), ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Κυριάκος Σιμόπουλος και πολλοί άλλοι έχουν πολλά να καταμαρτυρήσουν. Πάντως οι γυναίκες ανέκαθεν είχαν ψιμύθια για τα μάγουλα, για τα βλέφαρα, για τα χείλη, για τα νύχια, για τα μαλλιά, για τα πάντα, ίδια όπως σήμερα, ακόμη και επιθέματα για το στήθος.

Η φύση συμμετέχει στα ανθρώπινα πάθη:

Σ’ ἕνα δεντρὶ ἀκούμπησα νὰ πῶ τὰ βάσανά μου,
καὶ τὸ δεντρὶ ξεράθηκε ἀπ’ τὰ παράπονά μου.

(Με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα δέντρα συντροφιά
Κι όταν δακρύζω και πονώ θ’ αναστενάζει το βουνό.)

Ο πόνος της αγάπης είναι φλόγα και φωτιά που δε σβήνει ούτε με σαράντα βρύσες ούτε με δυο βουνά χιόνι.

Αλίμονο, φωτιά ’φαγα και κάρβουνα κατάπια,
και τη φωτιὰ δε μοῦ τη σβουν όσα νερὰ κι αν τα ’πια. (Σαμιώτικο)

Νεκροφιλία, ανόσιος έρωτας και αιμομιξίες σε όλες τις παραλλαγές:

Ἀπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα σου θ’ ἀνοίξω παραθύρι,
νά ’ρχομαι κάθε πρωὶ νὰ σὲ φιλῶ στὰ χείλη

οι στίχοι απηχούν μνήμες από Μπύργκερ και Μπάιρον, λέει ο Μπουκάλας. Ο πεθαμένος βγαίνει από τον τάφο του, αγκαλιάζεται με την αγαπημένη και την παίρνει μαζί του στον τάφο. Συνήθη και αιμομικτικά συμπλέγματα.

mpouklsΤο βιβλίο τελειώνει με την πληροφορία πως γενικά το δημοτικό τραγούδι έχει μελαγχολία. Ακόμα και ο γάμος μιας κόρης είναι θρήνος, εφόσον η κόρη αποχωρίζεται τους δικούς της.

Και για να τελειώσουμε ευχάριστα, ας καταλήξουμε με Ελύτη, όπως αρχίσαμε:

Αυτό που λέμε «σ’ αγαπώ»/ στα δέντρα θα το τρίξω
Με τον αέρα να σ’ το πω/ και να σου το φυσήξω.

 

Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα
Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή
Παντελής Μπουκάλας
Άγρα
856 σελ.
ISBN 978-960-505-426-7
Τιμή €24,90
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Φώτης Καγγελάρης: «Μια Ιστορία της Τέχνης»

Πάντα υπάρχει μια συστολή όταν προλογίζεις ή προβαίνεις σε ερμηνευτικά σχόλια για το έργο του Φώτη Καγγελάρη και αυτό γιατί το έργο του, κινούμενο μέσα στη ριζική καινοτομία, γίνεται ένα άνοιγμα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Δήμητρα Δήμου: «Η καντιανή ηθική στον σύγχρονο κινηματογράφο»

Σύμφωνα με τον Κώστα Ανδρουλιδάκη, καθηγητή στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, «η καντιανή ηθική φιλοσοφία είναι αναμφίβολα, από κοινού με την αριστοτελική ηθική...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.