fbpx
Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Μαργαρίτες»

Χρυσοξένη Προκοπάκη: «Μαργαρίτες»

Έτυχε να διαβάσω τις Μαργαρίτες της Χρυσοξένης Προκοπάκη μήνα άνοιξης. Μέρες που η ζωή επιχειρεί την «επίθεσή» της, σχεδόν κυριαρχικά, με μαργαρίτες. Και δεν υπάρχει τίποτα άφωνο πλέον. Όλα μιλούν, όλα εξομολογούνται. Και μεταμορφώνονται. Γιατί πάντα αυτούς τους μήνες των εξομολογήσεων της ζωής οι μαργαρίτες, ένα ματσάκι μαργαρίτες καλλιεργημένες ή απείθαρχες των χωραφιών και του κάμπου ενθαρρύνουν, επιμένουν, παρηγορούν, υπόσχονται, συγχωρούν – με λίγα λόγια, μετέχουν… Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος τους – η τελευταία, καταληκτήρια παρουσία σε κάθε διήγημα της συλλογής Μαργαρίτες, που η ταλαντούχα συγγραφέας τους, ως λάιτ μοτίφ αποθέτει στις κλειστές πόρτες, στις κλειστές καρδιές, στις μαραμένες ανθρώπινες υπάρξεις, στις παρακμιακές ή και παράλογες κόχες του κόσμου, την υπόσχεσή τους – μιας κάποιας εύχαρης επιστροφής υπόσχεση.

Όμως οι Μαργαρίτες –αυτοί οι παράξενοι, εσωστρεφείς, κλειστοφοβικοί κόσμοι– της Χρυσοξένης Προκοπάκη δεν φέρουν τα ειδύλλια μιας ρομαντικής άνοιξης. Είναι εγκατεστημένες σε σκηνικά αγχώδη, φοβικά, αδιέξοδα, προβάλλοντας, σαν σε εξπρεσιονιστικά κάδρα, το ανερμάτιστο –σε τόπο και χρόνους– της ύπαρξής τους.

Έντεκα συνολικά διηγήματα –αφηγήματα ίσως είναι προτιμητέο, καθώς διασταυρώνονται ειδολογικές και μορφικές συνηχήσεις–, σε πρωτοπρόσωπη δραματοποιημένη αφήγηση και καταλυτικούς εσωτερικούς μονολόγους. (Δύο από τα κείμενα, η «Φόνη» και «Το ασανσέρ», είναι ολοκληρωμένα θεατρικά έργα, που «υλοποιούν» το φοβικό ρίγος του παράλογου, εξομολογητική κατάθεση σαν στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.) Όλα τα αφηγήματα επεξεργάζονται ψυχαναλυτικά καθημερινές ανθρώπινες χειρονομίες, συναισθήματα, εκούσιες ή επιβεβλημένες επιλογές –συνήθεις ή νευρωσικές αντιδράσεις σε επιταγές, πλαίσια, βουλήσεις–, σύμπαντα κανονικών προ(σ)κλήσεων της ζωής, που μεταβάλλονται σε εντελείς παραμορφώσεις της πραγματικότητας. Το παιχνίδι ανάμεσα στη συνειδητή πραγματικότητα και την ασύνειδη μεταμόρφωσή της. Σ’ αυτό που παράγουν οι ανθρώπινες αισθήσεις και στο άλλο, το μετα-μόρφωμα υποσυνειδησιακών αφομοιώσεων.

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σπίτι. Είχε κήπο. Είχε κι ένα πηγάδι. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος…» Έτσι αρχίζει η ξενάγηση στις διαδρομές του χρόνου της Δανάης – στις «Βαλίτσες απελπισμένων προορισμών», απρόσμενα ταξίδια σε απροσχεδίαστους προορισμούς, σε σταθμούς απρόσμενους. Όλοι ταξιδεύουν στα αφηγήματα της Χρυσοξένης Προκοπάκη. «Ταξιδεύουν» οι ήρωες (αντιήρωες όλοι τους), ταξιδεύουν και οι άλλοι δίπλα τους, μέσα τους, αθέλητα ταξίδια, ανοίκειοι κάποτε προορισμοί. Εδώ η Δανάη, αλλού η Φόνη, «Η γυναίκα με το κόκκινο καπέλο», η κυρία Τασία («Το απέναντι μπαλκόνι»), η Άννα και «Το απαγορευμένο δωμάτιο», ο επαναστατημένος ντελιβεράς («Πού θα πλήξεις πάλι απόψε;»), «Το [επώδυνο] φευγιό», το αλλόκοτο, θεατρικό συναπάντημα στο «Ασανσέρ», το ψέμα που πολιορκεί ανελέητα τη Μαργαρίτα – τη μόνη επιλογική Μαργαρίτα που έχει όνομα και ιστορία… και επιλέγεται να κλείσει αυτή τις μικρές, πολυπρόσωπες, αινιγματικές «ιστορίες» όλων των προηγούμενων.

Η συγγραφέας γνωρίζει καλά τους ήρωες, τις ηρωίδες της. Όχι επιδερμικά, όπως η καθημερινή επιπόλαια συνάφεια των κοινωνικών σχέσεων οικονομεί τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ανατέμνει τον έσω άνθρωπο με τη διεισδυτική ματιά του ψυχαναλυτή που εν ηπία υπνώσει αναμοχλεύει και συμφύρει πραγματικότητες και πάθη, άγχη και φόβους, ανικανοποίητες επιθυμίες και βουλήσεις αλλότριες, αποδράσεις απελπισίας ή –απελπισίας πάλι– εγκλωβισμούς: σε συνήθειες, σε βουλήσεις ακούσιες, σε δισταγμούς και δειλίες, σε μύριες καταπονήσεις της ψυχής. Παρακολουθεί τη βάσανο της πορείας τους – ό,τι αποκαλούμε μέθεξη στην εμπειρία του ζην, στην ατομική του ο καθένας αγωνία «να ξεφύγει από τη μοίρα του» («Η φυγή δεν είναι πάντα η λύση. Κάποιες φορές πρέπει να μένεις, να μπορείς να μένεις κάπου και να παλεύεις», σ.28) ή, αν δεν το κατορθώσει, να συμφιλιωθεί ανώδυνα και στωικά μαζί της. Μ’ αυτή την εμπειρία του ζην, οι ήρωες της Προκοπάκη σφυρηλατούν την προσωπική τους βιοθεωρία και την πυκνώνουν συχνά σε αποφθεγματικές-γνωμικές ρήσεις μιας εμπειρικής ηθικής και φιλοσοφίας.

Οι καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι δεν είναι μονοδιάστατα αποκυήματα φανταστικής σύλληψης. Αφορμήσεις της πραγματικής περιπέτειας που αποκωδικοποιείται στην αφηγηματική της ανέλιξη, στις μυθοπλαστικές της εκδοχές. Αλλά ταυτόχρονα εκτρέπεται από το αισθητηριακό κάτοπτρο προς ένα δαιδαλώδες ψυχολογικό έσοπτρο, στο οποίο διασταυρώνεται η εμπειρία με τις τραυματικές –κάποτε εφιαλτικά διογκωμένες– προεκτάσεις της. Οι ανθρώπινες μορφές –αυτές των καθημερινών ανθρώπων της αφήγησης– ανεπαίσθητα αλλά σταθερά, και προπάντων πειστικά, διολισθαίνουν προς ακατανόητες εκτροπές, εσωτερικές αναδύσεις φαντασιωσικών συμπλεγμάτων, που φέρουν το ηλεκτρικό φορτίο του ψυχισμού των ηρώων αλλά και τη μεθερμηνεία μιας νοσηρής, α-φύσικης πολιτισμικής εικόνας. Οι ήρωες με τις πειραγμένες κεραίες τους αυτή την πολιτισμική εικόνα προσοικειώνονται προσφέροντας το ψυχικό τους ευάλωτο υπόστρωμα για την αλληγορική της μεταμόρφωση σε μοναχικά, διαταραγμένα πλάσματα. Αλλά μήπως πράγματι η τέχνη είναι και η «αποθέωση της μοναξιάς»;

Όλοι ταξιδεύουν στα αφηγήματα της Χρυσοξένης Προκοπάκη. «Ταξιδεύουν» οι ήρωες (αντιήρωες όλοι τους), ταξιδεύουν και οι άλλοι δίπλα τους, μέσα τους, αθέλητα ταξίδια, ανοίκειοι κάποτε προορισμοί.

Θα έλεγα ότι η συγγραφέας παρασύρει γοητευτικά τα πρόσωπα των ιστοριών της σε μια ψυχοκεντρική βίωση του εμπράγματου κόσμου τους, όπου ο λόγος μετατρέπεται σε ονειρικό παρά-λογο, σύμμετρες συναρτήσεις διαπλεκόμενων εμπειριών. Οι μορφές –δυσοίωνες και μυστηριώδεις– αναδύονται μέσ’ από την αγωνία που διαβιβρώσκει ολόκληρο το είναι τους, μέσ’ από ασθματικές, αγχογόνες ψυχικές διεργασίες, που κατακλύζονται και ασφυκτιούν στην αιχμαλωσία της μοναξιάς, του χρόνου, της αποξένωσης. Από τι; Από ποιον; Από τους άλλους, από τη βούληση και τα όνειρά τους, από τις αλήθειες τους και το δραματικότερο, ίσως, από την ίδια την ανθρώπινη φύση με την οποία ο «πολιτισμός» τους βρίσκεται σε εντεινόμενη σύγχυση, όπου καμιά κοινωνική ψυχιατρική δεν ιαίνει πληγές και στερήσεις.

«Πώς να πω τι απομένει; Είναι όμως το τέλος. Ή μήπως ήταν όνειρο, μπας και ονειρεύομαι; Όχι, όχι, τίποτα απ’ όλ’ αυτά, άλλωστε και το όνειρο τι είναι, ένα τίποτα, και το χειρότερο, με σημασία». Έτσι θα εκμηδενίσει το ολικό οικοδόμημα ο Μπέκετ (Το ηρεμιστικό, μτφρ. Εριφύλη Μαρωνίτη). Αναφέρω τον Μπέκετ, όπως θα μπορούσε να αναφέρω και τον Κάφκα – το κλειστοφοβικό, αλλοτριωτικό, παράλογο σύμπλεγμα εξωκοσμικών, σκοτεινών περιελίξεων της πραγματικότητας. Μας παραπέμπουν εκεί οι ταλαιπωρημένες, απειλούμενες, δυστοπικές ανθρώπινες φιγούρες της Χρυσοξένης Προκοπάκη, μοντέλα της νέας –και τόσο γνώριμης– αγωνίας και εκπεσμένης frustration της εποχής μας. Αίτημα για μιαν ελεύθερη ανάσα, για μια καθαρή περιοχή, για ένα διάνεμα ανθρώπου. Αίτημα για λήθη – ως λυτρωτικό ψυχαναλυτικό μηχανισμό, όταν η μνήμη γίνεται δυσανεκτική. Αίτημα απελευθέρωσης από την ομοιομορφία, όταν η εμβίωση της ομοιομορφίας έχει γίνει ένα με την αρρωστημένη νόηση, όπως το δηλητηριασμένο πουκάμισο του Ηρακλή: «Μου είπε τότε ότι πρέπει να αλλάξω τον τρόπο που σκέφτομαι… Άκου εκεί, να αλλάξω τον τρόπο που σκέφτομαι!» (σ.74). «…Άλλωστε, κάνω τα πάντα για να μένουν οι μέρες μου ίδιες η μία με την άλλη. Δεν θα άντεχα καμία απολύτως αλλαγή. Ξέρετε, θέλει μεγάλη προσπάθεια αυτό» (σ.72). Αίτημα για την αποτίναξη του χρόνου, όταν καμιά του διάσταση δεν είναι φιλόξενη, πραϋντική για την ψυχή τους. «Κάθε πρωί βγαίνει στο μπαλκόνι να τινάξει τα χαλιά της, λες και τινάζει το χρόνο από πάνω της» (σ.97). Το αίτημα της απόλυτης ελευθερίας – ένα τρομαχτικό φάσμα που απελευθερωτικά απεργάζεται με το αντίδοτό του: την απουσία μνήμης (σ.44). Το όνειρο, ανθρώπινης επιθυμίας οντότητα, και μεταφυσική, γκόθικ μεταμόρφωση, στην πάλη του με το απραγματοποίητο.

Ποια είναι η «προσωπογραφία» του ονείρου; Ποιες οι επιθυμίες, οι ονειροπολήσεις των ηρώων που μένουν σε σκοτεινό συρτάρι, αζήτητες τελικά; Ό,τι νομίζει ο καθένας πως επιθυμεί, πως τον εμποδίζουν άνθρωποι και συνθήκες, υποχρεώσεις και κωλύματα, να πραγματώσει οδεύοντας προς την αναζήτηση μιας –της δικής του ο καθένας– ευτοπίας. Εδώ όμως η Προκοπάκη στήνει –ή αναγιγνώσκει– την πιο δραματική εσωτερική παγίδευση των ηρώων της. Την άρνηση. Την εξορία – όπως την προσδιορίζει στον Σίσυφό του ο Καμί, άνθρωποι «αθεράπευτα εξόριστοι τόσο επειδή στερούνται τις αναμνήσεις μιας χαμένης γης, όσο και γιατί τους λείπει η ελπίδα υπόσχεσης μιας μελλοντικής πατρίδας». Και το πιο δραματικό: αποτάσσονται την υπάρχουσα ζωή τους αλλά και την επιθυμητή. Διχοτομούνται ψυχικά τη στιγμή που σχηματοποιούν τα «θέλω» τους. Αποδιδράσκουν από κάθε «οντολογία» της ζωής – γιατί; Γιατί η ίδια η ζωή παραμορφώνεται σε φάσμα επαχθές, που δεν είναι cosa mentale, αλλά μια ακατανόητη εμπειρία. Θα πει κάποια από τις ηρωίδες της, πάνω σε μια φιλοσοφημένη έλλαμψη: «Στο όνομα όλων εκείνων που δεν έζησες μπορείς να θυσιάσεις τα πάντα. Και βέβαια δεν διστάζεις να θυσιάσεις το μοναδικό πράγμα που σου ανήκει: το παρόν σου» (σ.160).

Κι όμως. Η συγγραφέας δεν κλείνει τους λογαριασμούς έτσι απελπιστικά μαζί τους. Δεν απαντά στους ήρωές της –σε μας όλους– όπως ο Μπέκετ: «Είσαι στη γη. Δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό». Ασκώντας τα δικαιώματα του –κριτικού– αναγνώστη, επανέρχομαι στις «μαργαρίτες». Αυτές τις ένζωες τελικά υπάρξεις μέσα στο έργο, που οι οικειωμένοι με τα ψυχικά τους δράματα πρωταγωνιστές αποσπούν από κήπους, από ανθοδοχεία, από τσέπες, από ξεχασμένες τσάντες, μαργαρίτες ποδοπατημένες ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά και στάχτες, μαργαρίτες που μαντεύουν τον έρωτα… Επανέρχομαι σ’ αυτές και αφουγκράζομαι τη μοναδική παντοδυναμία τους: να ξεφυτρώνουν πανταχού παρούσες ως ακαταμάχητα remedia doloris. Η ίδια πάλι γυναίκα: «Κοίτα! Κοίτα τι όμορφα που είναι από δω πάνω! Ξημερώνει… Θα τους δώσουμε και από μία μαργαρίτα… Στην αρχή θα διστάσουν να την πάρουν. Οι άνθρωποι γίνονται καχύποπτοι όταν τους προσφέρεις κάτι. Ιδίως λουλούδια. Θα τη δεχτούν. Θα τη μυρίσουν. Και σιγά-σιγά θα νιώσουν οικεία…» (σ.161-162). Θα νιώσουν οικεία με τι; Με τη ζωή (τους), με το παρόν, με τους χρόνους τους, με τον εαυτό τους, με τον αγώνα, ακόμα και με τις αγωνίες και τα άγχη τους, με τον κόσμο τους.

x prokopakiΟι μαργαρίτες, λοιπόν, της Χρυσοξένης Προκοπάκη στα φιλόξενα πια χέρια του καθενός μας γίνονται το ποιητικό, αβρό πέρασμα από το δαιδαλώδες, μοναχικά αδιέξοδο, παράλογα λογικό ή λογικά παράλογο, ανερμάτιστο ψυχικό τοπίο καφκικής ή μπεκετικής ασφυξίας, σε ένα από τα Ονειροπολήματα του μοναχικού περιπατητή στους καταπράσινους, χλωρούς αγρούς που υπόσχονται αυτοφυή αγριολούλουδα. Τόσο λυτρωτικά όσο και η ίδια η πίστη στη ζωή…

 

Μαργαρίτες
Χρυσοξένη Προκοπάκη
Εκδόσεις Στίξις
200 σελ.
ISBN 978-618-84081-5-9
Τιμή €12,72
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Πλούσιοι και φτωχοί», «Τίμιοι και άτιμοι», «Τυχεροί και άτυχοι»

Τρεις τόμοι, μια τριλογία με τρία πολύτιμα έργα, όπου ο μέγας κοινωνικός ανατόμος, ο Ζακυνθινός (γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη) Γρηγόριος Ξενόπουλος ζυγίζει τις κοινωνικές κατηγορίες που πάνω...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Στραγαλινός: «Το πρωί που θα φύγουμε»

Ο Απόστολος Στραγαλινός είναι γνωστός ως ένας από τους καλύτερους μεταφραστές γερμανικών λογοτεχνικών κειμένων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας συγκαταλέγονται...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.