fbpx
Γιάννης Ξούριας: «Ανεβαίνοντας τον Ελικώνα»

Γιάννης Ξούριας: «Ανεβαίνοντας τον Ελικώνα»

Το αν η ποίηση οφείλει να βοηθήσει την πατρίδα στην αναγέννησή της είναι το θέμα που είχε απασχολήσει τους Έλληνες λογίους στα προεπαναστατικά χρόνια, και συγκεκριμένα ανάμεσα στα 1790 έως την Επανάσταση. Και αυτό το θέμα ερευνά διεξοδικά ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Γιάννης Ξούριας, αποκαλύπτοντας την κοινή πεποίθηση ότι ναι, μπορεί η ποίηση να βοηθήσει, όμως οι ανταγωνισμοί και οι δημόσιες αντιπαραθέσεις που εκδηλώθηκαν επί ειδικών αλλά και γενικών ποιητολογικών ζητημάτων, που όφειλε να καλλιεργήσει το αναγεννώμενο έθνος, δείχνουν τη δυσκολία του πώς θα επιτευχθεί ο στόχος.

Το βιβλίο του με τον τίτλο Ανεβαίνοντας τον Ελικώνα και υπότιτλο «Για την ποίηση του Γένους την εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού» περιλαμβάνει έξι συνολικά μελέτες και Επίμετρο με έργα προσωδιακής ανανέωσης, που κυκλοφόρησαν τη διετία 1817-1818, των: Ιωάννη Ζαμπέλιου Μέλη Ανακρεοντικά και Τιμολέων, δύο μεταφράσεις από το έργο του James Thomson, The Seasons, του Πλάτωνος Πετρίδη, «Καιρός του Έαρος» η μία και του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, «Ωδή εις το έαρ», η άλλη. Τέλος, τη μετάφραση του Κωνσταντίνου Κοκκινάκη «Ο Τάφος του Ομήρου» του J.P. Brès.

Η πρώτη μελέτη έχει τίτλο «Μόνε κάτι κονζάκια» ή «Ένα πλήθος σκωριασμένων λέξεων»; Ο Παναγιώτης Κοδρικάς, ακούγοντας την ενενηντάχρονη Κοκκώνα να τραγουδάει ένα κοντζάκι –φαναριώτικο ερωτικό τραγούδι– αισθάνεται ότι «τοιούτον εστί το δεινόν όπερ αμοιβαίως εγώ πάσχω μετά της Κ.». Το τραγούδι ανήκει στα μη δημοσιεύσιμα, παρά μόνο μέσα σε βιβλία με αισθηματικό περιεχόμενο, όπως τα βιβλία του Ρήγα. Όταν το 1796 ο Αντώνιος Κορωνιός είχε υπερασπιστεί την έκδοση του ποιμενικού μυθιστορήματος Γαλάτεια του Florian, στην αφήγηση του οποίου είχαν ενσωματωθεί και τα «κοντζάκια», ήταν σαν να τα καταξίωνε. Όμως η αναβάθμιση αυτών των τραγουδιών οφείλεται στον Ρήγα, ο οποίος πρώτος πρόσθεσε δεκατρία από αυτά στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών και το 1792 ο Ιωάννης Καρατζάς στο Έρωτος αποτελέσματα είχε ανθολογήσει πολύ περισσότερα, πράγμα που συνιστά και μια από τις παλαιότερες και εγκυρότερες ανθολογίες που διαθέτουμε. Ο «Πρόλογος» μάλιστα του Κορωνιού δείχνει ότι το βάρος πέφτει στα τραγούδια και όχι στην αφήγηση. Γιατί στα «τραγούδια ενός γένους» βρίσκεται το άνθος της γλώσσας –κανόνες και παραδείγματα– με τα οποία οι ποιητές «αυξάνουν και τελειοποιούν τη γλώσσα», «υψώνουν τα νοήματα και γλυκαίνουν τα ήθη του γένους εκ του οποίου εβλάστησαν». Διατυπώνεται δηλαδή η αντίληψη ότι η ποίηση κανονίζει τη γλώσσα και οδηγεί στην πολιτισμική ανάπτυξη του Γένους. Να σημειώσουμε ότι ο Κορωνιός ανήκει στον κύκλο του Ρήγα, του οποίου απηχεί τις απόψεις.

Αρχικά το ενδιαφέρον στρέφεται στους ανώνυμους ποιητές, όμως η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Αθανασίου Χριστόπουλου γίνεται δείγμα της εξέλιξης της εκδοτικής διαδικασίας. Ωστόσο, τα φαναριώτικα τραγούδια ήταν δημοφιλή μόνο στα αστικά κέντρα και έτερπαν τους Φαναριώτες, αδυνατούσαν όμως να ικανοποιήσουν τους όρους του υψηλού κλασικισμού. Έτσι, η αντίπαλη θέση, την οποία υποστηρίζει ο Κοραής που προσδοκούσε την γέννηση νέων Ομήρων, Πινδάρων, Σοφοκλέων και Ανακρεόντων, αντέδρασε έντονα προς το τέλος της δεκαετίας του 1810, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τα τραγούδια «ξεράσματα».

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος μεθοδικά ανιχνεύει δυνατότητες της νεότερης γλώσσας ανάλογες με τις δυνατότητες της αρχαίας. Κλασικισμός, διαφωτισμός και αρχαία κληρονομιά είναι οι ρυθμιστικοί όροι της νέας ποιητικής με την ομοιοκαταληξία απορριπτέα.

Ο Καταρτζής, εκφράζοντας τις απόψεις του ηγεμόνος Μιχαήλ Σούτσου, στρέφεται εναντίον της αραβοτουρκικής ποίησης και ζητά «ρωμαίικια» ποίηση κατά μίμηση της αρχαίας, αντιτάσσοντας σ’ αυτήν την αρχαία τραγωδία και τα ομηρικά έπη που «ιντερεσάρουν ένα ολόκληρο έθνος ή και το παν». Επιτίθεται και αυτός στα «κοντζάκια και κάτι ριμάδες κακορρίζικαις». Η διαμάχη κορυφώνεται με πρόσχημα την ομοιοκαταληξία.

Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος ζητά ποίηση «αρμονική και ποικιλότονη», κλασικίζουσα, με υψηλό φρόνημα και απορρίπτει την ομοιοκαταληξία. Το ομοιοτέλευτον και το κουδούνισμα στο τέλος του στίχου εθεωρείτο στοιχείο παρακμής. Ο Μπάιρον και ο Χομπχάους, που είχαν κάνει μαζί το Grand Tour στη Μεσόγειο το 1809-1811, είχαν ανάλογη άποψη για τα φαναριώτικα τραγούδια. Ο Χομπχάους, μάλιστα, «ανίχνευε αρκετή ανατολίτικη παθητικότητα και πληθωρικότητα, αλλά τίποτε από τη δύναμη και το ύψος της αρχαίας ποίησης». Ο Κοραής, επίσης, που έριχνε το βάρος στη «στοχαστική πεζογραφία», θεωρούσε την ομοιοκαταληξία «ενοχλητική υπενθύμιση της εθνικής παρακμής».

Το πλήθος των βιβλιογραφικών αναφορών, τίτλων και συγγραφέων, απόψεων, σχολίων, καθώς και τα κείμενα, τα οποία αποτελούν το τεκμήριο της μελέτης, καθιστούν το βιβλίο του Γιάννη Ξούρια πολύ σημαντικό στο είδος του, με μεγάλο φιλολογικό ενδιαφέρον για τον αγώνα που δόθηκε στα πεδία της διανόησης, πριν αρχίσει ο άλλος στα πεδία της μάχης.

Με στόχο πάντα την παιδεία του Γένους, άλλοι προσβλέποντας σε έναν ποιητή Μεσσία και άλλοι όχι, ο Γεώργιος Ρουσιάδης, μέσα στα όρια της φαναριώτικης αισθητικής, παραφράζει την Ιλιάδα «εξελληνίσας αυτήν εις δεκαπεντασυλλάβους ομοιοκαταλήκτους στίχους με την δυνατήν ακρίβειαν και των νοημάτων του πρωτοτύπου διατήρησιν», διότι θεωρούσε την ομοιοκαταληξία «κριτήριο λογοτεχνικότητας» και «τεχνικής δυσκολίας, που αναδείκνυε τη στιχουργική δεξιότητα του παραφραστή». Ο ίδιος θεωρούσε την παράφρασή του «ανακαινιστική». Στα χρόνια της Επανάστασης ατονούν οι διαμάχες και όταν ο Κάλβος διαμόρφωσε τη δική του ποιητική, στο πρότυπο της «πολυτρόπου αρμονίας» των «παλαιών», χαιρετίστηκε εγκωμιαστικά.

«Η εκθρόνιση του “Νέου Ανακρέοντος” και η τυραννοκτονία της ρίμας» δείχνει την προθυμία του Ζαμπέλιου το 1843 να αποδεχτεί ένα διαφορετικό από το δικό του ποιητικό ύφος. Κι ενώ αρχικά, με τα Μέλη Ανακρεοντικά ανταγωνίζεται τον φαναριώτικο ανακρεοντισμό, την καθιερωμένη αισθητική και τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, έργο που θεωρήθηκε καταλύτης για τη δημόσια αντιπαράθεση, η φιλία του με τον Κοραή και τον Φόσκολο τον επηρεάζει και τον στρέφει προς τη σοβαρή ποίηση, με δείγμα τυπικό διαφωτιστικού κλασικισμού το έργο Τιμολέων, με το οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως έναν νέου τύπου συγγραφέα που θέλει να γίνει «ο ποιητής που θα αναστήσει τη νεοελληνική ποίηση και θα ζωογονήσει τον Ελικώνα». Ο Τιμολέων μεταφέρει «αντιτυραννικό μήνυμα» και απηχεί τις ιδέες του πολιτικού διαφωτισμού.

Οι δύο μεταφραστικές εργασίες που κυκλοφόρησαν στην Κέρκυρα το 1817, η μία είναι του Πλάτωνος Πετρίδη η Ειδοποίησις. Η τωρινή ελληνική γλώσσα –«Καιρός του Έαρος»– από το έργο του James Thomson, και του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, «Ωδή εις το έαρ», δημιουργούν νέο πεδίο αντιπαραθέσεων. Ο Πετρίδης, που είχε πολύ καλή έως ύποπτη σχέση με τους Άγγλους στα Επτάνησα, πίστευε πως η γλώσσα ενός λαού και ο χαρακτήρας του φαίνονται στην ποίησή του ή ότι η εθνική ποίηση είναι σε θέση να αναστυλώσει τον εθνικό χαρακτήρα και τη γλώσσα ενός λαού. Όσον αφορά την «Ωδή στο έαρ» του Νικολόπουλου, είναι μια νεοκλασική άνοιξη στον Ελικώνα, ένας ευαγγελισμός προς το έθνος, με τον οποίον ο Νικολόπουλος επιτελεί το χρέος του προς την πατρίδα, στο κλίμα του διαφωτιστικού κλασικισμού. Η «Ωδή» ήταν υψηλή ποίηση, η οποία πίσω από τον μεταφραστή της είχε τον Κοραή, είναι πολιτικό έργο, πράγμα που βεβαιώνει και η προσφώνηση στον Καποδίστρια. Οι δύο αυτές μεταφράσεις, του Πετρίδη και του Νικολόπουλου, αν και ανταγωνίζονται η μία την άλλη, βρίσκονται στο ένα και μοναδικό επίπεδο. Ο Πετρίδης μάλιστα, με τη μετάφραση και του Αγαμέμνονα του Αλφιέρι, δημιουργεί νέες εντάσεις με τον Ζαμπέλιο, διότι αν και οι δύο αντλούν από τον Αλφιέρι, διαφωνούν στην ομοιοκαταληξία.

xouriasΣτα 1818 ο Χιώτης Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, ο οποίος ανήκει στον κύκλο του Κοραή, δημοσιεύει μετάφραση του γαλλικού ποιήματος ο «Τάφος του Ομήρου» του J.P. Brès στον Λόγιο Ερμή. Επιλέγει υπό όρους την ομοιοκαταληξία, κινείται ανάμεσα στους Κοραϊκούς και στους Φαναριώτες, δημιουργούνται νέες αντεγκλήσεις με αφορμή πάλι την ομοιοκαταληξία και την τήρηση ή όχι της πιστότητας του πρωτοτύπου, έχοντας όμως πάντα κατά νου πως «το περιεχόμενο έπρεπε να μεταφέρει ένα σαφώς εθνωφελές μήνυμα».

Το πλήθος των βιβλιογραφικών αναφορών, τίτλων και συγγραφέων, απόψεων, σχολίων, καθώς και τα κείμενα, τα οποία αποτελούν το τεκμήριο της μελέτης, καθιστούν το βιβλίο του Γιάννη Ξούρια πολύ σημαντικό στο είδος του, με μεγάλο φιλολογικό ενδιαφέρον για τον αγώνα που δόθηκε στα πεδία της διανόησης, πριν αρχίσει ο άλλος στα πεδία της μάχης.

 

Ανεβαίνοντας τον Ελικώνα
Για την ποίηση του Γένους την εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού
Γιάννης Ξούριας
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
431 σελ.
ISBN 978-960-01-1941-1
Τιμή €21,00
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Δήμητρα Δήμου: «Η καντιανή ηθική στον σύγχρονο κινηματογράφο»

Σύμφωνα με τον Κώστα Ανδρουλιδάκη, καθηγητή στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, «η καντιανή ηθική φιλοσοφία είναι αναμφίβολα, από κοινού με την αριστοτελική ηθική...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΜΕΛΕΤΕΣ - ΔΟΚΙΜΙΑ
Ευαγγελία Κιρκινέ: «Έθνος “εξ απαλών ονύχων”»

Με το περιεχόμενο του όρου «έθνος» και τον τρόπο που δημιουργείται το αίσθημα του ανήκειν σε ένα έθνος, κυρίως μέσω της «εθνικής εκπαίδευσης», καταπιάνεται η Eυαγγελία Κιρκινέ σε αυτή τη μελέτη της. Τι...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.