fbpx
«Το δημοτικό τραγούδι της “Προσφυγούλας” ως μαρτυρία για το ’22»

«Το δημοτικό τραγούδι της “Προσφυγούλας”
ως μαρτυρία για το ’22»

του Παντελή Μπουκάλα

 

Οι ιστορικές επέτειοι, και μάλιστα όσες έχουν τον χαρακτήρα ορόσημου, όταν δηλαδή συμπληρώνεται ένας στρογγυλός αριθμός ετών –πενήντα, εκατό, διακόσια–, αποδεικνύονται εθνικά ωφέλιμες μόνον όταν τον τόνο τον δίνει ο κριτικός και αυτοκριτικός λόγος. Σαν από κάποια παιδευτική ειρωνεία της ιστορίας, η χώρα μας θα τιμά πάντοτε σε άμεση χρονική συνάφεια δύο συγκλονιστικές επετείους, που τη σχημάτισαν και την ανασχημάτισαν: την επέτειο ενός θριάμβου, της Επανάστασης του 1821, και μιας πανωλεθρίας, της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Και για το ιδρυτικό ορόσημο, την Επανάσταση, και για το επανιδρυτικό, τη Μεγάλη Μετοικεσία των προσφύγων, παρήχθη τα τελευταία χρόνια πλούσιος κριτικός λόγος, ικανός να βαθύνει την εθνική μας αυτογνωσία. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα μικρύνει το χάσμα ανάμεσα στην επιστημονική ιστορία και τη δημόσια. Κι αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό όσο ο επιστημονικός λόγος, με τις αντιφάσεις έστω και τις διχογνωμίες του, εξακολουθεί να μη συγκινεί όσους επιδιώκουν να κατασκευάζουν τη λεγόμενη κοινή γνώμη ή να την κρατούν καθηλωμένη σε ανιστόρητες «παραδόσεις».

Μια τέτοια αυτοδικαιωτική «παράδοση» επιμένει, παρά τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας αλλά και τις έγκυρες λογοτεχνικές καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, ότι οι πρόσφυγες βρήκαν στην Ελλάδα θερμή σεβαστική υποδοχή. Τίποτε αναληθέστερο. Αρκεί εδώ η μαρτυρία του Γιώργου Σεφέρη, η οικογένεια του οποίου μπαρκάρισε από τη Σμύρνη για την Αθήνα τον Αύγουστο του 1914, λίγο μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου:

«Έφτασα στην Αθήνα τον καιρό που άρχιζε ο μεγάλος Διχασμός. Δεν πρόφτασα να νιώσω μήτε αγάπη μήτε υπόληψη για τον Κωνσταντίνο. Έπειτα ήρθαν τα “Νοεμβριανά”, που μου θύμισαν καταπληκτικά τα καμώματα των Τούρκων. Για τους ανθρώπους του Κωνσταντίνου, εμείς που ερχόμασταν από το σκλαβωμένο Έθνος, που είχαμε ανατραφεί μόνο με μια λαχτάρα, την Ελλάδα, ήμασταν οι Τουρκόσποροι. Κι αυτοί που μας χλεύαζαν και μας ταπείνωναν δε σκοτίζουνταν που ο Γερμανός ήταν ο σύμμαχος των Τούρκων και των Βουλγάρων, τον ευχόντουσαν νικητή και του παράδιναν τα κάστρα μας απολέμιστα. Για τη φαντασία μου, τότε, αυτή η ωμή στενοκεφαλιά ήτανε πράγμα υπέρογκο και τερατώδες».[1]

Ευκρινέστατη μαρτυρία για τη σκληρότητα που επιφύλαξαν πολλοί γηγενείς στους πρόσφυγες αποτελεί και το δημοτικό τραγούδι που είναι ευρύτερα γνωστό με τον τίτλο «Προσφυγούλα». Το παραθέτω εδώ σε παραλλαγή του δημοσιευμένη από την Καλλιόπη Αλιβάνογλου-Παπάγγελου, με την επίμονη επωδό του:

Αρχοντονιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου.
Η μάνα του σαν το ’μαθε πολύ της κακοφάνη,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου.
Πιάνει δυο φίδια ζωντανά, τα ξεροτηγανίζει,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου.
Κάτσε, νύφη μ’, να φας, να πιεις, ψάρια τηγανισμένα,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου.
Αχ, πεθερά, θέλω νερό, τη φλόγα μου να σβήσω,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου.
Σαν το ’μαθε ο αρχοντονιός, μόνος εθανατώθη,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου.
«Σαν έχει, μάνα, άλλο γιο, δώσ’ τον σ’ αρχοντοκόρη»,
προσφυγούλα μαυρομάτα μου, σε κλαιν τα μάτια μου.[2]

Η μήτρα του τραγουδιού είναι πολύ παλιά. Στις παραλλαγές του που καταγράφτηκαν τον 19ο αιώνα, οι οποίες και πολλές είναι και ευρεία γεωγραφική εξάπλωση παρουσιάζουν, η ανεπιθύμητη νύφη είναι συνήθως Βουργαροπούλα. Λιγότερο συχνά, τα φονικά σχέδια της πεθεράς, που αδιαφορεί για τον έρωτα του γιου της, τα προκαλεί η μέλλουσα νύφη όταν είναι Αρβανιτοπούλα, ορφανούλα ή φτωχοπούλα. Ας δούμε, για παράδειγμα, τους πρώτους στίχους της εκδοχής που δημοσίευσε ο Γεώργιος Χρ. Χασιώτης, το 1866, στη Συλλογή των κατά την Ήπειρον δημοτικών ασμάτων (σ. 51, αρ. 40):

Μάνα και γιος εμάλωναν για μια Βουργαροπούλα.
«Μάνα, για δώσ’ μου την ευκή να πάρω τη Βουργάρα».
«Τ’ν κατάρα μ’ να ’χεις, γιε μου, αν πάρεις την Βουργάρα».
Κι αυτός δεν αφικράστηκε της μάνας του τα λόια,
εκίνησε και πάησε να φέρει τη Βουργάρα.
«Τα συχαρίκια, πεθερά, σου φέραμαν τη νύφη».
Έβαλε και μαγείρεψε τριών φιδιών κεφάλια,
τς οχιάς και τ’ αστριτσιού και της μονομερίδας.
«Ορίστε, νύφη, μια φορά, ορίστε, νύφη, δύο».

Πότε το τραγούδι έγινε οριστικά και αποκλειστικά της προσφυγούλας; Η τομή είναι βέβαια το 1922, και είναι βαθιά και τελεσίδικη. Γράφει σχετικά ο λαογράφος Δημήτριος Α. Πετρόπουλος:

«Το τραγούδι της προσφυγούλας συμβολίζει τους δύο κόσμους που αντιμάχονται. Ο παλιός ελληνικός και ο νέος, ο προσφυγικός κόσμος από τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, όσο κι αν έχoυν το ίδιο αίμα, την ίδια συνείδηση, εθνική και θρησκευτική, όσο κι αν ο ένας δέχεται τον άλλον με τη συμπάθεια και τη στοργή του αδερφού, εξ αιτίας των νέων συνθηκών της κοινωνικής και οικονομικής τους ζωής μοιραία οδηγούνται σε σύγκρουση, και η σύγκρουση αυτή ερμηνεύεται στο τραγούδι με τα δύο σύμβολα, τη νύφη, την προσφυγοπούλα, αντιπρόσωπο του νέου, του προσφυγικού κόσμου, και την πεθερά, σύμβολο της παλιάς “καθεστηκυίας τάξεως”. Το τραγούδι γίνεται παντού στην Ελλάδα γνωστό μετά το 1922».[3]

«Με τη στοργή του αδερφού»; Δύσκολα θα το λέγαμε. Ας θυμηθούμε απλώς το σύνθημα «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες», που κυριάρχησε σε συλλαλητήριο των μοναρχικών στις 9 Νοεμβρίου 1923, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ή το ότι η εφημερίδα Πρωινός Τύπος πρότεινε να φορούν κίτρινο περιβραχιόνιο οι πρόσφυγες, ώστε οι αυτόχθονες να τους ξεχωρίζουν δίχως καμιά αργοπορία και να τους αποφεύγουν, τάχα για να μη μαγαρίζονται και να μην κινδυνεύουν.

Μια άλλη μαρτυρία για το πότε τραγουδήθηκε μαζικά η «Προσφυγούλα» παρέχει ο Σώτος Αλεξίου σε βιβλίο του αφιερωμένο στην παιδική ηλικία του Βασίλη Τσιτσάνη:

«Ας μην ξεχνάμε πως η Θεσσαλία από το 1900 έως το 1930 πέρασε μια περίοδο αγροτικών και εργατικών αναταραχών με αποκορύφωμα τη δεύτερη, μετά το Κιλελέρ, μεγάλη αιματηρή εξέγερση των Τρικάλων, το 1925, όπου κερδισμένη, όπως πάντα, βγήκε η άρχουσα τάξη. Αυτή λοιπόν την περίοδο, που ο διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων ήταν έντονος, ό,τι προερχόταν από την εργατική τάξη και ιδιαίτερα από τον προσφυγικό μαχαλά ήταν ανάξιο λόγου ή και επικίνδυνο. Υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή απομόνωσης και όποιος ήθελε να σπάσει αυτή την απομόνωση, βρισκόταν αντιμέτωπος με την περιφρόνηση και το χλευασμό. Στον προσφυγικό μαχαλά βέβαια υπήρχαν οι τεκέδες, τα μπουρδέλα και παιζόταν η μουσική που είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες. Αλλά ήταν φυσικό οι πρόσφυγες να τραγουδάνε τα τραγούδια της πατρίδας τους, αφού έτσι το δάκρυ της προσφυγιάς, της εξαθλίωσης και της νοσταλγίας γινόταν πιο γλυκό. Ένα τραγούδι της εποχής εκείνης που ακουγόταν στον προσφυγικό μαχαλά ήταν η Προσφυγούλα».[4]

Γενικότερα, τα δημοτικά τραγούδια επιφυλάσσουν στον μεν πατέρα έναν σκιώδη ρόλο, στη δε μάνα την κυριαρχία στην οικογενειακή δομή και στο σόι. Αυτή παίρνει την τελική απόφαση (συνηθέστατα αρνητική), όταν η κόρη ή ο γιος ερωτεύονται αλλοεθνή ή/και αλλόθρησκο, γιατί αυτή προβάλλει ως ο κατεξοχήν φορέας της παράδοσης και ως η στερεότερη εγγύηση ότι ενδεχόμενες ανταρσίες θα τιμωρηθούν αυστηρότατα, μέχρι θανάτου, με τον πατέρα απλό επίκουρο. Όταν λοιπόν ο Μιλτιάδης Λουλουδόπουλος, στο βιβλίο του Ανέκδοτος συλλογή ηθών, εθίμων, δημ. ασμάτων, προλήψεων, δεισιδαιμονιών, παροιμιών, αινιγμάτων κ.τ.λ. των Καρυών (επαρχίας Καβακλή), που εκδόθηκε στη Βάρνα της Βουλγαρίας το 1903, επιγράφει το τραγούδι που μας απασχολεί «Η εμμονή εν τοις πατροπαραδότοις», υπερερμηνεύει εύστοχα το περιεχόμενό του, παραπέμποντας υπαινικτικά στις πάγιες «αξίες» και συμπεριφορές. Μόνο που τα «πατροπαράδοτα» πρέπει να εννοηθούν ως μητροπαράδοτα.

Παντελής Μπουκάλας, συγγραφέας, δημοσιογράφος

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, τόμ. Γ’: Παραλειπόμενα (1932-1971), Ίκαρος, Αθήνα 32002, σ. 19-20.
[2] Καλλιόπη Αλιβάνογλου-Παπάγγελου, «Η πολιτιστική κληρονομιά (χορός, τραγούδι, ενδυμασία) των Καππαδόκων προσφύγων και η ένταξή τους στο Θεσσαλικό κάμπο», Η πολιτιστική κληρονομιά στη Θεσσαλία: Τραγούδι – χορός – ενδυμασία, Πρακτικά Β’ Πανελλήνιου Συνεδρίου, γενική επιμέλεια Βάσω Κοζιού – Απόστολος Μαγουλιώτης – Κωνσταντίνος Φωτάκης – Μάρκος Παππάς, Κέντρο Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Απόλλων», Καρδίτσα 2006, σ. 137-138.
[3] Δ.Α. Πετρόπουλος, «Δημοτικά τραγούδια για τη Μικρά Ασία», Μικρασιατικά Χρονικά, Ένωσις Σμυρναίων – Τμήμα Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 8, Αθήνα 1959, σ. 94.
[4] Σώτος Αλεξίου, Βασίλης Τσιτσάνης: Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού, Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σ. 41.

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.