fbpx
«Ο παράδεισος στη Μικρά Ασία»

«Ο παράδεισος στη Μικρά Ασία»

του Φίλιππου Φιλίππου

 

Επί χρόνια, η Σμύρνη ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη ευρωπαϊκού επιπέδου, που οι κάτοικοί της περνούσαν εξαιρετικά, ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή το θρήσκευμά τους. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι και Λεβαντίνοι, δηλαδή Ευρωπαίοι, μόνιμα εγκατεστημένοι εκεί, Γάλλοι, Βρετανοί, Αμερικανοί, ζούσαν ήσυχα και συχνά απολάμβαναν τις χαρές της ζωής με διασκεδάσεις και ψυχαγωγία που δεν γνώριζαν οι κάτοικοι της Ελλάδας, ούτε καν οι Αθηναίοι. Η Σμύρνη ήταν μια πόλη πιο γλεντζέδικη από την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια και τη Βηρυτό, αλλά το ίδιο εξαιρετικά περνούσαν –τουλάχιστον, αυτό προκύπτει από τις αφηγήσεις τους– και οι κάτοικοι στα παράλια της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες στα κτήματά τους.

Καφωδεία, θέατρα, κινηματογράφοι, λέσχες, μπαρ, ζυθοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, όπερες, γέμιζαν από ντόπιους και ξένους, ενώ οι τράπεζες της Σμύρνης έκαναν χρυσές δουλειές. Οι εύποροι είχαν νταντά για τα παιδιά τους και δική τους άμαξα με άλογα για εκδρομές, ενώ αγόραζαν εμπορεύματα πολυτελείας που εισάγονταν από το Παρίσι. Όπως γράφει ο Τζάιλς Μίλτον στο βιβλίο του Χαμένος Παράδεισος (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Μίνωας 2008): «Έβλεπες όλες τις φυλές […] Ελβετούς ξενοδόχους, Γερμανούς εμπόρους, Αυστριακούς ράφτες, Άγγλους μυλωνάδες, Ολλανδούς εμπόρους σύκων, Ιταλούς χρηματιστές, Ούγγρους γραφειοκράτες, Αρμένιους πράκτορες και Έλληνες τραπεζίτες».

Κι ύστερα ήρθαν τα πάνω κάτω, έγινε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ κι η προέλαση του στρατού του Κεμάλ, άρχισαν οι επιθέσεις των Τούρκων ατάκτων στα ελληνικά χωριά, η είσοδος του τουρκικού ιππικού στη Σμύρνη, οι σφαγές, οι λεηλασίες, οι βιασμοί, με αποκορύφωμα τον εμπρησμό της πόλης. Ο επίγειος παράδεισος της Μικράς Ασίας χάθηκε για πάντα και μόνο στα βιβλία που εκδόθηκαν από τότε μέχρι σήμερα γίνεται λόγος γι’ αυτόν.

Στιγμές εκείνου του χαμένου παραδείσου καταγράφηκαν σε αρκετά μυθιστορήματα γραμμένα από Έλληνες συγγραφείς με μικρασιατική καταγωγή. Εδώ, θα αναφέρουμε τρία από αυτά, ίσως τα πιο χαρακτηριστικά, στα οποία αποτυπώνεται με εξαίσιο λογοτεχνικό τρόπο η ειδυλλιακή ζωή σε πόλεις και χωριά.

Ο Ηλίας Βενέζης από το Αϊβαλί στην Αιολική Γη (εκδόθηκε το 1943, εν μέσω Κατοχής), ένα μυθιστόρημα που θυμίζει παραμύθι, με ήρωες καλούς και κακούς, αναφέρεται σε μια οικογένεια που αποτελείται από τον παππού, τους γονείς και τα παιδιά τους. Ο Πέτρος, ο αφηγητής, θυμάται τα βουνά Κιμιντένια στο Αϊβαλί, μια πόλη με ειρηνικούς κατοίκους που καλλιεργούν τα χωράφια τους και συμβιώνουν με ληστές και κοντραμπατζήδες. Η ειρηνική ζωή κράτησε μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μετανάστευση των μουσουλμάνων της Βοσνίας στην Τουρκία, όπου άρχισαν οι λεηλασίες κατά των χριστιανών και οι σκοτωμοί:

Σιγά σιγά, όσο οι μέρες απ’ τα Κιμιντένια ανάτελναν και βασίλευαν, άρχισα να αισθάνουμαι το διαφορετικό νόημα που είχαν πολλά πράματα εδώ κοντά στη γη και στη φύση: το χώμα, τα δέντρα, τα σύννεφα. Και στην πόλη ήταν δέντρα, και χώμα. Το χειμώνα κ’ εκεί τα φύλλα πέφταν απ’ τα κλωνιά, ύστερα ερχόταν η άνοιξη, και τότε πάλι απ’ τα γυμνά ξύλα πετάγονταν φύλλα και λουλούδια. Τα σύννεφα ρίχναν νερό, ή ήταν άσπρα και ταξίδευαν, ή βάφαν με φανταχτερά χρώματα τον ουρανό, όταν ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει. Όλα αυτά στην πόλη ήταν ωραία. Αλλά ήταν μόνο ωραία.

Η Διδώ Σωτηρίου από το Αϊδίνιο στον πρόλογο του μυθιστορήματός της Ματωμένα Χώματα (εκδόθηκε το 1962) σημειώνει πως με αυτό ήθελε να συμβάλει «στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα». Έτσι, αρχίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωά της, αληθινού προσώπου, ενός Μικρασιάτη αγρότη που έζησε τ’ Αμελέ Ταμπούρια, δηλαδή τα τάγματα εργασίας, το 1914-1918, με την περιγραφή της καθημερινής ζωής στο χωριό Κιρκιντζές, κοντά στην Έφεσο:

Αν υπάρχει αυτό που λένε παράδεισος, το χωριό μας, το Κιρκιντζές, ήτανε ένα δείγμα του […] Ο κάθε χωριανός ήτανε νοικοκύρης στη γη του. Είχε το δίπατοι σπίτι του, είχε και τον εξοχικό κούλα του, με μποστάνια, καρυδιές, μυγδαλιές, μηλιές, αχλαδιές και κερασιές. Και δεν ξεχνούσε να φυτεύει κι ανθόκηπους για το κέφι του. Τι του στοίχιζε όταν είχε κείνα τα γάργαρα νερά και τα πηδηχτά τα ρυάκια, που κελάρυζαν χειμώνα καλοκαίρι! Όταν μέστωνε το στάρι και το κριθάρι, τα χωράφια μας μοιάζανε με χρυσαφένιες θάλασσες. Μα σαν τις ελιές μας καμαρωτές δεν θ’ αντάμωνες πουθενά […] Ο Θεός είχε ρίξει στα μέρη μας και μιαν άλλη ευλογία, τις λίμνες, που οι φουσκοθαλασσιές και οι πλημμύρες τις κάνανε να φαίνονται ένα με τη θάλασσα.

Ο Κοσμάς Πολίτης με καταγωγή από τη Σμύρνη, όπου έζησε μέχρι την Καταστροφή, στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1962, μιλάει για τη χαρισάμενη ζωή των Ελλήνων σε ένα προάστιο της Σμύρνης, όταν τα παιδιά έπαιζαν, κολυμπούσαν και ερωτεύονταν, πολλά χρόνια πριν από τον χαλασμό:

Η νύχτα πήχτωνε ολοένα. Κάτω από τους γεωμετρικούς αστερισμούς κι από τα σκόρπια αστέρια, το δασωμένο Μπουλμπούλ Νταγ, το Βουνό των Αηδονιών, κατηφόριζε τις ζεσταμένες του πλαγιές […] Και ξαφνικά, μια τρίλια χάδεψε το νυχτερινό αέρα. Της αποκρίθηκε μια άλλη τρίλια, ύστερα μια άλλη, και σε λίγο γέμισε αγάπη ο τόπος. Αγάπη για τον άνθρωπο, αγάπη για το δούλο. Δεν μπορεί παρά να χαίρεται ο Θεός βλέποντας πως ο δούλος ζητάει να βρει εδώ κάτω τη λύτρωση από τον κύριό του.

Αλλά και οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν βιβλία μυθοπλασίας για τη Σμύρνη με την αφορμή των εκατό χρόνων από την Καταστροφή, αρχίζουν να αφηγούνται την ιστορία τους, προβάλλοντας την ομορφιά της πόλης και την ξενοιασιά των κατοίκων της. Η Μαρία Ηλιού στο Μια φιλία στη Σμύρνη (εκδ. Μίνωας, 2022) στις πρώτες σελίδες του βιβλίου έχει μια σκηνή υποδειγματικής οικογενειακής γαλήνης:

Η παρέα, πίνοντας porto, περιτριγύρισε τον Δημήτρη και το ρίξαν όλοι στο τραγούδι. «Τικ τικ, τίκι τίκι τακ, θέλω μικρή μου να μαντέψω πού πηγαίνεις», τραγούδησαν οι φίλοι ενώ στο βάθος ακουγόντουσαν οι φωνές των παιδιών τους, που έπαιζαν ακόμα κρυφτό […] και όταν οι μεγάλοι άρχισαν να τραγουδούν «Il était un petit navire», τα παιδιά έτρεξαν στο σαλόνι, χώθηκαν στις αγκαλιές των δικών τους και τραγούδησαν όλοι μαζί. Η Μυρσίνη μέσα της ευχαριστούσε τον Θεό για τη γενναιοδωρία του.

Τέλος, η Νάση Τουμπακάρη ξεκινάει το δικό της μυθιστόρημα, το Μινόρε Μανές (εκδ. Άγρα, 2022), μια μυθοπλαστική αναπαράσταση της μουσικής ζωής στη Σμύρνη, με μια ειδυλλιακή περιγραφή της πόλης και της ποικιλόμορφης δημόσιας συμπεριφοράς των κατοίκων της:

Καλοκαίρι 1912. Τα καλοκαίρια της Σμύρνης ήταν ο ίδιος ο παράδεισος. Θαρρείς και κατέβαινε ο Θεός κι έλεγε «Σμυρνιοί, γλεντήστε! Στο Και, στους πίσω μαχαλάδες και στα περίχωρα, Κορδελιό, Καρατάσι, Μπουρνόβα Καλουτζά, μα και στις μπίρες, στις μπακαλοταβέρνες, στους καφενέδες, γινότανε προσκύνημα. Παιχνίδια, τραγούδια, φωνές, χοροί, ίσαμε το πρωί. Έβλεπες νταήδες, κουτσαβάκια και φαμελίτες όλους μαζί να φοβερίζουνε το χάρο καθώς ξεφάντωναν…

Παρόμοια κείμενα, γεμάτα ξενοιασιά και αισιοδοξία, έχουν γράψει και άλλοι. Εδώ έγινε μία ενδεικτική επιλογή.

Φίλιππος Φιλίππου, συγγραφέας

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.