fbpx
«Η Σμύρνη των παιδικών χρόνων του Κοσμά Πολίτη»

«Η Σμύρνη των παιδικών χρόνων του Κοσμά Πολίτη»

της Ηρώς Τσαρνά-Κ.

 

Η ντελμπεντέρισσα πολιτεία φόραγε στραβά τη σκούφια της
Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου (σ. 255)

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους.
Κ.Π. Καβάφης, «Η πόλις» (1910)

Προσανατολισμένος εν πολλοίς στα προστάγματα της Γενιάς του ’30, ο Κοσμάς Πολίτης[1] θα κάνει κάποτε στροφή και σε κοινωνικά ζητήματα, θα αναζητήσει και την κοινωνική, έξω από ή και παράλληλα, με την ατομική περιπέτεια – και ιδιαίτερα όταν θιχτεί η πατρίδα των παιδικών του χρόνων, η Σμύρνη. Θα δει τότε και την αδικία, τον πόνο, την καταστροφή, θα ονοματίσει μάλιστα τους φταίχτες, κι αυτό στο μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου, και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο «Πάροδος» (σαν την πάροδο αρχαίας τραγωδίας).[2]

Το είχε ήδη δει ο κυριότερος ποιητής του μεσοπολέμου Κώστας Καρυωτάκης, που βρισκόταν τότε, το 1922, σε καίρια θέση στο αρμόδιο υπουργείο και είχε πει με το χαρακτηριστικό του ποίημα από τις Σάτιρες: «Δυστυχία!»[3]

Στο ημιτελές, γιατί γραμμένο στα τελευταία του, Τέρμα, με αρκετά βιογραφικά στοιχεία, επανέρχονται βιώματα από τα παιδικά χρόνια στη Σμύρνη. Το όνομα της πόλης δεν αναφέρεται, πράγμα που συνηθίζει ο συγγραφέας (Ερόικα), έτσι το περιβάλλον αποκτά ονειρική υπόσταση. Έτσι κι αλλιώς, και στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου θα βρούμε δύο κόσμους: τον πραγματικό, που αναφέρεται στις δουλειές και τις καθημερινές ασχολίες των ηρώων, του κυρίου Αλιφάντη λ.χ. (σ. 188), και τον ονειρικό της κυρίας Αλιφάντη, που «τα πράγματα του κόσμου περνούσανε πάνωθέ της δίχως να την αγγίζουν».

Η ονειρική κατάσταση αφορούσε είτε τα άτομα, όπως η οπτασία του μικρού ήρωα Αρίστου από τη θέα της νεκρής κοπέλας στον αφρό της θάλασσας: «η κυρία μπορεί να ήταν η κοπέλα του γιαλού, αλλά όχι, εκείνη μύριζε πικραμύγδαλο, η κυρία Αλιφάντη ροδόσταμο»· είτε όλη την πολιτεία: «είτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια» (με τα τσερκένια = τους χαρταετούς, σ. 143). Συναντάμε κι εδώ την αντιπαράθεση του κόσμου των «μικρών» με τον κόσμο των «μεγάλων» (βλ. λ.χ. σ. 89, σ. 119, «τσερκένια των μικρών» / «τσερκένια των μεγάλων»)∙ την καλλιτεχνική ζωή –θέατρο για τον λαουτζίκο–, την κοινωνία (Βερώνη/Παρασκευοπούλου) και το θέμα της φιλίας (Σταυράκης-Αρίστος).

Στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου, δίπλα στον νόστο υπάρχει ο ρεαλισμός, κυρίως στο κεφάλαιο «Πάροδος», όπου με το στόμα του απλοϊκού Γιακουμή (εβραϊκό όνομα), νυν περβολάρη σε αφεντικό, παλιά μπαξεβάνη στον δικό του κήπο, περιγράφεται λιτά και σπαρακτικά η καταστροφή της Σμύρνης και όσα επακολούθησαν, αλλά και όσα είχαν προηγηθεί: «Ώσαμε το ’14, οι Γραικοί εμείς είμασταν τσελεμπήδες [=άρχοντες] […] Μα στο ’14, οι Νεότουρκοι – γιασασίν ανταλέτ, γιασασίν χουριέτ [=ζήτω η δικαιοσύνη, ζήτω η λευτεριά]» (σ. 145).

Από το στόμα του ήρωα αποδίδονται τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Έτσι, μιλώντας για τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, «όσο κι αν φέρθηκε άμυαλα, ωστόσο δεν παράτησε το ποίμνιό του, δεν ήφυγε μαζί με τις άλλις που το σκάσανε κρυφά […] Είναι οι μεγάλοι φταίχτες κι αυτοί, κι εκείνοι που τους στείλανε. […] ξένοι ήρθανε στον τόπο, σαν ξένοι φερθήκανε, ξένοι φύγανε, οχτροί […] τότε που κηρύξανε απεργία οι υπάλληλοι της Τράπεζας, και στείλανε μιαν επιτροπή στην Αρμοστεία να εκθέσουνε το δίκιο τους, τον πρώτο που ’κανε να μιλήσει τον μπάτσισε ο Στεργιάδης κ’ ήδιωξε την επιτροπή. Πριν από τον πόλεμο και τη μεγάλη αμάχη, ο Τούρκος μάς σεβότανε. Αυτοί, δεν τον πονέσανε τον τόπο. Δεν πονέσανε τις ανθρώποι του τόπου» (σ. 147). «Και να σου πω, όσο το συλλογιέμαι, μου λέει ο μπαρμπέρης, πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κ’ οι τάφοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια κ’ οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί άνθρωποι κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους...» (σ. 148).

Ο χώρος και ο χρόνος ορίζουν τις λέξεις: αρκετές φράγκικες, «μπεν κατολίκ» ή Και (Quai = προκυμαία, αποβάθρα), τρικαντό (είδος καπέλου), μιλάμε για κοσμοπολίτικο περιβάλλον, αλλά και λαϊκές, με εμφανές το τούρκικο στοιχείο: λακριντί (=φλυαρία), χάσικα ψωμιά (=άσπρα), Ηβοί (=αλίμονο), σχετλιαστικό επιφώνημα, που το ’λεγε και η γιαγιά μας που είχε δουλέψει στη Σμύρνη. Αύξηση -η- (αντί -ε-): Ήλεγε, ήκαμε, ήχασε, ήπεσε, ήτριξε, ήπρεπε κ.τ.ό. (όμοια στην Ικαρία), όπως και πολλές άλλες λέξεις και εκφράσεις κοινές που δείχνουν το πηγαινέλα στη Σμύρνη των νησιωτών του Αιγαίου. Έτσι, λόγου χάρη, πούβετις, πούετα (=πουθενά, Ικαρία), το λίλιρο (Ικαρία) εδώ λάλαρο (=η λαύρα του καλοκαιρινού μεσημεριού), καρσί (=αντίκρυ), κουδουνάτοι (=οι μασκαράδες της Αποκριάς)… Οι παραπάνω αναφορές φωτίζουν μια γλώσσα ολοζώντανη, ειλικρινή: τις ανθρώποι, «τα προσώπατα» με σοβαροφάνεια (σ. 93).

Κοντά στις λέξεις είναι οι παροιμίες και οι παραδόσεις: «Δόξα τ’ ουρανού» (=το ουράνιο τόξο, η ίριδα, σ. 49), «φίλοι φίλοι καριοφύλι, του παπά το πετραχήλι» (σ. 117) για τη φιλία, η ρήση των Νεότουρκων για τους ραγιάδες: «Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, ούλοι τους είναι σκύλοι» (σ. 163). Στις παραδόσεις αναφέρουμε: «Η Κατερίνα με το κίτρινο γατάκι, τη λέγανε “αλλαχτή”, γιατί, μωρό, για να κοιμάται, την ποτίζανε κουτόχορτο, δηλαδή ζουμί από βρασμένες διπλοπαπαρούνες» (σ. 85), «Όποιος είχε πιστόλι ή γκραδάκι έσκαψε στο πρεβολάκι και το καταχώνιασε. Τα φυλάγανε για τη Μεγάλη Ιδέα» (σ. 77) και: «Αν δε γλείψεις το αίμα που έχυσες, αυτό σε κυνηγάει» – ο λόγος για το εικοσιδυάχρονο ομορφόπαιδο Πέτρο Ζαργουλέα, φονιά του αγαθού Φραντς (σ. 76).

Ο παπα-Νέστορας διάβασε το αμίλητο νερό στη γυναίκα του Ανέστη και: «εκείνη πρώτη τον αγκάλιασε [τον άντρα της] και τον τράβηξε στο κρεβάτι» (σ. 166). Ιστορίες ακόμη για την κοπέλα του γιαλού («Ο Σταυράκης […] της είχε κακία που δεν ήτανε ζωντανή», σ. 159) και για τα δρίματα του Αυγούστου (τις πρώτες έξι μέρες του μήνα, μακριά από νερό, σ. 168), κι ούτε λόγος για θαλάσσια μπάνια, γιατί «το κορμί γεμίζει σπυριά, πέφτουν τα μαλλιά, λιώνουν τα ρούχα σου» (σ. 195)∙ η παράδοση για την Πικραμένη Παναγιά, που δάκρυσε με την ιστορία της Ελένης και του αόμματου παιδιού της, και κάηκε όταν κάηκε και η πολιτεία (σ. 90, 91, 100 κ.α.). Κι ακόμη: «Λένε πως στη γλώσσα των λουλουδιών, το κίτρινο σημαίνει ζήλεια» (σ. 191). Και: «Λένε, σα φεύγουνε οι γερανοί, έρχεται γρήγορα ο χειμώνας […] παίρνουνε μαζί τα χελιδόνια, στη ράχη τους […] πως οι γερανοί βλέπουνε από ψηλά ό,τι γίνεται στη γης, κι ύστερα το προδίνουνε» (σ. 204).

Παράδοση ή διασκευή από γνωστό παραμύθι, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, είναι και η αγάπη του νεροφίδα για τη Μαριάνθη, που της γλυκομιλάει με λόγια ανθρώπινα. Οι γονείς της δεν τον θέλουν, όμως εκείνη τον αγαπά, τον παντρεύεται και κάνει μαζί του δύο παιδιά. Όταν σκοτώνεται ο νεροφίδας, η Μαριάνθη τον ακολουθεί στον θάνατο μαζί με τα παιδιά της: δεν έχετε τώρα, τους λέει, ούτε πατέρα ούτε μάνα – «εσύ, κόρη μου, γίνε αηδονάκι και συ, γιε, σπίνος, κι εγώ θα γίνω κουκουβάγια να κλαίω το χαμό του αντρός μου» (σσ. 49-50).

Μετά ιστορίες αληθινές για τα «κορίτσια» του Αγίου Κωνσταντίνου, στα οποία θα καταλήξει ο Παντελής που αγάπησε τη μάνα Οβραία, τη σιόρα Φιόρα, και για το αδιέξοδο της σχέσης κατέφυγε στα «κορίτσια».

Μετά η φιλοσοφία: «Δεν υπάρχουν γνώμες, μόνο συμφέροντα» (σ. 93). Ακόμη: «Τέλος πάντων, κάτι πρέπει να αγαπάει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο. Μπορείς να ζήσεις δίχως να σ’ αγαπάνε, μα όχι δίχως ν’ αγαπάς» (σ. 182). Και: κάτω απ’ το βουνό των Αηδονιών, «η Αποκάλυψη της Μεγάλης Αμφιβολίας» του παπα-Νικόλα (σ. 167). «Μα όποιος αγαπάει ζηλεύει» (σ. 191). Αλλού: «Δεν ξέρεις πως τα πράματα της θάλασσας αλλάζουν θωριά σα βγούνε από το νερό;» (σ. 207).

Και από τις λέξεις, τις παροιμίες, τις παραδόσεις, πάμε στα μερακλίδικα τραγούδια (σ. 252), τα τόσα που άφησε πίσω της η Σμύρνη, όχι μόνο στη Λέσβο, αλλά και στα γύρω νησιά. Έτσι, στο κεφάλαιο «Τα μπαγάσικα» (σ. 61):

Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
βρε γαμπρέ, βρε τζιτζιφιόγκο, μου φωνάζουνε.
Θα τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα,
θα τους κάτσω δυο χαστούκια να ’ναι χάσικα.

Στην ικαριακή παραλλαγή:

Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
πάλι μεθυσμένος είσαι, μου φωνάζουνε.
Θα τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα,
θα τους κάνω τα μουτράκια να ’ναι χάσικα.

Και το «σέρτικο»:

Άδικα ’τανε τα λόγια
άδικα και τα φιλιά
μέσα στην καρδιά σου, δόλια,
είχες όχεντρας φωλιά.

Που φέρνει στον νου σμυρνέικο των δικών μας ακουσμάτων:

Μ’ έκαψες, γειτόνισσα,
Κακούργα δολοφόνισσα.
Μ’ έκαψες, που να καείς
σαν το κεράκι της Λαμπρής!

Και το γνωστό:

Αραμπάς περνά
σκόνη γίνεται
σήκω το φουστανάκι σου
να μη σκονίζεται
(σσ. 189-190)

Η Ιστορία, ωστόσο, και μέσα από την ποίηση και την παράδοση πάει κι έρχεται, έτσι θυμάται ο αφηγητής: «Άγγλοι, Γάλλοι στηρίξανε τον Τούρκο και χτυπήσανε το Μόσκοβο, στον Κριμαϊκό πόλεμο, ενώ η Ελλάδα με το Μόσκοβο» (σ. 65).

Βήμα βήμα το όνειρο κι η πραγματικότητα, ο Παντελής που ονειρεύεται τη σιόρα Φιόρα κι εύχεται να παντρευτεί την Πέρλα, για να ’χει πεθερά τη μάνα της. Κι ο Σταυράκης που ονειρεύεται να είχαν αλλιώς τα πράγματα, να φύγει από το σπίτι του και να τον φιλοξενούσε η μαμά του Αρίστου… Αλλά αυτό που είχε συμβεί με την πολιτεία ήταν το «ανείπωτο, το αφάνταστο και το ανήκουστο που πάνω του η κάθε δικαιολογία, η κάθε πρόφαση, το κάθε επιχείρημα, η κάθε πατριωτική φιλολογία, σπάζουνε τα μούτρα τους. Κι η κουκουβάγια καθισμένη πάνω στα ρημάδια σκούζει: ποτέ πια… ποτέ πια… ποτέ πια» (σ. 239). Το ίδιο ανείπωτο είναι, σε ατομικό επίπεδο, και ο θάνατος των παιδιών. Ο Σταυράκης, λίγο συνειδητά, λίγο ασυνείδητα, πνίγει στη θάλασσα τον φίλο του Αρίστο, κι όταν περνάει η κρίση κι έρχεται στον εαυτό του, πάει να τον εύρει κάτω απ’ το νερό.

Ευτυχώς που υπάρχει η μουσική. Ο παπα-Νικόλας, που γίνεται φίλος με τον Οβραίο, Ζαχαρία Σιμωνά, χάρη στο ούτι που παίζει ο τελευταίος. Είναι η αμαρτία του. Ως και ο τρελο-Τζώνης παίζει τη φυσαρμόνικά του. Αλλά τη μουσική την τραγουδούν και σε πατινάδες για κάποια όμορφη ή τη χορεύουν στο τριώδιο.

Ευτυχώς που υπάρχει και η ανθρωπιά. Η ανθρωπιά του παπα-Νικόλα, του δόκτορα Θεολογίας που δεν αποδέχεται τη θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, προκειμένου να είναι κοντά στο ποίμνιό του. Έχει εξισορροπήσει πολλές φορές τα πράγματα σε δύσκολες καταστάσεις, αλλά όταν αναγκάζουν τον φίλο του Ζαχαρία να αλλάξει μαχαλά, να φύγει από «του Χατζηφράγκου» και να πάει στη γειτονιά των Εβραίων, κι ακόμη όταν ζητούν απ’ τον ίδιο να απολογηθεί για όλα του τα πιστεύω, ο επίσκοπος του καταλόγιζε ότι εισάγει «καινά δαιμόνια» (σσ. 244-245) και για τον Θεό του δικαίου που πιστεύει θα εγκαταλείψει το ράσο και θα ανοίξει ιδιωτικό σχολείο (έγινε ξέπαπας).

Με όλα τα θανατικά της πολιτείας, των παιδιών και τα ψυχικά τραύματα, η ελπίδα στέκει εκεί και μας περιμένει· μπορεί να είναι εκείνη η κόκκινη καμέλια που προσφέρει ο Γιακουμής στην Κατερινούλα…

Ηρώ Τσαρνά-Κ., φιλόλογος

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κοσμάς Πολίτης (1888-1974), ψευδώνυμο του Παρασκευά/Πάρη Ταβελούδη, γεννημένου στην Αθήνα. Καταγωγή η Λέσβος από τον πατέρα, το Αϊβαλί από τη μητέρα.
[2] Ο ρόλος του χορού ήταν, κυρίως, να εκφράζει τις σκέψεις του λαού. Πάροδος είναι η είσοδος του χορού στη σκηνή και η εισαγωγή στο θέμα του δράματος.
[3] Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1972, Σάτιρες, σ. 109:
Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι.
Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος.
Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα μάτια, σ’ ό,τι,
είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα θρύλος,
είναι πικρία στο χείλος.

Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής, έσπρωξα το κρεβάτι.
Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία
ελπίς. Απ’ το παράθυρο, του τελευταίου διαβάτη
είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά στην ησυχία:
«Δυστυχία!»

Η φριχτή λέξη με φωτιά στον ουρανό εγράφη.
Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την κοιτούνε,
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι,
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι αλυχτούνε.
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.