fbpx
«Ακαδημαϊκοί “έρωτες”: Φ.Σ. Φιτζέραλντ – Ανν Μάργκαρετ Ντάνιελ» της Έφης Τσιρώνη

«Ακαδημαϊκοί “έρωτες”: Φ.Σ. Φιτζέραλντ – Ανν Μάργκαρετ Ντάνιελ» της Έφης Τσιρώνη

Γυναίκες που θα πέθαιναν για τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ υπήρξαν πολλές, και φαίνεται ότι εξακολουθούν να υπάρχουν μερικές, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού ίσως, αλλά οπωσδήποτε υπαρκτές. Σε μία όχι και τόσο παρακινδυνευμένη εκτίμηση, θα τολμούσα να πω ότι η Ανν Μάργκαρετ Ντάνιελ, η επιμελήτρια έκδοσης της συλλογής του Φιτζέραλντ Θα πέθαινα για σένα και άλλα χαμένα διηγήματα[1] είναι μία από αυτές. Σε πρώτη ανάγνωση, το γιατί φαίνεται προφανές αφού είναι κάτι που μάλλον εμπίπτει σε έναν γενικότερο κανόνα. Αν είσαι ταλαντούχος, όμορφος και αρκούντως εκκεντρικός, όπως ήταν ο Φιτζέραλντ, λειτουργείς κατά το στερεότυπο: μαγνητίζεις τα βλέμματα και αιχμαλωτίζεις τη φαντασία, τόσο του κοινού όσο και των ειδικών. Αν είσαι όλ’ αυτά και πεθάνεις νέος, ακόμα καλύτερα. Η ειδωλοποίησή σου, και στη μία και στην άλλη σφαίρα, είναι σχεδόν δεδομένη.

Εκτός από τη μυθική Ζέλντα, οι γυναίκες στη σύντομη ζωή του μεγάλου Αμερικανού λογοτέχνη ήταν πολλές· άλλες διάσημες και ενδιαφέρουσες (Γερτρούδη Στάιν), άλλες άσημες αλλά αναντικατάστατες λόγω της επαγγελματικής ιδιότητάς τους (γραμματείς και νοσοκόμες), άλλες ταλαντούχες και όμορφες (ηθοποιοί του Χόλιγουντ), άλλες απλώς αυτό που λέμε κοινωνικά χρήσιμες και διακοσμητικές (ηθοποιοί του Χόλιγουντ). Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Αναγνωρισμένος συγγραφέας από πολύ νέος, περισσότερο χάρη στη λάμψη των πρώιμων έργων του, φαινομενικά ανάλαφρων σαν εύθυμος αυτοσχεδιασμός της τζαζ, και λιγότερο χάρη σ’ αυτά που έκρυβε πίσω από τις ρομαντικές περιγραφές η πολλά υποσχόμενη πένα του, ευειδής και κοσμοπολίτης, από μακριά κι από κοντά, στο χαρτί και στις φωτογραφίες ή με σάρκα και οστά, ο Φιτζέραλντ πολύ απλά κατάφερνε να κλέβει καρδιές.

Τι χρειάζεται άραγε, εκτός από τα παραπάνω, για να κλέψεις πολλά χρόνια μετά τον θάνατό σου την καρδιά μιας αναγνωρισμένης, αν και κάπως ιδιόρρυθμης, ακαδημαϊκού όπως η Ανν Μάργκαρετ Ντάνιελ; Κάποιας που ξεκινάει το σύντομο και σεμνό βιογραφικό της χαρακτηρίζοντας τον εαυτό της ως «καθηγήτρια· συγγραφέας· κοκκινομάλλα· επιμελήτρια έκδοσης του Θα πέθαινα για σένα του Φ.Σ. Φιτζέραλντ» με αυτήν ακριβώς τη διατύπωση και αυτή τη σειρά; Ουσία και διαχρονικότητα, είναι μάλλον η απάντηση.

Εξαντλητικά λεπτομερείς σημειώσεις, λοιπόν, εξίσου λεπτομερειακές πηγές, εξονυχιστική έρευνα και διασταύρωση δεδομένων μάς δίνουν μια επιστημονικά άρτια δουλειά.

Ακαδημαϊκός «έρωτας»

Η Ντάνιελ ασχολήθηκε με το έργο και τη ζωή του Φιτζέραλντ από πολύ νωρίς. Ήταν αυτή που ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πρίνστον, το alma mater του, εκφώνησε την κεντρική ομιλία στο Συνέδριο της Εκατονταετηρίδας Φ.Σ. Φιτζέραλντ το 1996. Έκτοτε, δεν έχει πάψει να τον μελετά και προωθεί από τη θέση της το έργο του δημοσιεύοντας εργασίες, άρθρα, σχόλια και κριτικές σε φιλολογικές επιθεωρήσεις, εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Η προσήλωσή της σ’ αυτή την αναδίφηση μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από την ιδιότητά της ως ιστορικού (εκτός από την Αγγλική Φιλολογία, η Ντάνιελ κατέχει πτυχία στην Αμερικανική Ιστορία από τα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Πρίνστον), και σίγουρα η λογοτεχνική αξία ενός συγγραφέα όπως ο Φιτζέραλντ δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη μια φιλόλογο. Ωστόσο, το πιο πρόσφατο έργο της με αντικείμενο τον Φιτζέραλντ, και με διαφορά το μεγαλύτερο από πολλές απόψεις, υποδεικνύει την ύπαρξη ενός πάθους που ξεφεύγει από τα στενά επιστημονικά πλαίσια.

Από ακαδημαϊκή άποψη, η Ντάνιελ υλοποίησε με πανθομολογούμενη επιτυχία το έργο που της ανατέθηκε από τους διαχειριστές της κληρονομιάς του Φ.Σ. Φιτζέραλντ και τον εκδοτικό οίκο Scribner. Στη διάρκεια της χρονοβόρου προετοιμασίας της, έλεγξε και αντιπαρέβαλε τις διάφορες εκδοχές των χειρογράφων των αδημοσίευτων διηγημάτων, σεναριακών συνόψεων και κινηματογραφικών σεναρίων που περιλαμβάνονται στον τόμο· αναζήτησε και εξασφάλισε άδειες δημοσίευσης για όσα από αυτά βρίσκονταν στην κυριότητα άλλων· κυριολεκτικά ξεκοκάλισε τον μεγάλο όγκο της αλληλογραφίας του Φιτζέραλντ με τον αφοσιωμένο ατζέντη του, Χάρολντ Όμπερ, αλλά κι εκείνης με τους αρχισυντάκτες των περιοδικών και τους παράγοντες του Χόλιγουντ με τους οποίους συνεργαζόταν ή επεδίωκε να συνεργαστεί ο συγγραφέας – κοντολογίς, αναζήτησε και μελέτησε οτιδήποτε είχε γράψει ο Φιτζέραλντ ή είχε γραφτεί γι’ αυτόν από τα φοιτητικά του χρόνια στο Πρίνστον έως και την ημέρα του θανάτου του, στις 21 Δεκεμβρίου 1940. Επίσης, ερεύνησε εξονυχιστικά το ιστορικό περιβάλλον, τόσο της δεκαετίας του 1930 κατά την οποία γράφτηκαν τα περισσότερα από τα εν λόγω έργα, όσο και των εποχών στις οποίες αναφέρονται. Οι σχετικές επεξηγηματικές σημειώσεις της είναι τόσο εκτενείς και τόσο λεπτομερείς, που ανάγκασαν τον Μπλέικ Μπέιλι των New York Times να γράψει στην κριτική του: «[…] το έργο της Ντάνιελ είναι στοργικό, μολονότι ελαφρώς δονκιχοτικό· ειλικρινά αμφιβάλλω αν ακόμα και οι συγγενείς της θα διαβάσουν όλες τις σημειώσεις που περιλαμβάνονται στις τριάντα σελίδες με τα πολύ ψιλά γράμματα στο τέλος του βιβλίου». Στην ελληνική έκδοση, οι σελίδες είναι εξήντα τρεις, με ευανάγνωστα γράμματα – μία, κατά τη γνώμη μου, ιστορικού ενδιαφέροντος «έκδοση μέσα στην έκδοση», εξαιρετικά χρήσιμη σε όσους επιθυμούν να εμβαθύνουν στις συνθήκες υπό τις οποίες έγραψε ο Φιτζέραλντ τα συγκεκριμένα διηγήματα και σενάρια, αλλά και σε αυτούς που θα ήθελαν να εμπλουτίσουν τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις τους στην αμερικανική ιστορία. Εξαντλητικά λεπτομερείς σημειώσεις, λοιπόν, εξίσου λεπτομερειακές πηγές, εξονυχιστική έρευνα και διασταύρωση δεδομένων μάς δίνουν μια επιστημονικά άρτια δουλειά.

Ωστόσο, το πάθος της Ντάνιελ για τον Φιτζέραλντ δεν εκδηλώνεται στα παραπάνω χαρακτηριστικά. Αυτό που την «προδίδει» είναι ο τρόπος που τον προσεγγίζει ως προσωπικότητα, ως άνθρωπο με πάθη και προσωπικά προβλήματα, δεινά τα οποία στη διάρκεια της δεκαετίας 1930-1940, της τελευταίας της ζωής του, είχαν αυξηθεί εκθετικά. Ο Φιτζέραλντ είχε κυριολεκτικά βρεθεί μεταξύ σφύρας και άκμονος. Αναγκασμένος να χρηματοδοτεί την ψυχιατρική περίθαλψη της Ζέλντα στα διάφορα δαπανηρά ιδρύματα και σανατόρια που τη φιλοξενούσαν, αλλά και να φροντίζει τις ανάγκες της δικής του φθίνουσας υγείας, και λαχταρώντας ταυτόχρονα να ξεφύγει από την ετικέτα του «συγγραφέα του νεανικού έρωτα» και να προχωρήσει την τέχνη του ένα βήμα παραπέρα ακολουθώντας τα χνάρια του Μοντερνισμού, είχε παγιδευτεί σε έναν αυτοκαταστροφικό, όπως τελικά αποδείχτηκε, φαύλο κύκλο. Η Ντάνιελ συμπάσχει, δίνοντάς του πάντα το προβάδισμα. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει ν’ αρχίσει την εισαγωγή της – με τα λόγια του ίδιου του Φιτζέραλντ, από μία επιστολή του προς τον Κένεθ Λιτάουερ, αρχισυντάκτη του περιοδικού Collier’s (1939):

…δεν το βρίσκω πολύ πιθανό να συνεχίσω να γράφω με τον ίδιο ρυθμό διηγήματα για τον νεανικό έρωτα. Η ετικέτα μού κόλλησε από τα πρώτα μου γραπτά και έως το 1925. Έκτοτε έχω γράψει ιστορίες για τον νεανικό έρωτα. Το έκανα με αυξανόμενη δυσκολία και αυξανόμενη ανειλικρίνεια. Αν κατάφερνα να συνεχίσω να αποδίδω το ίδιο, πανομοιότυπο προϊόν επί τρεις δεκαετίες, τότε θα ήμουν θαυματοποιός ή γραφιάς κατά παραγγελία.

Ξέρω ότι αυτό περιμένουν όλοι από μένα, αυτό το πηγάδι όμως έχει πλέον στερέψει και θεωρώ πιο συνετό να μην προσπαθήσω να το στραγγίξω, παρά ν’ ανοίξω άλλο πηγάδι, να χτυπήσω άλλη φλέβα… Παρ’ όλ’ αυτά, ένας φοβερά μεγάλος αριθμός αρχισυντακτών εξακολουθεί να με συσχετίζει με ένα μονομανές ενδιαφέρον για τα νεαρά κορίτσια – ένα ενδιαφέρον που στην ηλικία μου μάλλον θα με οδηγούσε στη φυλακή.

Αυτή η άπιαστη απόχρωση είναι η αύρα που κατάφερε να εμφυσήσει με το πάθος της η Ανν Μάργκαρετ Ντάνιελ στο Θα πέθαινα για σένα, μια συλλογή κύκνειων ασμάτων ενός ανθρώπου με ανθρώπινα ψεγάδια, που ωστόσο ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του δεν έπαψε να διατηρεί άσβεστο το φως του αληθινού λογοτέχνη.

Η Ντάνιελ προσθέτει λίγο πιο κάτω, σχεδόν άτολμα: Όταν προσπάθησε να κάνει κάτι διαφορετικό, σε μια διαφορετική ιστορική περίοδο, μια δεκαετία πιο σκοτεινή και ενδοσκοπική, και πλέον ως ένας ώριμος άντρας με πολύ οδυνηρά βιώματα, ο Φιτζέραλντ ανακάλυψε πόσο δύσκολο ήταν να σπάσει αυτό το στερεότυπο… Ο ίδιος ήθελε, όπως το έθεσε, ν’ ανοίξει ένα «άλλο πηγάδι», να χτυπήσει μια «καινούργια φλέβα». Δυστυχώς, ελάχιστοι εκτίμησαν αυτό που προσπάθησε να κάνει.

Θα συνεχίσει σ’ αυτό το μοτίβο, υπερασπιζόμενη με πάθος τον Φιτζέραλντ, ακόμα και εκεί όπου οι κριτικοί τον κατακεραυνώνουν αποκαλώντας τον λίγο έως πολύ τελειωμένο, έναν μεσήλικα «γκριζαρισμένο πλέον και με παχάκια», ένα «λογοτεχνικό σύμβολο» που έχει «μαλακώσει… και θέλει να γράφει έτσι, μαλακωμένα» (Ο.Ο. ΜακΙντάιρ, στη στήλη «New York Day by Day»), ακόμα και εκεί όπου ο ίδιος παραιτείται της προσπάθειας, επιχειρώντας να αυτοκτονήσει. Για να εξηγήσει, η Ντάνιελ ανιχνεύει με τρυφερότητα ερωμένης θραύσματα γραφής από σημειώσεις του εκείνων των ημερών, πολύ διαφορετικά από αυτά που μας έχει συνηθίσει ο άσωτος, εκκεντρικός Φιτζέραλντ της πρώτης περιόδου, και μας τα παρουσιάζει μεταβιβάζοντας τη συγκίνηση:

Θαμπό καφετί τελματωμένο – εκεί όπου υποχώρησε η σκούρα καφέ παλίρροια ο σχιστόλιθος που φάνηκε ήταν απερίγραπτος όσο και το φόρεμα δίπλα του (στο χρώμα των ωρών μιας ατελείωτης ανθρώπινης μέρας – μπλε σαν τη δυστυχία, μπλε για το ξεμάκρεμα απ’ την ευτυχία, «αν μπορούσα να [αγγίξω] αυτή την απόχρωση, όλα θα ήταν καλά για πάντα».

Αυτή η άπιαστη απόχρωση είναι η αύρα που κατάφερε να εμφυσήσει με το πάθος της η Ανν Μάργκαρετ Ντάνιελ στο Θα πέθαινα για σένα, μια συλλογή κύκνειων ασμάτων ενός ανθρώπου με ανθρώπινα ψεγάδια, που ωστόσο ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του δεν έπαψε να διατηρεί άσβεστο το φως του αληθινού λογοτέχνη. Με τρυφερότητα που ξεχειλίζει, όχι τόσο στις λέξεις όσο στη σύνταξή τους, η Ντάνιελ τον υπερασπίζεται σθεναρά, λέγοντας για τα διηγήματα της συλλογής: «Η λεπτότητα και η ακρίβεια, η καλοσμιλεμένη και κομψή γλώσσα που συσχετίζουμε με τα παλαιότερα πεζά του Φιτζέραλντ, παραμένουν και εδώ κραταιές. Στα γραπτά του Φιτζέραλντ, από τα πρώτα ως τα τελευταία, υπάρχει πάντα το χιούμορ, φωτεινό και συνάμα σκοτεινό, η έλξη για τους όμορφους ανθρώπους και τους όμορφους τόπους και για όλα τα όμορφα πράγματα, ο ενθουσιασμός για το τι μπορεί το φεγγαρόφωτο ή το διάστικτο ηλιόφως να κάνει για τη διάθεση κάποιου, και μια διάχυτη τρυφερότητα, τόσο για τους αναγνώστες του όσο και για τα κείμενά του».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος (2018), σε μετάφραση Έφης Τσιρώνη και επιμέλεια Κατερίνας Ασήμου.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η ελληνική γλώσσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη

Παγκοσμιοποίηση και κριτική σκέψη Η παγκοσμιοποίηση (αγγλ. globalization, νεολογισμός του 1961, γαλλ. globalisation, 1968) ως όρος της πολιτικής αναφέρεται στο πολυδιάστατο σύνολο κοινωνικών διεργασιών μέσω των οποίων...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.