fbpx
«Πόλεμος χωρίς ειρήνη: Η εξιστόρηση της Μικρασιατικής Καταστροφής στην “τριλογία” του Ηλία Βενέζη»

«Πόλεμος χωρίς ειρήνη: Η εξιστόρηση της Μικρασιατικής
Καταστροφής στην “τριλογία” του Ηλία Βενέζη»

της Ζωής Σαμαρά

 

[Ηλίας Βενέζης, εκδόσεις Εστία:
Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς, 1931 (δέκατη έκτη έκδοση 1948)
Γαλήνη, 1939 (τεσσαρακοστή έβδομη έκδοση 2022)
Αιολική Γη, 1943 (εβδομηκοστή πρώτη έκδοση 2020)]

Ο Ηλίας Βενέζης, εξέχουσα μορφή των ελληνικών γραμμάτων, πεζογράφος και ποιητής, επιλέγει τον πεζό λόγο για να αφηγηθεί τις δόξες και τις συμφορές των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Χρειαζόταν μια επική πνοή, ένα εκτενές ποίημα που να υμνεί τη σκληρή δουλειά και την επιτυχία, να θρηνεί τη βία που αναπόφευκτα ακολούθησε. Αλλά και να μη διστάσει να βγει από τον στίχο, να συνεχίσει την αράδα ως το τέλος της σελίδας, ακόμη και να ξεφύγει από την αφήγηση, για να στήσει μια σκηνή θεάτρου, που πάνω της θα ακούγεται η αληθινή φωνή των αθώων.

Πώς κατορθώνει η λογοτεχνία να ενδύεται με υψηλό επίπεδο, ακόμη και όταν είναι βυθισμένη μέσα στη συγκίνηση και τον όλεθρο, να παραμένει αγκαλιά με την τέχνη και το συναίσθημα; Το πρώτο βιβλίο του Βενέζη συγκλονίζει όσες φορές και αν διαβαστεί. Το εγώ, πάντα παρόν, όρθιο, με το σώμα εξαντλημένο από τις κακουχίες, αφηγείται σαν να υπάρχει ή να μην υπάρχει αύριο. Όταν ξεκινούν για την ελληνική γη, δεν θριαμβολογεί, δεν πανηγυρίζει. Στη σκέψη του κυριαρχεί ο πόνος που περιμένει έναν σύντροφο σκλάβο. Ούτε μια λέξη για τον εαυτό του. Ο σπουδαίος πεζογράφος αρχίζει να λειτουργεί με την τραγωδία του Άλλου.

Μηνύματα ανθρωπιάς μέσα στη φρίκη του πολέμου και συχνά μια αδιαφορία για τη δική του ζωή, που τον βοηθά να βγαίνει αλώβητος. Είναι ένα νέο παιδί ευλογημένο. Από τις χιλιάδες που έστειλε ο εχθρός στα κάτεργα, ελάχιστοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Σαν να ήταν το πεπρωμένο του Ηλία Μέλλου να ζήσει, να γράψει, να γίνει Ηλίας Βενέζης. Διακόπτει συχνά την αφήγηση του τρόμου, για να μιλήσει για τη φιλία που συνδέει τους απλούς ανθρώπους:

Οι δυο γυναίκες, του Τούρκου και του Χριστιανού, αγαπιούνταν σαν αδερφές. […]

– Δε ζούσαμε καλά, Νικόλα; λέει ο Τούρκος. (Το νούμερο 31328, σ. 83)

Αποχαιρετούν «ένα σύντροφο που απόκαμε. […] Δεν ξέρω πώς τον λέγαν. Τι χρειάζεται;» (87). Το σύμβολο του άγνωστου στρατιώτη γεννιέται μέσα σε έναν κόσμο όπου παλεύουν να μείνουν ζωντανοί κι άλλοι σκλάβοι, ανάμεσά τους ο αφηγητής, ο μελλοντικός συγγραφέας, που δεν ήταν απλός μάρτυρας των γεγονότων. Αγωνιούν να φτάσουν στα στρατόπεδα των αιχμαλώτων, γιατί εκεί «θα παίρναμε κ’ ένα νούμερο» (155). Το νούμερο, η ταυτότητα του καθενός, ανάγεται σε ελπίδα ν’ αρχίσει να υπάρχει ξανά. Κι όσο απομακρύνεται ο πόλεμος, τόσο ο ήλιος της Ανατολής «τυλίγη ξανά τους ανθρώπους της» (202). Μια γριά τού ρίχνει ζεστό ψωμί κι ένα κυδώνι (131). Τούρκοι κι Έλληνες συνειδητοποιούν ότι έχουν την ίδια μοίρα. «Ο Θεός να μας λυπηθή, κι εσάς κι εμάς» (214).

Στην πορεία για τα στρατόπεδα, οι Τούρκοι στρατιώτες σκότωναν καθημερινά Έλληνες. Την ίδια στιγμή ξεσπά «εμφύλιος» ανάμεσα στους σκλάβους (149). Όσοι αποκτούν εξουσία ταυτίζονται με τον εχθρό, μιμούνται την απάνθρωπη συμπεριφορά του. Γινόμαστε μάρτυρες σε μια γενναία τομή στην ανθρώπινη ψυχή ή, καλύτερα, καρδιά, όπως τονίζει ο συγγραφέας, σώμα, αίμα («Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση», 13). Θυμίζει έντονα την οπτική του εχθρού, που είναι συνάνθρωπος, όπως τη ζήσαμε μόνο στους Πέρσες  του μεγάλου Αισχύλου.

Αν το Νούμερο περιγράφει την καταστροφή, η Γαλήνη  αφηγείται ένα όνειρο που θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, ένας Κήπος της Εδέμ μετά το αμάρτημα. Αλλά το δεύτερο βιβλίο παρουσιάζει την ειρήνη σαν όνειρο κι επιθυμία. Από την πρώτη στιγμή κατεβαίνουν στην Ανάβυσσο οι βοσκοί της περιοχής να διεκδικήσουν τη γη που δόθηκε στους πρόσφυγες, οι αρχαιοκάπηλοι κλέβουν τον Κούρο που βρίσκεται στη γη φτωχού εργάτη, προκαλούν τον θάνατο της γυναίκας του που φύλαγε το άγαλμα μέσα στη βροχή. Κι ενώ οι κολόνες αλατιού στις αλυκές μιλούν μεταξύ τους (Γαλήνη, 196-97), όπως και τα άστρα στον ουρανό (206), το μίσος των ανθρώπων, που φτάνει μέχρι την καταστροφή και τον φόνο, κυριαρχεί. Ένας από τους ήρωες, ο Ανδρέας, μεταμορφώνει σε παραμύθι την αιχμαλωσία στην Ανατολή (136). Προφανώς μόνο στη φαντασία μας υπάρχει γαλήνη. Στη φιλία της φύσης αποκρίνεται το ανθρώπινο μίσος (220-22), η γαλήνη μετατρέπεται σε ερημιά (230). Το βιβλίο κλείνει με την αποδοχή της πάλης και του θανάτου, την αναπόφευκτη ένωση του ανθρώπου με το χώμα (237).

Η Αιολική Γη  διαβάστηκε και μεταφράστηκε ίσως όσο κανένα άλλο ελληνικό μυθιστόρημα. Έκανε γνωστή τη νεοελληνική λογοτεχνία σε όλη τη γη. Λειτουργεί αναδρομικά. Στόχος του Ηλία Βενέζη είναι να περιγράψει την παραμυθένια ζωή των Ελλήνων πριν από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, νιώθει την ανάγκη να διανθίσει με μύθους την αφήγησή του. Σαν να θέλει πάντα να κρατά μια ισορροπία, να δώσει υπόσταση ονείρου στην πραγματικότητα. Τονίζει τη μεγάλη σημασία της γης, της οικογένειας. Περιγράφει τη χαρά του παππού που ήταν πάντα χρήσιμος «και που η ζωή του δεν πέρασε ανωφέλευτη από τη γη» (37).

Η πλούσια αφήγηση που μας έφεραν οι Έλληνες της Ανατολής περικλείει το μυστικό να δένεις την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία. Οι δυστυχίες των Ελλήνων ανάγονται σε υφαντό του Κακού, που αντιτίθεται στη γαλήνη της φύσης. Η φύση διαταράσσεται από τα πεινασμένα τσακάλια (Αιολική Γη, 50), όπως η κοινωνία από τους αχόρταγους ανθρώπους. Στο παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας το δάσος ζωντανεύει, τα δένδρα συνεργάζονται, το παραμυθένιο κορίτσι μεταμορφώνεται σε ελάφι (77). Στην Αίγινα οι Ανατολίτες αποκαλούν πατρίδα την «Ανατολή» (Γαλήνη, 157). Πατρίδα δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Μάνα-Γη, που εγκατέλειψαν με εξαναγκασμό την αγκαλιά της, αφήνοντας εκεί την καρδιά τους. Στην Αιολική Γη  δυο καρυδιές από τον Καύκασο νοσταλγούν την πατρίδα τους (67). Η Φύση είναι τόσο σημαντική, που όλα τα παιδιά της, έμψυχα ή άψυχα, έχουν ανθρώπινη φωνή και μιλούν, τα βουνά, τα κύματα ζωντανεύουν, εμψυχώνονται (29-30). Αντίθετα με τη φύση, ο πόλεμος είναι κατεξοχήν ανθρώπινο χαρακτηριστικό:

«Αχ!» στενάζει το αρκουδάκι […] «Τι καλά που… θα ’ταν να μην ήταν ο άνθρωπος».

«Τι καλά που θα ’ταν», είπε η μεγάλη αρκούδα.

Αρκούνται ωστόσο στην ευχή. Δεν κάνουν κάτι να τον εξαφανίσουν, όπως θα έκανε ο άνθρωπος. «Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιο του» (Αιολική Γη, 223), αποφαίνεται η μεγάλη αρκούδα.

Εδώ η πεζογραφία δεν είναι απλώς μια ιστορία που καθηλώνει τον αναγνώστη. Είναι η απεικόνιση της Ιστορίας, ο πιστός καθρέφτης της ζωής, ακόμη και στα παραμύθια που παρεμβάλλει. Είναι μια επιστροφή στα ομηρικά έπη με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους, που βασίζονται αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις, χωρίς θεούς να πολεμούν πλάι τους. Γιατί, τελικά, τι είναι λογοτεχνία; Η παιδεία, οι εμπειρίες και η δημιουργικότητα του συγγραφέα και του αναγνώστη, η «φοβερή δύναμη που έχουν οι λέξεις» (Γαλήνη, 23) στα χέρια αυτού που γράφει, στα μάτια αυτού που διαβάζει.

Ζωή Σαμαρά, ομότιμη καθηγήτρια Α.Π.Θ.

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.