fbpx
«Το μαντήλι με τα τριαντάφυλλα ή Πώς να μιλήσεις στα παιδιά για τη Μικρασιατική Καταστροφή»

«Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα
ή Πώς να μιλήσεις στα παιδιά για τη Μικρασιατική Καταστροφή»

της Μένης Κανατσούλη

 

Οι χρονιές 2021 και 2022, λόγω της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση και 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή αντίστοιχα, έφεραν μια συγκριτικά με το παρελθόν μεγάλη εκδοτική λογοτεχνική παραγωγή για αυτά τα ιστορικά θέματα. Αν και είναι ερώτημα και πρόκληση να αναρωτηθούμε γιατί χρειάζεται η βιβλιοπαραγωγή να φρεσκάρει τη μνήμη των αναγνωστών μόνον επ’ ευκαιρία επετείων, πάντως θα σταθούμε στο αποτέλεσμα: ότι παράχθηκαν βιβλία σχετικής θεματικής και μάλιστα αν λάβουμε υπόψη ότι πολλά απευθύνονταν σε παιδικό κοινό, αυτό αποκτά μια ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Οι νεότερες γενιές –αυτές για τις οποίες δεν προσφέρονται πλέον αυθεντικά βιώματα από τη γενιά των παππούδων τους– έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν γεγονότα καθοριστικής σπουδαιότητας για την ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού μέσα από τη λογοτεχνία.

Όταν οι πρόσφυγες κατέφυγαν από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο στην ελληνική επικράτεια το 1922, διωγμένοι και βασανισμένοι, τροφοδότησαν με τον πόνο και τον νόστο των αξέχαστων πατρίδων τη λογοτεχνία, κατά βάση τη λογοτεχνία για ενήλικες. Σποραδικά και όχι συστηματικά άρχισαν κάποιες τέτοιες μνήμες να τροφοδοτούν και βιβλία για παιδιά, όπως το μυθιστόρημα της Έλσας Χίου Η Νενέ η Σμυρνιά (Καστανιώτης, 1996) ή το εικονογραφημένο βιβλίο του Χρήστου Μπουλώτη Το άγαλμα που κρύωνε (Πατάκης, 1999). Η Ελένη Δικαίου, από προσφυγική οικογένεια η ίδια, έσκυψε πιο βαθιά στην ιστορία της Σμύρνης κυρίως, για να μας δείξει τη ζωή μικρών παιδιών προσφύγων των οποίων οι οικογένειες κατέφυγαν στην Ελλάδα, με Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά (Ακρίτας, 1991 / Πατάκης, 2000), αλλά και να μας θυμίσει στιγμές της ιστορίας της Σμύρνης για την Ευαγγελική Σχολή και τον εθνομάρτυρα Δεσπότη Χρυσόστομο, στο Ο τελευταίος Έλληνας της Σμύρνης (Πατάκης, 2018).

Σχετικά πρόσφατα, εκδόθηκε το βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση Το αγόρι στο θεωρείο (Μεταίχμιο, 2017) και επανεκδόθηκε σε επετειακή έκδοση με σκληρό εξώφυλλο (Μεταίχμιο, 2021), ένα μυθιστόρημα με εστίαση στην τραυματική εμπειρία ενός αγοριού που μόνον αυτό σώζεται από όλη την οικογένειά του μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Κουβαλώντας μέσα του την «παλιά» του ζωή, που όμως γι’ αυτόν είναι η «αληθινή» ζωή, απωθεί το γεγονός της απώλειας των δικών του και πιστεύει στην ύπαρξη της αδελφής του, που νομίζει πως κρύβεται παίζοντας κάπου μέσα στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας – εκεί όπου φιλοξενήθηκαν για κάποιο διάστημα οι πρόσφυγες το 1922. Η Δαρλάση, αξιοποιώντας ένα πραγματικό γεγονός[1], στήνει τη δική της μυθοπλασία και αναπαρασταίνει τον βουβό πόνο της χαμένης πατρίδας και των χαμένων προσώπων, αλλά και τις δυσκολίες προσαρμογής τους σε μια καινούργια αχάριστη ζωή[2].

Άλλα τέσσερα βιβλία, όλα εικονογραφημένα, κυκλοφόρησαν τον τελευταίο χρόνο: της Θεοδώρας Λούφα-Τζοάννου, Σμύρνη η Αρχόντισσα της Μικράς Ασίας (Άγκυρα, 2021), των Ζήνωνα Ζαμπακίδη και Βασιλικής Μαρκάκη, Η Μυρτώ και η Σμύρνη των θαυμάτων (Πατάκης, 2022), της Ιωάννας Μπαμπέτα, Αντίο, Σμύρνη (Μίνωας, 2022) και της Αλεξάνδρας Μητσιάλη, Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα (Πατάκης, 2022).

Θα σταθώ στο τελευταίο για να εισχωρήσω λίγο περισσότερο στο πώς μια συγγραφέας, αν και έχει επίγνωση ότι η ιστορία της απευθύνεται σε μικρές ηλικίες παιδιών και με ηρωίδες δύο μικρά κορίτσια, τολμά να μην εξωραΐσει τη βίαιη ιστορική πραγματικότητα. Ας ξεκινήσουμε από το εξώφυλλο, που με λίγες λεπτομέρειες μας εισάγει στην ιστορία: δύο μικρά κορίτσια, πιασμένα χέρι-χέρι, βολτάρουν στην προκυμαία της ευρωπαϊκής Σμύρνης μιας άλλης εποχής, στο Quai (Και). Κρατώντας τις κούκλες τους, που είναι ντυμένες με ευρωπαϊκά ρούχα, υπογραμμίζεται έτσι ο ευρωπαϊκός και πολυπολιτισμικός αέρας της πόλης, καθώς ταυτόχρονα παρατηρούμε πως το ένα κορίτσι είναι ντυμένο ευρωπαϊκά και το άλλο ντυμένο με σαλβάρια και φορώντας στο κεφάλι ένα λουλουδάτο μαντίλι με τριαντάφυλλα. Τα δύο κορίτσια, που είναι φίλες αχώριστες, ανήκουν σε διαφορετικούς θρησκευτικούς πληθυσμούς: η Αριστούλα από αστική ελληνική οικογένεια και η Αϊσέ η μουσουλμάνα φίλη της. Γιατί η Αριστούλα παίζει με όλα τα παιδιά, μόνο που, για κάποιον λόγο που δεν καταλαβαίνει, προσέχει ότι όλες οι συμμαθήτριες και φίλες της από την Ευαγγελική Σχολή έχουν πια φύγει οριστικά για την Ελλάδα. Για την ονομαστική της γιορτή που πλησιάζει, η Αριστούλα θα έχει κοντά της μόνο την Αϊσέ. Σε όλο το βιβλίο, από τα μισόλογα των ενηλίκων και από την άρνησή τους να ετοιμάσουν τη γιορτή για την κόρη τους, καταλαβαίνουμε πως πλανιέται μια μυστηριώδης αλλά και φοβική κατάσταση. Ταυτόχρονα υπάρχουν ετοιμασίες άλλου είδους, όχι μιας γιορτινής ατμόσφαιρας αλλά αναχώρησης, ενώ δίνεται στην Αριστούλα και η αυστηρή απαγόρευση να μη βγει καθόλου έξω από το σπίτι.

Η εικονογράφηση της Θέντας Μιμηλάκη είναι εντελώς μέσα στο πνεύμα της ιστορίας, καθώς προσπαθεί με έναν τρόπο πιο ξέγνοιαστο να απεικονίσει την ανεμελιά της παιδικής ηλικίας, αλλά και τον ρομαντισμό της παιδικής φιλίας. Και βέβαια είναι σε αρμονία με την ευμάρεια και τον πολιτισμό της τοτινής Σμύρνης. Η περίτεχνη εξώθυρα με τα κοριτσάκια να κάθονται στο πεζούλι, τα πολύχρωμα χαλιά και το ασημένιο σερβίτσιο στο τραπέζι, η σιδερένια σκάλα και ο πολυέλαιος, η δαντελωτή κουνουπιέρα στο κρεβάτι της Αριστούλας. Και από την άλλη μεριά, τα κιλίμια στο σπίτι της Αϊσέ, το ξυλόγλυπτο τραπεζάκι με το μπακιρένιο σκεύος, το σαχνισί με το ανθισμένο δέντρο δίπλα. Κείμενο και εικόνα αναπαρασταίνουν μια Σμύρνη, όπου, τουλάχιστον στον κόσμο των παιδιών, δεν υπάρχουν διαφορές και οι διαφορετικοί πολιτισμοί συνυπάρχουν και τους ενώνουν.

Όμως κοντά στην εικονογραφική αποτύπωση της ομορφιάς του κόσμου των παιδιών, πλανιέται μια απειλή. Πέρα από την ανησυχία στα πρόσωπα των ενηλίκων, τρεις εικονογραφήσεις δοσμένες σε σκούρα χρώματα σκοτεινιάζουν την ιστορία ή, αλλιώς, εικονοποιούν με ρεαλισμό τα γεγονότα: η πρώτη, όπου στρατιές προσφύγων, απρόσωπων και σκοτεινών, συνωθούνται στο Quai, και η δεύτερη, όπου πάνω από το σπίτι της Αϊσέ, καθώς προς τα εκεί στρέφεται η ματιά της Αριστούλας, απλώνεται ένα απειλητικό σύννεφο καπνού. Η τρίτη εικόνα απεικονίζει έναν τεράστιο Νεότουρκο πάνω στο άλογό του και, αν και αποκτά νόημα και από μόνη της η μορφή του, όμως αυτό συγκεκριμενοποιείται σε συνανάγνωση με το κείμενο. Τα δύο κορίτσια θέλουν, παρά τις απαγορεύσεις, να γιορτάσουν μαζί τη γιορτή της Αριστούλας. Αυτή φορώντας το καινούργιο κόκκινο φουστάνι της και με τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν και η Αϊσέ με το μαντίλι της, στολισμένο με τριαντάφυλλα, τρέχουν να ανταμωθούν και για ένα λεπτό βρίσκονται έξω στον δρόμο. Όμως, όπως λέει χαρακτηριστικά το κείμενο, «η σπάθα» –του Νεότουρκου– «κοιτάζει τα δύο μικρά κεφάλια με τα τεράστια ατσαλένια μάτια της» και τότε «το κεφαλομάντιλο γέρνει στο ακάλυπτο κεφάλι. Και μπλέκονται οι ξανθές μπούκλες με τα κοραλλί τριαντάφυλλα. Και η Αριστούλα με την Αϊσέ γίνονται ένα» (σελ. 45).

Με αυτά τα λόγια τελειώνει η ιστορία και προφανώς το τέλος μένει ανοικτό, όμως ο αναγνώστης κατανοεί πως τα δύο κορίτσια μπερδεύουν για το ποια είναι η χριστιανή και ποια η μουσουλμάνα και οδηγούνται αδιάκριτα στη σφαγή. Η Μητσιάλη σιγά-σιγά οικοδομεί την ανησυχία και, αν και συνήθως προσδοκούμε στις ιστορίες για παιδιά το καλό τέλος, εδώ δεν εκχωρείται μια ανακουφιστική αλλά μακρινή από την πραγματικότητα λύση. Η τραγικότητα του χαμού μικρών παιδιών, ιδιαίτερα σε έντονη αντίθεση με τον ανέφελο παιδικό κόσμο που εκπροσωπούν, σε αντίθεση με τη γλύκα της φιλίας και της απλής γιορτινής επιθυμίας, καθιστά ακόμη πιο οδυνηρή την κατάληξη.

Η ιστορία με απλότητα παρουσιάζει τη σκληρότητα των γεγονότων και πιάνει από το χέρι τους μικρούς αναγνώστες, για να τους οδηγήσει στο αίσθημα συμπάθειας και ταύτισης με τις δύο ηρωίδες. Ταυτόχρονα όμως το μήνυμα της φιλίας των ανθρώπων, αλλά και του διαλόγου των πολιτισμών και η ανάγκη διαφύλαξης αυτού του διαλόγου διατρέχουν το σύνολο της αφήγησης. Η εικόνα του Νεότουρκου αποχρωματίζεται από το ιστορικό του συγκείμενο και στέκει ως ο παραδοσιακά κακός των παραμυθιών. Έτσι, το βιβλίο μένει πιστό στην ιστορική αλήθεια, χωρίς όμως την πρόθεση να διαιωνιστεί το μίσος. Πόσο μάλλον που η τραγική μοίρα του θανάτου μικρών παιδιών μοιράζεται αδιάκριτα σε χριστιανές και μουσουλμάνες. Η Μητσιάλη, χωρίς στόμφο και διδακτισμό, δείχνει ότι οι εθνικιστικοί πόλεμοι σκοτώνουν πρώτα και κύρια παιδιά, χωρίς θρησκευτικές, εθνικές ή άλλες ετικέτες.

Μένη Κανατσούλη, καθηγήτρια Α.Π.Θ.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] 150 οικογένειες προσφύγων φιλοξενήθηκαν στο θέατρο αυτό (έργο του Τσίλερ) στα θεωρεία, την πλατεία και τους κοινόχρηστους χώρους για δύο χρόνια. Το θέατρο αργότερα κατεδαφίστηκε, βλ. και: https://tetysolou.wordpress.com/2018/12/29/16078/
[2] Εκτενέστερη ανάλυση στο προλογικό σημείωμά μου για την έκδοση του 2021.

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.