fbpx
«Φιλολογικές υποσημειώσεις (Παπαδιαμάντης)» του Μ. Γ. Μερακλή

«Φιλολογικές υποσημειώσεις (Παπαδιαμάντης)» του Μ. Γ. Μερακλή

Στο Άξιον εστί του Οδυσσέα Ελύτη υπάρχουν οι ακόλουθοι ωραίοι στην απλότητά τους στίχοι:

Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Η ποίηση είναι βέβαια ζήτημα υποκειμενικό. Και θα μπορούσα για παράδειγμα να προσθέσω δίπλα στο πιο πάνω ζεύγος δύο ακόμα προσφιλή σε μένα: Ανδρέα Κάλβο και Κωστή Παλαμά, Γιάννη Ρίτσο και Τάσο Λειβαδίτη. Και βέβαια την ιερότητα της ποίησης και της ύπαρξης του Γιώργου Σαραντάρη, που βαθιά με συγκινεί.

Εδώ μιλώ για τον Παπαδιαμάντη, που με συντρόφευσε αυτό το καλοκαίρι. Είχα μαζί μου τον τρίτο τόμο της ευεργετικότατης για τον αναγνώστη έκδοσης των παπαδιαμαντικών Απάντων, του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.

Διαβάζοντας συναντούσα και πάλι μια τάση του Παπαδιαμάντη να εκδηλώνει και μιαν ειρωνική διάθεση, χωρίς να είμαι και βέβαιος, ότι η λέξη ειρωνεία εκφράζει ό,τι εκείνος αισθανόταν. Η λέξη αυτή εμπεριέχει, νομίζω, και μιαν άλλοτε πιο πολύ και άλλοτε πιο λίγο μοχθηρία. Αν είναι έτσι, δεν ταιριάζει σ’ αυτόν. Μπορεί να χαίρεται όταν μεταφέρει στα κείμενά του ατόφιες τις εκκλησιαστικές λέξεις και φράσεις, όπως τις αποδίδουν οι ευλαβείς αγράμματες ηρωίδες του, αλλά τον φαντάζομαι να ευφραινόταν ακούγοντάς τες· τις εκλάμβανε τις γυναίκες αυτές ως γνήσιες μάρτυρες της άδολης, αυθόρμητης πίστεώς τους. Και τις περιέβαλλε με τρυφερότητα και αγάπη. Γενικά άλλωστε αγαπούσε τις γυναίκες, τους συμπαραστεκόταν στη σκληρή ζωή τους. Όταν γράφει ότι «από καταβολής κόσμου, ποτέ δεν έπαυσε να είναι γυναικοκρατία» («Η νοσταλγία»), ο άνδρας πιστεύει, με τη γνωστή υπεροψία για την υπεροχή του φύλου του, πως η «γυναικοκρατία» λέγεται εδώ ειρωνικά. Φαντάζομαι ακόμα και τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη τη στιγμή που έγραφε τη λέξη, να χαμογελά. Στο βάθος όμως αναγνώριζε την καρτερία των γυναικών μιας σκληρής εποχής, που κατόρθωναν να στέκονται όρθιες και κατά το δυνατόν να κρατούν όρθια και την οικογένειά τους. Σε αντίθεση με τους άντρες, που κάμπτονταν και πολλοί γίνονταν ανήμποροι ν’ αντιδράσουν στη μιζέρια (κάποιοι «επνίγοντο εις τον πυθμένα του ποτηρίου», στα «ρώμια»· «Για την περηφάνια»). Με εξαίρεση τους θαλασσινούς (μάλιστα η θάλασσα τους μάθαινε να παλεύουν σκληρά μαζί της) και τους βοσκούς με τα κοπάδια τους.

Η ειρωνεία του Παπαδιαμάντη θυμίζει την ειρωνεία του Σωκράτη, για την οποία πρώτος από τους νεότερους φιλοσόφους, αν δεν κάνω λάθος, μίλησε ο «κορυφαίος θρησκευτικός στοχαστής του 19ου αιώνα» Σαίρεν Κίρκεγκωρ, όπως τον χαρακτηρίζει η κυρία Άννα Κελεσίδου (ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας), προλογίζοντας το δεύτερο βιβλίο του ποιητή Κώστα Νησιώτη γι’ αυτόν. Ο Νησιώτης, νομίζω, πάλι πρώτος γνωρίζει διεξοδικά και συστηματικά στην Ελλάδα το έργο του Κίρκεγκωρ, με μιαν ευρύτατη ανθολόγησή του. Το 1841 ο Κίρκεγκωρ είχε υποβάλει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης τη διδακτορική διατριβή του με τον τίτλο: «Έννοια της ειρωνείας με συνεχή αναφορά στον Σωκράτη». Στο έργο προτασσόταν (μότο) ένα χωρίο από την πλατωνική Πολιτεία (453e), λόγια του ίδιου του Σωκράτη, που αποτελούν, όπως νομίζω, κι ένα δείγμα ειρωνείας. Συζητεί με τους συνομιλητές του για ένα σοβαρό ζήτημα, αν μπορούν άνδρες και γυναίκες, παρά τη διαφορά του φύλου τους, να φέρουν εις πέρας τα ίδια έργα που αναλαμβάνουν. Ο Σωκράτης λέει στην αρχή ότι φοβάται να ασχολείται με τέτοια σοβαρά ζητήματα. Εντούτοις, λέει στη συνέχεια, πρέπει να «κολυμπάει» κανείς, όταν πέφτει ακόμα και στη μέση ενός «μεγίστου πελάγους». Το «πέλαγος» εδώ είναι του «λόγου», της σκέψης δηλαδή, όσον αφορά τον κόσμο, τον άνθρωπο. Και πρέπει να κολυμπάμε, με την ελπίδα πως τα δελφίνια θα μας σώσουν, ή πως θα βρεθεί κάποια άλλη απίθανη σωτηρία. Η ειρωνεία δεν υπάρχει στον αστεϊσμό των δελφινιών τόσο, όσο στην απόφαση να αναζητήσουμε και να βρούμε και την «άπορη», αδύνατη δηλαδή σωτηρία. Ίσως όμως αυτό δεν είναι, μοιάζει να είναι ειρωνεία. Πρέπει να προσπαθούμε να συλλάβουμε κάτι, που είναι ασύλληπτο, αλλά είναι και αναγκαίο.

Στο βάθος όμως αναγνώριζε την καρτερία των γυναικών μιας σκληρής εποχής, που κατόρθωναν να στέκονται όρθιες και κατά το δυνατόν να κρατούν όρθια και την οικογένειά τους.

Τέτοια είταν και του Παπαδιαμάντη η ειρωνεία. Γνώριζε πως: «Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικία, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς». Είχε καταλάβει την τερατώδη διάρκειά της, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, όμως επέμενε να την παρουσιάζει και να την καταγγέλλει με τον τρόπο του, πιο καλά ποικιλοτρόπως. Όπως το είχε κάνει ρητά και γενναία με τα πιο πάνω λόγια του στους «Χαλασοχώρηδες», που κανένας πια δεν τους μνημονεύει.

Διαβάζω στο «Όνειρο στο κύμα»: «…εγώ έμαθα γράμματα εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ’ έγινα δικηγόρος… Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς ήτον επόμενον!». Ο ειλικρινής χριστιανός, γράφει ο Νησιώτης για τον Κίρκεγκωρ, «παρατηρεί με προσοχή το θρησκευτικό κατεστημένο της χώρας του, προκειμένου να διασαφηνίσει, για τον απλό άνθρωπο, την εικόνα του πραγματικού χριστιανού». Το ίδιο έκανε και ο Παπαδιαμάντης στη λογοτεχνία του, αλλά και με τα άλλα κείμενά του.

Το αφήγημά του «Ο γείτονας με το λαγούτο» το θεωρώ στημένο πάνω σε μιαν υποβόσκουσα (ή και υποφώσκουσα) ειρωνεία για μια κοινωνία ασυνάρτητη και θλιβερή. Ένας καινούριος νοικοκύρης σε μια κάμαρη λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας «ποτέ δεν ήρχετο ωρισμένην ώραν εις το δωμάτιόν του. Πότε πολύ ενωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπεν όλην την νύκτα κ’ εκοιμάτο την ημέραν. Πότε ήτο νηστικός, πότε εφαίνετο να είναι “αποκαής” (μέθυσος που με ελαχίστη ποσότητα ξαναμεθάει αμέσως). Δεν είναι βέβαιον αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί». Στη σπιτονοικοκυρά του έχει πει πως είναι εργένης και θα ζει μόνος του. Ύστερ’ από λίγες μέρες, ωστόσο, της λέει πως είχε μια γυναίκα και σκέπτεται να τη φέρει μαζί του. Εκείνη θέλει να τον διώξει, γιατί υποπτεύεται πως θα έχει καμία «λεγάμενη». Ένα βράδυ παρουσιάζεται μια άγνωστη γυναίκα, που ρωτάει αν κάθεται εκεί «ο Βαγγέλης ο λαουτιέρης» και λέει πως είναι εξαδέλφη του. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στο σκοτάδι, βράδυ, ο Βαγγέλης και βεβαιώνει πως η Σταυρούλα είναι στ’ αλήθεια εξαδέλφη του, η οποία «εξηναγκάσθη να ξενοικιάση το δωμάτιον, όπου εκατοικούσεν, επειδή είναι διά ταξίδι, αύριον ή μεθαύριον, και η σπιτονοικοκυρά της είχε σπεύσει να το προενοικιάση, ότι τα ρούχα της δεμένα τα έχει αφήσει εις φιλικήν οικίαν και ότι, αφού κι αυτός, άμα εύρη δωμάτιον θα μετοικήση, ας επιτρέψη η κυρα-Γιάνναινα να μείνη κ’ η εξαδέλφη του μίαν νύκτα εδώ». Η κυρα-Γιάνναινα παραδόξως το δέχθηκε, έστω «με στριφνόν τρόπον». Όμως η εξαδέλφη «δεν έφυγεν ούτε την επιούσαν, ούτε την μεθεπομένην, ούτε την άλλην ημέραν», με διάφορες δικαιολογίες. Το ίδιο και ο εξάδελφος. Όμως τώρα πιο πολύ τα πρόσωπα που έμεναν στα άλλα δωμάτια της μεγάλης αυλής, κυρίως γυναίκες, «έκαμαν μέγαν συνασπισμόν και σταυροφορίαν εναντίον της Σταυρούλας», την «εσκυλόβριζαν», την έλεγαν ότι είναι κι αυτή «μια από κείνες». Παραπονιόταν στον Βαγγέλη. Κι αυτός «πότε εμορμύριζεν εναντίον των, πότε εσιώπα. Συνήθως είχε το λαγούτο υποκάτω από την μασχάλην του, καθώς υποκάτω από τα σκέλη του ο σκύλος την ουράν». Μια βραδιά ξέσπασε «ραγδαιοτάτη και διαρκής βροχή». Ο Βαγγέλης έλειπε εκείνη τη νύχτα. Όταν ήλθε το πρωί και βρήκε το στρώμα του και όλα τα σκεπάσματα βρεγμένα, τα ’βαλε με τη Σταυρούλα. Και άρχισε «μεγάλη γρίνια και φαγούρα» μεταξύ τους. Και κάποια μέρα «την παρεκάλεσεν αποτόμως να φύγη», γιατί ήθελε να φέρει εκεί «τη γυναίκα του», «να ζήση σαν άνθρωπος, να νοικοκυρευθή». Εκείνη τότε ζήτησε την υποστήριξη των γυναικών, «των τέως ασπόνδων πολεμίων της». Και κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Βαγγέλη. Και αυτός, βλέποντας πως δεν τα έβγαζε με αυτές πέρα, σηκώθηκε κι έφυγε. Εντούτοις «αμέσως, την άλλην ημέραν», οι ίδιες γυναίκες που την συμπάθησαν, άρχισαν ξανά «σφοδροτάτην καταφοράν εναντίον της ξένης». Η Σταυρούλα άδειασε κι αυτή το δωμάτιο και αναχώρησε. Είταν δασκάλα και διορίστηκε στα χωριά του Βόλου. Μια μέρα ο Βαγγέλης συνάντησε τυχαία έναν που κατοικούσε σ’ ένα δωμάτιο από αυτά που υπήρχαν στη μεγάλη αυλή και του είπε πως η Σταυρούλα διορίστηκε, γιατί είταν δασκάλα. Κι ο άνθρωπος σκέφτηκε το χειρότερο να πει: «Α! ήτον δασκάλα. Γι’ αυτό είχε τους κοκόρους! Σε κανένα Τμηματάρχη θα τους κουβάλησε!...» (η Σταυρούλα, πηγαίνοντας να βρει στέγη στον εξάδελφό της, είχεν πάρει μαζί της «τέσσερις όρνιθες και πετεινούς»).

Κλείνοντας το σημείωμα παρατηρώ ότι και οι τρεις πνευματικές μορφές που μνημόνευσα έχουν κάτι κοινό: τη μέθεξη (και) στο υπερβατικό. Ο Σωκράτης πίστεψε στις μεταφυσικές «Ιδέες», τις οποίες παρουσίασε συστηματικά ο μαθητής του Πλάτων, ο Κίρκεγκωρ και ο Παπαδιαμάντης πίστεψαν δυνατά στη θεότητα του χριστιανισμού. Με όργανό τους και την ιδιότυπη ειρωνεία τους για την εικόνα που έδιναν (και πάντα δίνουν) οι κοινωνίες των ανθρώπων πάνω στη γη.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.