fbpx
Θράσος Καμινάκης: «Τρία δεκαοκτώ»

Θράσος Καμινάκης: «Τρία δεκαοκτώ»

Μια αύρα ανοικείωσης διατρέχει όλες τις ιστορίες του Τρία δεκαοκτώ. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του Θράσου Καμινάκη λες και κινούνται πάνω σε μια φανταστική οθόνη, ένα φανταστικό θέατρο σκιών που υπάρχει χάρη στον φωτισμό μιας άγρυπνης συνείδησης – αυτής του συγγραφέα. Τα καθοριστικά για τη «ζωή» αυτών των προσώπων έχουν ήδη συμβεί προτού εμφανιστούν στην αφήγηση. Τους παρατηρούμε να ρίχνονται μέσα στον χρόνο σημαδεμένοι από αυτό το αναπόφευκτο παρελθόν, ψάχνοντας λες ένα «ώσπου», μια καίρια στιγμή που θα τους επιτρέψει να βγουν από το σκοτάδι στο φως, να αγγίξουν τη διαφάνεια της αφήγησης, να συναντήσουν την πολύτιμη εμπιστοσύνη του αναγνώστη που θα τους επιτρέψει να πουν την ιστορία τους. Όλοι πορεύονται προς ένα μέλλον που δεν θυμίζει και πολύ το μέλλον που είχαν ονειρευτεί για τον εαυτό τους – η ζωή έδρασε, άλλαξε, αποκάλυψε.

Τότε ήρθε και με βρήκε ο ζωγράφος. Ήταν δεν ήταν τριάντα κι εγώ με προχωρημένα τα εβδομήντα μου. «Αγόρασα το ισόγειο», μου είπε, «και μαζί μού δώσανε το δώμα. Έχει εβδομήντα επτά σκαλιά ως εκεί πάνω». «Όσα τα χρόνια μου», σκέφτηκα. «Και λοιπόν;» του είπα. «Κοίτα, δεν είμαι από αυτούς που τους αρέσουν οι γέροι και δεν ήρθα να κάνω κόλπα ή ψυχικό... Απλά η μάνα μου μιλούσε συχνά για σένα. Εδώ γεννήθηκα. Εσύ την ξεγέννησες το ’64. Εσύ με έφερες στο φως. Εγώ θα δουλεύω εκεί όπου γεννήθηκα. Στο ισόγειο. Θα το κάνω ατελιέ. Κι εσύ θα μένεις στο δώμα. Δε θέλω λεφτά». Θυμήθηκα ποιος ήταν. Θυμήθηκα τη μάνα του. Μια κούκλα, ποιήτρια. Χωρίς πατέρα να τον αναγνωρίσει. Θυμήθηκα που η τελετή της γέννησής του ήταν από τις πιο σπαρακτικές μου εμπειρίες, γιατί είχε στραβώσει και δεν ήθελε να βγει. Αλλά τη γυναίκα δεν την πόνεσα. Κι όταν βγήκε, δεν έκλαψε. Γελούσε. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν του είπα. Μη με περάσει και για πονηρό. Κι αφού δεν είμαι...

Οι ήρωες του Καμινάκη μπαίνουν στην αφήγηση μεταφέροντας όλη την ενέργεια ενός απότομου ανοίγματος αυλαίας: ο συγγραφέας τούς επέτρεψε να εμφανιστούν μπροστά μας απροετοίμαστοι, γυμνοί από αυταπάτες και άλλοθι, ζεστοί μέσα στην έξαψη των διαταραχών που τους συγκλονίζουν.

Το κρεβάτι μου στενό. Δε χώραγε και τους τρεις μας. Ο Αντρέας με έσπρωχνε πάνω της. Ήταν από πίσω μου και μ’ έσπρωχνε πάνω της. Η Άλμουτ με είχε αρπάξει σαν γεράκι, με δάγκωνε στους ώμους, στο στόμα, στο λαιμό. Ήθελα τόσο τον αδελφό μου, ήμουνα το παιχνίδι του απ’ όταν ήμασταν παιδιά. Κοντά του έμαθα να ντρέπομαι, μαζί του έμαθα να παίζω το όργανό μου, μα πάνω απ’ όλα πλάι του κατάλαβα πώς είναι να ανήκεις κάπου, πώς είναι να ανήκεις στο Θεό και να φυσάει πάνω σου ο αέρας που στέλνει ο Θεός και να σε μαστιγώνει για τα αίσχη σου.

Χρησιμοποιώντας την εξωτερική εστίαση, ο Καμινάκης επιβάλλει στον εαυτό του μια δημιουργική δέσμευση: θα παραμείνει ακλόνητος στη θεατρική συνθήκη. Δεν θα μας επιτρέψει να δούμε τίποτα πέρα από όσα θα συμβούν στη σκηνή – δεν θα αναλύσει, δεν θα σχολιάσει, δεν θα σχηματοποιήσει.

Κανείς δεν δικαιούται να μένει αμέτοχος κριτής σ’ έναν κόσμο όπου τα συναισθήματα πληγώνουν και λυτρώνουν.

Το τρίτο κουδούνι χτύπησε. Μπήκε στην αίθουσα την ώρα που χαμήλωναν τα φώτα. Κάθισε όπου βρήκε. Μπροστά, χαμηλά, κάτω στο πάτωμα, σαν να ήταν πάντα εκεί η θέση του κι όχι δίπλα στους άλλους. Κι όταν ο μικρός βγήκε πρώτος πρώτος στη σκηνή, από το μέτωπό του, ή μπορεί κι από τα μάτια του, κύλησε μια σταγόνα. Μια καθαρή σταγόνα που έπεσε στο πάτωμα και διαλύθηκε. Μαζί της διαλύθηκε και η εφιαλτική πιθανότητα να εγκλωβιστεί για πάντα στα όνειρά του. Η βροχή έξω από το θέατρο δυνάμωσε. Πολλές άλλες σταγόνες διαλύονταν εκεί έξω, πάνω στα κράσπεδα μιας πόλης στο κέντρο του κόσμου, που ειρωνεύεται με σχολαστική συνέπεια τους κατοίκους της.

Η αφήγηση στο Τρία δεκαοκτώ είναι γεμάτη από ρήματα: είναι κυρίως ρήματα τροποποιητικά, παραβατικά, τιμωρητικά. Οι ήρωες ρεκάζουν μέσα σε στοιχειωμένα μυστικά και ισορροπίες που κατορθώθηκαν δύσκολα και κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Η αφήγηση συγκροτείται από ό,τι έκανε η ζωή στους ήρωες και από ό,τι έκαναν οι ήρωες στη ζωή τους. Ο αναγνώστης παγιδεύεται μέσα στις δράσεις και στις αναδράσεις των ηρώων όπως το έντομο στο κεχριμπάρι: βλέπει τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν είναι πλέον μέρος του. Καλείται να βρει τη θέση του μέσα στο αφηγηματικό σύμπαν, οδηγείται στην παραδοχή ότι κανείς δεν δικαιούται να μένει αμέτοχος κριτής σ’ έναν κόσμο όπου τα συναισθήματα πληγώνουν και λυτρώνουν.

Η σκέψη ότι θα μπορούσε, μόνο και μόνο από φόβο, να της αρνηθεί τα πάντα, την τύφλωσε. Σήκωσε τη βαλίτσα και του την έφερε στο κεφάλι. Έπεσε ξερός μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Ξερός, όχι νεκρός. Η υπέρβαρη έφηβη «νύφη» έψαξε τις τσέπες στο γκρι κοστούμι, βρήκε το πορτοφόλι του «γαμπρού» γεμάτο χαρτονομίσματα και τα παράχωσε στο στήθος της. Τα έπιασε, μάλιστα, με την καρφίτσα που είχε γλιστρήσει στο αμάξι πριν από λίγο, για να μη σκορπιστούν, κι έτρεξε προς το πλοίο. Έβγαλε το τελευταίο εισιτήριο, πέταξε τα γοβάκια της που στένευαν τα πρησμένα της πόδια και μπούκαρε ξυπόλυτη και αλλόφρων στο καράβι την ώρα που αυτό έλυνε τους κάβους. Οι λιμενεργάτες είχανε αποσβολωθεί από το θέαμα. Ένα τεράστιος σμαραγδής όγκος με ξέπλεκα μαλλιά και μέσα στον ιδρώτα ορμούσε κρατώντας μια βαλίτσα στο πλοίο, που σάλπαρε για άλλα νησιά. Ξημέρωνε.

Ο αφηγηματικός χώρος του Καμινάκη είναι η υφήλιος. Δεν περιορίζεται σε μια γεωγραφία που θα επέβαλλε στην αφήγησή του ηθογραφικούς ή κοινωνιολογικούς περιορισμούς. Αναζητά τους ήρωές του σε μακρινές γειτονιές, για να τους φέρει όλους στη μικρή σκηνή του Τρία δεκαοκτώ.

Με τα ενήλικα πια παιδιά της να φοιτούν σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και με το σύζυγό της οικειοθελώς αγνοούμενο και ξεχασμένο πλέον και από την ίδια, η Ανιές Κόλντμαν, επαρκώς ευκατάστατη και με καλή υγεία, αποφάσισε ν’ αρχίσει τα ταξίδια. Εκείνη που πιο νέα φοβόταν τα αεροπλάνα και στις διάφορες πόλεις του κόσμου έφτανε μόνο μέσα από τις αφηγήσεις του άντρα της, μέσα σε μια τριετία ταξίδεψε παντού. Στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, στη Γη του Πυρός, στο Νησί του Πάσχα, στον Ισημερινό, στην Αλάσκα, στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο. Από παντού έστελνε καρτ ποστάλ σε οικογενειακούς φίλους και στους γιατρούς της. Ετησίως τσέκαρε την υγεία της και τίποτε ανησυχητικό δεν αντιμετώπιζε. Αναγκάστηκε μόνο να κρατάει την πολύ προσωπική της ζωή κρυφή και στο απυρόβλητο. Μονάχα η νοσηλεύτρια Αμίρα Ελ-Χαλίλ, που την ακολουθούσε παντού, ήξερε τα μυστικά της.

Ο κοσμοπολιτισμός της αφήγησης αναζητά πίσω από τις όποιες διαφορές τις πανανθρώπινες ομοιότητες, αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες συμπύκνωσαν στη μυστηριώδη λέξη «μοίρα».

Δεν άργησα να καταλάβω πως με δούλευε ψιλό γαζί. Αλλά είχε μια αφέλεια ο τρόπος της κι εμένα μια αφέλεια η στάση μου που σχεδόν το οδηγούσε όλο αυτό σε μια «ρομαντική» ιστορία και με συνεπήρε. Έτσι έθρεφα το παραμύθι μέσα μου πως θα τη συναντήσω και έκανα υπομονή μέχρι που ήρθε η ώρα. Μου ορκίστηκε πως θα είναι συνεπής στο ραντεβού μας. Με παραξένεψε που χρειάστηκε, για να τη δω, να διασχίσω το λεκανοπέδιο και να φτάσω στις εθνικές οδούς. Αλλά ένας ορφανός από τον εαυτό του άνθρωπος όπως εγώ τα παράξενα τα παίρνει για μοιραία.

Η ανθρώπινη μοναξιά, οι εύθραυστες σχέσεις, οι ρηξικέλευθες επιθυμίες είναι παντού οι ίδιες. Το παρόν είναι γεμάτο παρακείμενους που οι άνθρωποί του κουβαλούν προς το μέλλον τους, για να τους παραδώσουν στους απογόνους τους. Το Τρία δεκαοκτώ προσεύχεται γι’ αυτή την τρομερή κληρονομιά.

 

Τρία δεκαοκτώ
Θράσος Καμινάκης
Εκδόσεις Καστανιώτη
σ. 320
ISBN: 978-960-03-7070-6
Τιμή: 16,00€
001 patakis eshop

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Κωνσταντίνος Λίχνος: «Ο βράχος του Σίσυφου»

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν παγκόσμιοι μύθοι που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Ένας από τους πιο γνωστούς είναι ο βράχος του Σίσυφου. Ο μύθος, δηλαδή, που μιλάει για τον παμπόνηρο...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Πλούσιοι και φτωχοί», «Τίμιοι και άτιμοι», «Τυχεροί και άτυχοι»

Τρεις τόμοι, μια τριλογία με τρία πολύτιμα έργα, όπου ο μέγας κοινωνικός ανατόμος, ο Ζακυνθινός (γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη) Γρηγόριος Ξενόπουλος ζυγίζει τις κοινωνικές κατηγορίες που πάνω...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Στραγαλινός: «Το πρωί που θα φύγουμε»

Ο Απόστολος Στραγαλινός είναι γνωστός ως ένας από τους καλύτερους μεταφραστές γερμανικών λογοτεχνικών κειμένων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας συγκαταλέγονται...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.