fbpx
«Η Μικρασιατική Καταστροφή και η προσφυγιά μέσα από τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, “Αναφορά στον Γκρέκο” και “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”»

«Η Μικρασιατική Καταστροφή και η προσφυγιά μέσα από τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη:
“Αναφορά στον Γκρέκο” και “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”»

της Χριστίνας Αργυροπούλου

 

 ΙΗ’
«Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αέρα του φθινοπώρου.»
Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα ΙΗ’», Ποιήματα, σελ. 65.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος για την Ευρώπη ολοκληρώνεται το 1918, ενώ για το Ανατολικό Μέτωπο το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Μόνον η Ελλάδα βγήκε ηττημένη, με τον ξεριζωμό από τις πανάρχαιες εστίες περίπου 2.000.000 Ελλήνων, Πόντιων και Μικρασιατών. Η Μικρασιατική Εκστρατεία ξεκίνησε με απόφαση των Συμμάχων στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1919 και με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, όμως η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου το 1920 και η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου άλλαξε την έως τότε στήριξη της εκστρατείας. Ιδιαίτερα η απόφαση το 1922, ερήμην των Συμμάχων, της προέλασης του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα, τους δυσαρέστησε πολύ. Έτσι, μετατρέπεται ένας συμμαχικός πόλεμος σε ελληνοτουρκικό, χωρίς την όποια βοήθεια από τους Συμμάχους, οι οποίοι στρέφονται στον Κεμάλ, που ικανοποιεί τις διεκδικήσεις τους. Παρά τις πρώτες νίκες, το Μέτωπο καταρρέει τον Αύγουστο του 1922, με όλες τις οδυνηρές συνέπειες. Ακολουθεί η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και η ανταλλαγή πληθυσμών, με όλα όσα γνωρίζουμε.

Το ιστορικό αυτό γεγονός και ο ξεριζωμός εμπνέουν πολλούς δημιουργούς, λογοτέχνες και ιστορικούς. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος ως Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου του Υπουργείου Περιθάλψεως, με εντολή του Βενιζέλου, ανέλαβε να μεταφέρει περίπου 150.000 Ομογενείς από τον Καύκασο στην Ελλάδα το 1919[1]. Ο Καζαντζάκης στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο[2] αναφέρεται σε αυτή την εμπειρία του και εξηγεί τους λόγους που δέχτηκε: «Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο: πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο […] και φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της, να τη σώσουν» (σελ. 510). Η αναπαραστατική δύναμη του λόγου του εκχέει έντονο συναίσθημα πόνου, όπως φαίνεται στα λόγια ενός από τους συντρόφους του, που, όταν περνούν τον Βόσπορο, λέει θυμωμένα για την Πόλη:

«– Ανάθεμά τη την πουτάνα, κοιμάται με τον Τούρκο! Είπε, και τα μάτια του βούρκωσαν.
Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δική μας θα ’ναι… μουρμούρισε ο άλλος…» (σελ. 511)

Ο συγγραφέας αναπτύσσει το σχέδιό του πώς μάζεψαν τους Έλληνες στο Καρς, στη Γεωργία και πώς τους μετέφεραν στο Μπατούμ, καταξεσκισμένους και ταλαιπωρημένους: «με τα βόδια τους, τ’ αλόγατα, τα σύνεργα και στη μέση ο παπάς με το ασημένιο Βαγγέλιο της εκκλησιάς κι οι γέροι με τ’ άγια κονίσματα στην αγκάλη. Ξεριζώθηκαν και πήγαιναν πια στη λεύτερη Ελλάδα να ρίξουν καινούργιες ρίζες» (σελ. 513). Εστιάζει στην υποδοχή των ελληνικών βαποριών στο λιμάνι και θαυμάζει τη ρωμέικη ράτσα, επισημαίνοντας ότι όλοι τον κοιτούσαν στα μάτια ζητώντας σωτηρία, αυτός τους εμψύχωνε και έτσι, με τη σκέψη τους στην Ελλάδα, άντεξαν την ταλαιπωρία. Ο συγγραφέας, φεύγοντας τα βαπόρια σαν σε όραμα, τους είδε δουλευταράδες σε Μακεδονία και Θράκη να γεμίζουν τον τόπο στάρια, καπνά και ν’ ανασταίνουν τον ρημαγμένο τόπο: «έπιναν, χόρευαν, φιλιούνταν, σκοτώνουνταν με τρισεύγενη χάρη, σαν πολύχρωμα έντομα» (σελ. 513).

Με διάλογο, πολυφωνία, περιγραφές και με στοχασμούς ο συγγραφέας συγκροτεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο επιστροφής των Ομογενών, που φτάνοντας στην Ελλάδα φώναζαν: «“κουράγιο, μωρή μάνα!”, έκαμαν τον σταυρό τους και ο παπάς του Σοχούμ έβαλε το πετραχήλι του, ζητώντας τη βοήθεια του Θεού για να ριζώσει η ράτσα στα νέα χώματα και να δοξάζει το όνομά του στην ελληνική γλώσσα» (σελ. 521). Τέλος, γράφει ότι, αφού εκτέλεσε την εντολή που πήρε, τότε μόνον ένιωσε κούραση και άδεια την ψυχή του. Γύρισε το πρόσωπό του στην Κρήτη, όπου θα πήγαινε να γεμίσει πάλι τις μπαταρίες του: «να πατήσω το χώμα της, ν’ αγγίξω τα βουνά της, να πάρω δύναμη» (σελ. 523).

Το θέμα της προσφυγιάς, αλλά από την οπτική της κακής υποδοχής στη Λυκόβρυση, χωριό της Μ. Ασίας, πραγματεύεται ο Καζαντζάκης στο έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται[3]. Όταν ετοιμάζονταν στο χωριό, σύμφωνα με το έθιμό τους, να αναπαραστήσουν τη Σταύρωση του Χριστού, κατέφθασαν διωγμένοι από τους Τούρκους Χριστιανοί. Οι χωρικοί ξαφνιάζονται και ο παπα-Φώτης τούς λέει: «– Χριστιανοί ’μαστε, αδέρφια, μη φοβάστε, χριστιανοί κατατρεγμάνοι, Ρωμιοί! Φωνάχτε τις κεφαλές του χωριού, έχω να τους μιλήσω… Χτυπήστε τις καμπάνες! […]. Καραβοτσακισμένοι ήρθαν, να του πεις, από τη Μαύρη θάλασσα, […]. Θα ρίξουμε πάλι ρίζες στο χώμα, δε θα χαθεί το γένος! Δε θα χαθεί, μωρέ παιδιά, κι αθάνατο είναι!» (σελ. 36, 37, 38, 39).

Η δράση στο έργο συγκλονίζει, δύο αντίθετοι μικρόκοσμοι συγκρούονται, με μπροστάρηδες δύο εκπροσώπους του Θεού. Οι χωρικοί της Λυκόβρυσης μοιράζονται στα δύο, σε εκείνους που λυπούνται τους ταλαίπωρους, ρακένδυτους και πεινασμένους πρόσφυγες και στους άλλους με τον παπα-Γρηγόρη, που τους βλέπουν εχθρικά. Οι πρόσφυγες τους πληροφορούν ότι τα ευζωνάκια, που τους προστάτευαν, έφυγαν και οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό τους. Πήραν τα εικονίσματα, το ευαγγέλιο, το λάβαρο του Άι-Γιώργη, μερικοί πρόλαβαν και πήραν από το κοιμητήρι τα κόκαλα των γονιών τους και με οδηγό τον παπα-Φώτη, που τους μιλούσε για τον Θεό και την Ελλάδα, άντεξαν έως το ελληνικό χωριό, τη Λυκόβρυση, πέρα από τα βουνά της Σαρακήνας. Πήγαν εκεί για να σωθούν, αλλά ο παπα-Γρηγόρης φανατίζει το ποίμνιό του εναντίον τους. Ο παπα-Φώτης, ένας ήρεμος και σοφός ιερέας, τους εξηγεί ότι είναι διωγμένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι και τους παρακαλεί στο όνομα του Θεού να τους βοηθήσουν, αλλά: «Ο παπα-Γρηγόρης φυσούσε και ξεφυσούσε ανταρεμένος. “Ο κουρελής αυτός παπάς αναστατώνει τις καρδιές”, συλλογίζουνταν, “είναι μεγάλος μπελάς· πρέπει να βρω τρόπο να ξεκουμπιστεί από τα χώματά μου…”» (σελ. 45).

Έτσι, ο παπα-Γρηγόρης επινόησε το άλλοθι της χολέρας για να φοβηθεί ο κόσμος να μην πλησιάζει τους πρόσφυγες, που κατέφυγαν πέρα στις σπηλιές της Σαρακήνας. Εκεί πετούσαν τις πέτρες, έσκαβαν με τα χέρια τη γη και έστησαν σιγά-σιγά σκηνές και καλύβια, το χωριό τους. Πολλοί από το πλούσιο χωριό, που είδαν τον αγώνα και την πείνα τους, τους βοηθούσαν, αλλά έγιναν εχθροί στον παπα-Γρηγόρη:

«– Όλα αυτά καλά κι άγια, γέροντα, είπε· μα τώρα τι ζητάτε από μας;
– Χώματα, αποκρίθηκε ο παπα-Φώτης, χώματα να ριζώσουμε […] χωράφια χέρσα· δώσετέ μας τα να τα μερώσουμε· να τα σπείρουμε, να τα θερίσουμε, να κάμουμε ψωμί, να φάει το γένος. Αυτό ζητούμε, γέροντα!» (σελ. 49).

Ο συγγραφέας, πέρα από τον διχασμό των κατοίκων της Λυκόβρυσης (σημειωτική του ονόματος), μας πληροφορεί ότι στα χωριά στα βάθη της Τουρκίας φτάνει ο απόηχος της Καταστροφής της Σμύρνης και οι Ρωμιοί ανησυχούν: «απ’ όπου διάβηκαν τα ευζωνάκια μας, τι σφαγές, τι φωτιές, τι θρήνος! Εδώ είμαστε χωμένοι παράμερα, η Λυκόβρυση κι όλα τα χωριά γύρα, κι αριά και πού έρχουνται τα μαντάτα, ο θρήνος δε φτάνει. […]. Από τη Σμύρνη ως το Αφιόν Καραϊσάρ, κι ακόμα πιο πέρα, κάπνιζαν αράδα χαλάσματα τα χριστιανικά χωριά, ξεπατώνουνταν ο ρωμαίικος σπόρος, κιντύνευε η ρωμιοσύνη…» (σελ. 125, 126).

Επίσης, στη Λυκόβρυση άνθρωποι κάθε ηλικίας βοηθούσαν τους πρόσφυγες, αγνοώντας τον παπά τους. Δηλαδή, πολλές νύφες έδιναν τα φλουριά τους, γριές και γέροι λίγα απ’ τα υπάρχοντά τους και πολλοί συνέδραμαν όπως μπορούσαν για να μην πεθάνουν οι πρόσφυγες από την πείνα. Ανάμεσά τους, ο χασάπης κυρ Δημητρός τούς ανακοινώνει:

«– Είχα για την Κυριακή τούτη, ένα παχύ μοσχαράκι να σφάξω για το χωριό· τώρα θα πάω να το μοιράσω στη Σαρακήνα· γιατί ντρέπουμαι να τρώμε εμείς και να πεινούν τ’ αδέρφια μας.» (σελ. 277).

Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί, ο «μπαρμπέρης» κούρεψε και ξούρισε όλους δωρεάν και ο δάσκαλος τους δώρισε κάποια αλφαβητάρια, πλάκες και κοντύλια. Ο παπα-Φώτης συγκινημένος οδηγεί τον λαό στην εκκλησία-σπηλιά να δοξάσουν τον Θεό, π.χ. «μεγάλη μέρα σήμερα, αρχίζει και κουνιέται η καρδιά του ανθρώπου. Στράφηκε στο λαό, που είχε αρχίσει να σκορπίζει και ν’ ανοίγει τα ταγάρια, να βγάνει τα κρέατα και τα κρασιά: –Έχετε γεια, Λυκοβρυσιώτες, καλή όρεξη! Την ευκή σου, παπα-Γρηγόρη.
– Την κατάρα μου, αντάρτες! Μούγκρισε ο αρχοντόπαπας· όσοι πάνε μαζί σου, θεομπαίχτη, καταραμένοι!
– Ο Θεός, αποκρίθηκε ήσυχα ο κουρελής παπάς, ο Θεός [ …] ας κρίνει·» (σελ. 278).

Τότε, ο παπα-Γρηγόρης τους κατηγορεί ως Μπολσεβίκους, δεν τους αφήνει ήσυχους. Συνεπώς, πάθη και παθήματα της Ελλάδας μεταφυτεύθηκαν στον ελληνισμό της Μ. Ασίας σε μια εποχή που στην Ευρώπη υπάρχει ρευστό κλίμα. Ακόμα, τo 1922 βρήκε μόνον την Ελλάδα ηττημένη και τραυματισμένη, καθώς έχασε οριστικά τον ανατολικό πνεύμονα του ελληνισμού, πατρίδες από τους 11o, 8o και 7o π.Χ. αιώνες. Στο εξής, από το 1923 έως το 1930 γίνεται η αποκατάσταση περίπου 1.500.000 προσφύγων. Αυτό ήταν το ελληνικό θαύμα, σύμφωνα με πολλούς.

Δρ Χριστίνα Αργυροπούλου, επίτιμη σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, συγγραφέας

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Με την Οκτωβριανή Επανάσταση διώκονται οι ελληνικοί πληθυσμοί, καθώς η Ελλάδα συμμετείχε στην εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919 στο πλευρό των Συμμάχων, οι οποίοι τότε ως σύμμαχοι με την τσαρική Ρωσία έσπευσαν να βοηθήσουν, αλλά επικράτησαν οι Μπολσεβίκοι και γύρισαν στο μέτωπο της Σμύρνης.
[2] Καζαντζάκης Ν., «ΚΖ’, Καύκασος», Αναφορά στον Γκρέκο, 4η έκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1969
[3] Καζαντζάκης Ν., Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, 12η επανεκτύπωση, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα, 2000

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.