Ο Ουμπέρτο Έκο και η απαξίωση της έμπνευσης
Ο Ουμπέρτο Έκο είχε χαρακτηρίσει το πιο γνωστό έργο του, το Όνομα του Ρόδου, ως «το χειρότερό μου μυθιστόρημα». Κι όμως, ήταν το μυθιστόρημα που τον καταξίωσε διεθνώς ως συγγραφέα μπεστ σέλερ, αν και ήταν ήδη γνωστός ως διανοούμενος, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος και ειδικός στα ΜΜΕ.
Σε μία συνέντευξή του το 2000 στον Gaither Stewart, ο Ιταλός συγγραφέας, που απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 2016, είχε αναφερθεί μεταξύ άλλων στο πώς έγραψε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα: «Έγραψα το Όνομα του Ρόδου απλώς και μόνο επειδή το ήθελα. Ήταν ένας καλός λόγος. Πρώτα έρχεται η επιθυμία, όπως η επιθυμία να κάνεις έρωτα. Μετά, κάθεσαι στο τραπέζι και ξεκινάς να παίζεις, να κατασκευάζεις έναν πιθανό κόσμο. Τον πρώτο χρόνο αφού μου ήρθε η επιθυμία, δεν έγραψα. Σχεδίασα, έκανα ένα σχέδιο του αβαείου, έφτιαξα τη λίστα με τα ονόματα, σχεδίασα τα πρόσωπα των χαρακτήρων. Οπότε πιστεύω πως γράφει κανείς ένα μυθιστόρημα λόγω της επιθυμίας να κατασκευάσει έναν κόσμο. Και για να επικοινωνήσει».
Στην ίδια συνέντευξη είχε αποκαλύψει πως δεν πίστευε στις κλασικές πεποιθήσεις για την έμπνευση και το πάθος στην τέχνη: «Ο κόσμος δεν έχει ακόμα μάθει ότι κάθε έργο τέχνης είναι ένα παιχνίδι που παίζεται στον πάγκο εργασίας. Τίποτα δεν είναι πιο επιβλαβές για τη δημιουργικότητα από το πάθος της έμπνευσης. Είναι ένα παραμύθι των κακών ρομαντικών, που ενθουσιάζει τους κακούς ποιητές και τους κακούς αφηγητές. Η τέχνη είναι σοβαρή υπόθεση. Ο Μαντσόνι και ο Φλομπέρ, ο Μπαλζάκ και ο Σταντάλ έγραφαν στον πάγκο. Αυτό σημαίνει να κατασκευάζεις, όπως ένας αρχιτέκτονας σχεδιάζει ένα κτίριο. Κι όμως, προτιμάμε να πιστεύουμε ότι ένας μυθιστοριογράφος επινοεί επειδή έχει μία ιδιοφυΐα να ψιθυρίζει στο αυτί του».