fbpx
Μάρω Δούκα: «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα»

Μάρω Δούκα: «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα»

Είναι γεγονός ότι σε κάθε νέο έργο που η αγαπημένη συγγραφέας Μάρω Δούκα καταθέτει, βρίσκουμε –ή ανακαλύπτουμε, καλύτερα– τη γνωστή τεχνική και μυθοποιητική, προσωπική της, καθαρά αφηγηματική ικανότητα, μια ικανότητα η οποία εμπεριέχει όλα τα εφόδια, ώστε το δημιούργημα να φτάνει στα όρια του συγκλονιστικού, του πολύ σημαντικού, του εξόχως απολαυστικού. Κατ’ αρχάς, όλες οι παράμετροι που συνδέουν το βίωμα με τη λογοτεχνική αλήθεια, την εμπειρία με την ψυχαγωγική παράθεση, την πείρα και της ζωής αλλά και της δημιουργίας με το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, που είναι άκρως συναρπαστικό, διατρανώνονται και πολλαπλασιάζονται σφόδρα, γίνονται αμέσως εμφανείς, καθίστανται μέλη μιας γενικότερης συνοδοιπορίας και επιτάχυνσης, ειδικότερα προσομοιάζουν στον μύθο με μυστική επίδοση αλλά και απλωσιά, με θεατρικότητα και συμβολισμό, τέλος, με απίστευτα ισχυρή δόση μετάδοσης του μηνύματος, το οποίο πολλάκις συνάδει με την ατομική έμπνευση – παρότι στο παρόν βιβλίο δεν μιλάμε για ακραιφνές μυθιστόρημα αλλά μάλλον για ιστόρημα, καθώς οι ηρωίδες συνήθως ακολουθούν μονήρη δρόμο, δεν σχετίζονται μεταξύ τους, παρά μόνο με τη συγγραφέα, η οποία και τους εμφυσεί την ανάσα της ύπαρξής τους. Στη συνέχεια, η τεράστια και πλούσια λεπτομέρεια, η οποία παρεισφρέει σε ολόκληρο το σώμα του κειμένου με τρόπο θα έλεγε κανείς εμβληματικό, με μια μέθοδο αφηγηματικής ακμής, με μια μανιέρα (θα το πω) ενδυνάμωσης, η οποία και της παρέχει τη δυνατότητα να υπερπηδά εμπόδια και νοητικά φράγματα και να τροφοδοτεί μια γραφή στα όρια της υπέρβασης. Η πέρα από κάθε αμφιβολία λεπτομερής και λεπτομερειακή τεχνικά εργασία της Μάρως Δούκα ασφαλώς και κινητοποιεί αναγνωστικές αντιδράσεις για τα μυθιστορήματά της, τις περισσότερες φορές θετικές, τις περισσότερες φορές ενθουσιώδεις, τις πιο πολλές φορές άκρως κολακευτικές. Και εν κατακλείδι, τα θέματα που μια έμπειρη καλλιτέχνιδα διαλέγει προκειμένου να τα επεξεργαστεί, όλα παρμένα από τη ζωή, τον κοινωνικό, οικογενειακό, φιλικό περίγυρο, από σχέσεις που έμειναν αναλλοίωτες στη διάρκεια των χρόνων, από πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν έως σημερινές συνιστώσες διαβίωσης, από εικόνες που μείναν χαραγμένες στο μυαλό έως ένα σύγχρονο πέταγμα στο παρελθόν, από κουλτούρες τέτοιων γυναικών και ανδρών αλλά και παιδιών έως τον κόσμο των μηχανών που λειτουργούν με βάση τα μαθηματικά, συνολικά είναι έμπλεα στα μυθιστορήματα της Δούκα, προκειμένου να μας ανοίξει τα μάτια αλλά και την ψυχή, προκειμένου να μας κάνει να διακρίνουμε ακόμη και την αμεσότητα, προκειμένου να πούμε ως αναγνώστες ένα τεράστιο μπράβο και ευχαριστώ, γιατί εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα αυτή να περιγράφουμε ούτε τις σκέψεις αλλά ούτε και τα συναισθήματα, άρα της το οφείλουμε που μας τα παρέχει εκείνη.

Για μια ακόμη φορά η σημαντική μας πεζογράφος Μάρω Δούκα προσπαθεί και πετυχαίνει με το τελευταίο της βιβλίο να ευαισθητοποιήσει ανθρώπους-δέκτες ιστοριών, που οσμίζονται την αλήθεια και ξέρουν να τη διαχωρίζουν από το λογοτεχνικό ψεύδος.

Αυτή τη φορά η οικεία μας Μάρω Δούκα αποφασίζει να φέρει στο προσκήνιο τις δύο γιαγιάδες της, του πατέρα και της μητέρας της, και παράλληλα άλλη μια εξ αγχιστείας, όπως γράφει, για να μας αφηγηθεί τη μεγάλη σοφία αυτών των γυναικών και πώς παιδούλα και άβολη η ίδια έμαθε πράγματα που της φάνηκαν απαραίτητα όταν μεγάλωσε. Η αλήθεια είναι πως μέσα στο σώμα του έργου περικλείονται και άλλα πρόσωπα, όπως θείες και θείοι, ξαδέρφια, άλλες ηλικιωμένες γυναίκες, λιγότερο πάντως η μητέρα και ο πατέρας της (εκείνος άλλωστε έφυγε νωρίς). Χωρίς όπως είπαμε το έργο να αποτελεί μυθιστόρημα με την κλασική έννοια του όρου, οι αναμνήσεις έρχονται και ξανάρχονται, η εμμονή ξεπερνάει τον χρόνο και γίνεται τροφή για έκλυση συναισθήματος, οι συγκεκριμένες γιαγιάδες αποτελούν εν γένει το επίπεδο πεζογραφικής ανέλιξης και εξέλιξης μιας παιδούλας, η οποία μαθαίνει τα βασικά της ζωής εκεί, στη συμπεριφορά απέναντί της από τις γυναίκες αυτές, τις ηλικιωμένες, οι οποίες (ιδίως σε ένα τόσο αντροκεντρικό περιβάλλον, όπως είναι αυτό της Κρήτης) ουσιαστικά κινούν τα νήματα, διαχειρίζονται το σπίτι, μεγαλώνουν παιδιά και εγγόνια, τέλος, κρατούν το κουμάντο, παρά του αντιθέτου όπως νομίζεται. Η Δούκα χρησιμοποιεί ένα τέχνασμα λογοτεχνικό, το να φέρει δηλαδή στη ζωή πίσω αυτές τις γυναίκες, έχοντας μαζί τους μια συνομιλία, η οποία μπορεί να έγινε ή μπορεί και να μην έγινε ποτέ, δηλαδή προσδίδοντας στο κείμενο (παρά το πολύ κλειστό της αφήγησης) μια ζωντάνια, μια θεατρικότητα, μια γεύση εφήμερου γεγονότος (αφού μαζί της μιλάνε για όλα), έναν ήχο και μια εικόνα ξέγνοιαστης πολλές φορές συνάντησης (σε κάποια πλατεία ή παγκάκι γίνονται αυτές οι συναντήσεις), τέλος, μια ανασκόπηση των παιδικών και νεανικών χρόνων, όταν η ίδια μεγάλωσε ανάμεσα σε γιαγιάδες και θείες, σε ξαδέρφια και συγχωριανούς. Τώρα, πιστεύοντας πως πρέπει να εξοφλήσει θα λέγαμε τα δανεικά, ό,τι δηλαδή τους χρωστά από αυτό που είναι σήμερα, ό,τι τους απέκρυψε για να προχωρήσει σε άλλες λεωφόρους (χωρίς όμως ποτέ να τις ξεχνά, απλώς όμως εδώ τους το αφιερώνει), ό,τι στο φινάλε πάνω-κάτω οι άνθρωποι αυτοί δικαιούνται από τη δόξα μιας πασίγνωστης δημιουργού αποδίδεται, και μάλιστα με τρόπο διαφορετικό, από άποψη καρδιάς αλλά και από άποψη τέχνης, από άποψη ψυχής αλλά και από άποψη αισθητικής.

Κάθε στιγμή που ακολουθεί, το κλείσιμο ενός νέου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα είναι στιγμή περισυλλογής, γλυκιάς διάθεσης και γεύσης, αναμνηστικού μηχανισμού (ο οποίος μπαίνει σε λειτουργία), δακρυσμένης και ψυχικής ανάσας, μελαγχολίας (γιατί όχι, ο καιρός περνάει και είναι αμείλικτος), τέλος, προσωπικής ταύτισης μαζί της, αφού τα βιώματα είναι κοινά, ιδίως για όσους είχαν την τύχη να μεγαλώσουν με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Πολλοί συγγραφείς έχουν γράψει για τα αγαπημένα τους συγγενικά πρόσωπα, άλλοτε λέγοντας την αλήθεια, άλλοτε ψευδόμενοι ασύστολα, πολλοί χρησιμοποίησαν ως ήρωες στα έργα τους κάποιον ή κάποια από το οικογενειακό περιβάλλον, πολλοί έγραψαν ειδικά γι’ αυτούς, όπως η Δούκα, ως φόρο τιμής για ό,τι πρόσφεραν ανιδιοτελώς, μόνο με την αγάπη και το πρωτόγονο αισθητήριό τους, μόνο με την ευκρινή ματιά τους πάνω σε παιδιά (ορφανά πολλές φορές και όχι μόνο λόγω θανάτου των γονιών), τα οποία θα ερχόταν η στιγμή να τους το ανταποδώσουν. Για μια ακόμη φορά η σημαντική μας πεζογράφος Μάρω Δούκα προσπαθεί και πετυχαίνει με το τελευταίο της βιβλίο να ευαισθητοποιήσει ανθρώπους-δέκτες ιστοριών, που οσμίζονται την αλήθεια και ξέρουν να τη διαχωρίζουν από το λογοτεχνικό ψεύδος – και αυτό απαραίτητο όταν μιλάμε για τέχνη του λόγου, η οποία έχει ως κύριο μέλημα και ενδιαφέρον την εξέταση ma douka22παραμυθιών, που και αυτά περιέχουν φαντασία, καλούς και κακούς πρωταγωνιστές, και προπάντων δράση.

 

Να είχα, λέει, μια τρομπέτα
Μάρω Δούκα
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 384
ISBN: 978-618-07-0050-3
Τιμή: 18,80€
001 patakis eshop


 

Γιώργος Δουατζής

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.