fbpx
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

του Σ. Ν. Φιλιππίδη

Μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη (1957) παρατηρείται κάποια δραστηριότητα ως προς την έκδοση κριτικών βιβλίων για το έργο του. Το πρώτο από αυτά είναι το βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη Ο Ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, 1958, που αποτελεί μια προσπάθεια περιγραφής της πνευματικής πορείας του Καζαντζάκη, με έμφαση στο έργο που ο ίδιος ο δημιουργός θεωρούσε σημαντικότερο, την Οδύσσεια. Τον επόμενο χρόνο, το 1959, ο Πρεβελάκης δημοσιεύει ένα άλλο βιβλίο, Νίκος Καζαντζάκης: Συμβολή στη χρονογραφία του βίου του, μια κατ’ έτος καταλογογράφηση των συμβάντων στη ζωή του «διδάχου» του. Το 1962 δημοσιεύτηκε ένα βιβλιαράκι του Peter Bien με τον τίτλο Nikos Kazantzakis. Ο Μπιν επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις ιδεολογικές περιπλανήσεις του Καζαντζάκη (τα «πιστεύω» του) και ιχνηλατεί με συντομία αυτή την ιδεολογική πορεία στα σημαντικότερα έργα του.

Ο Μανόλης Γιαλουράκης, επίσης, δημοσίευσε δύο μικρά βιβλία για τον Καζαντζάκη. Το πρώτο, με τον απλό τίτλο Καζαντζάκης, δημοσιεύτηκε το 1964 και ανατυπώθηκε το 1970 σε ένα τομίδιο, όπου συμπεριλαμβανόταν και ένα άλλο δοκίμιο, για τον Μυριβήλη, ενώ το 1976 ανατυπώθηκε δεύτερη φορά μαζί με ένα Επίμετρο, μια συνέντευξη που πήρε ο Γιαλουράκης το 1954 από τον Καζαντζάκη στην Αντίμπ. Το δεύτερο βιβλίο του Γιαλουράκη τιτλοφορείται Ο Κριτικός Καζαντζάκης και δημοσιεύτηκε το 1978.

Ο Καζαντζάκης του Γιαλουράκη εντάσσεται χρονικά στην προαναφερθείσα κριτική παραγωγή και είναι το δεύτερο σύντομο κείμενο συνολικής παρουσίασης του Κρητικού συγγραφέα. Ο Γιαλουράκης γράφει ένα πιο παραδοσιακό βιβλίο από τον Μπιν. Ο υπότιτλος του βιβλίου του Γιαλουράκη είναι: «Ο άνθρωπος και το έργο». Ύστερα από ένα σύντομο βιογραφικό που χρησιμεύει ως εισαγωγή, ο συγγραφέας διαρθρώνει το κριτικό του έργο για τον Καζαντζάκη σε υποκεφάλαια:

Οι πρώτες αναζητήσεις. Η πορεία του στοχασμού του. Η ποίηση της Οδύσσειας. Το θεατρικό του έργο. Τα κριτικά του κείμενα. Ένας ακάματος μεταφραστής. Ο ταξιδιωτικός συγγραφέας. Ο μυθιστοριογράφος. Επιστολές και τυμβωρυχίες. Τελικά συμπεράσματα.

Το τμήμα «Οι πρώτες αναζητήσεις» παρουσιάζει ενδιαφέρον, διότι μολονότι το βιβλίο του Γιαλουράκη γράφεται την περίοδο που ο Καζαντζάκης είναι διάσημος (και διαβόητος σε άλλους κύκλους) για τα μυθιστορήματά του, εστιάζει στην παραγωγή των ετών 1906-1910 και στις αντιδράσεις της κριτικής στις πρώτες δημοσιεύσεις του νέου τότε συγγραφέα. Ο Γιαλουράκης ολοκληρώνει το τμήμα αυτό αναφερόμενος σε τέσσερα πεζά ποιήματα (1906-1907) του αισθητιστή και παρακμιακού Καζαντζάκη, «συγγενικά με τον Όφι και κρίνο [1906] τόσο στο ύφος όσο και στη διάθεση», αλλά και με την επισήμανση ενός πρώιμου αφηγήματος, «Αιματωμένα ξημερώματα» (1907), το οποίο κατά τη γνώμη του προοιωνίζει θεματικά τον Καπετάν Μιχάλη και την «κρητική ματιά».

Κάποτε εκφράζονται ιδέες καίριες που βοηθούν τον αναγνώστη στην κατανόηση του ιδεολογικού υπόβαθρου της καζαντζακικής παραγωγής. Παρουσιάζοντας την Ασκητική, ο Γιαλουράκης γράφει: «Αλλά το Αόρατο, ο Θεός, δεν είναι το τέλειο ον των θρησκειών. Είναι μια πνευματική σύλληψη του διαρκώς εξελισσόμενου ανθρώπου». Ή: «Η μεταφυσική αγωνία της Οδύσσειας βρίσκεται στους αντίποδες του διονυσιασμού της». Ή: «Το Σύμπαν είναι το συνταίριασμα δύο ρευμάτων, της συνθετικής πνοής της ζωής που οδηγεί στην αθανασία, και της αποσυνθετικής που τέρμα της είναι ο θάνατος».

Αναφερόμενος στα θεατρικά έργα του Καζαντζάκη, ο Γιαλουράκης διακρίνει δύο επιδράσεις, του Καρλάιλ και του Νίτσε, και σχολιάζει ως ακολούθως τον νιτσεϊσμό του: «Όμως θα ’ταν λαθεμένη εντύπωση αν θεωρούσαμε τον νιτσεϊσμό του ως απόρροια αριστοκρατικών αντιλήψεων. Απεχθάνεται τον όχλο, όχι γιατί είναι όχλος, αλλά γιατί δεν μάχεται για να υψωθεί». Αναρωτιέται, ωστόσο, κανείς εάν δεν είναι αριστοκρατική στάση να κάνεις αρνητικές διαπιστώσεις αντί να ενεργείς για να ανυψώσεις. Στο δοκίμιο του Γιαλουράκη είναι εμφανής η προσπάθεια να παρουσιάσει θετικά τον Καζαντζάκη στο σύνολό του, διότι οι διώξεις από τον δεξιό Τύπο και την Εκκλησία ήταν τότε ακόμα πρόσφατες.

Το Επίμετρο της δεύτερης ανατύπωσης, η συνέντευξη δηλαδή του Αυγούστου του 1954, παρουσιάζει ενδιαφέρον διότι ο Γιαλουράκης επιτυγχάνει να κάνει τον Καζαντζάκη να μιλήσει για πολλά πράγματα (και πρόσωπα). Για το ότι, για παράδειγμα, κατά τον Καζαντζάκη οι πόλεμοι είναι μια αναγκαιότητα στην ιστορική πορεία του κόσμου, όπως οι σεισμοί στην πορεία του φυσικού κόσμου. Ή ότι ο πόλεμος λειτουργεί σαν καταλύτης για να γεννηθεί μια καινούργια ιστορική εποχή. Ή ότι η εποχή μας είναι μια μεταβατική εποχή αποσύνθεσης, ένας μεσαίωνας, μέσα στον οποίο έχει ήδη γεννηθεί και ψελλίζει η νέα σύνθεση. Εκπληκτική συνέπεια για τον στοχαστή Καζαντζάκη, αφού τα λεγόμενά του του 1954 θυμίζουν την Ασκητική του 1923. Και εξυπονοούμενο συμπέρασμα, ότι ο ίδιος θεωρούσε πως αυτά που έγραφε ανήκαν στα «ψελλίσματα» της νέας εποχής. Από άλλο σημείο της συνέντευξης μπορεί κανείς να διευκρινίσει περισσότερο τι είναι αυτό το ψέλλισμα της νέας εποχής. Εκεί ο Καζαντζάκης κατατάσσει τους συγγραφείς των μέσων του εικοστού αιώνα σε τρεις κατηγορίες: σε αυτούς που απεικονίζουν την αποσύνθεση της εποχής, όπως ο Έλιοτ, σε αυτούς που γυρίζουν στο παρελθόν από ανάγκη φυγής από το παρόν της αποσύνθεσης, και σε αυτούς «που μάχουνται να διακρίνουνε ποιο είναι το πρόσωπο του μελλούμενου πολιτισμού και προσπαθούνε να συλλάβουνε τη μελλούμενη οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας». Ακόμα πιο διευκρινιστικό είναι αυτό που ζητάει ο Καζαντζάκης από τον Γιαλουράκη να καταγράψει: «Γράψε και τούτο: είτε το θέλουμε είτε όχι, πηγαίνουμε στο σοσιαλισμό. Και ξέρεις ακόμα; Εγώ δεν πιστεύω πως θα φτάσουμε κει ειρηνικά. Στο τέλος θα πρέπει να γίνει ένας πόλεμος». Εκπληκτική συνέπεια αυτού του συνδυασμού νιτσεϊσμού, μπερξονισμού και λενινισμού από την εμφάνιση της Ασκητικής και του Τόντα-Ράμπα έως το τέλος της ζωής του Καζαντζάκη: η Ιστορία προχωράει ένα ματωμένο δρόμο που οδηγεί στην τελείωση του ανθρώπου ως σώματος και πνεύματος.

Ο Κριτικός Καζαντζάκης είναι ένα σύντομο βιβλίο που πιθανώς αποτελεί ανάπτυξη μιας διάλεξης που έγινε στον Φιλολογικό Σύλλογο Χανίων «Ο Χρυσόστομος» το 1977. Περιέχει κυρίως άρθρα του Καζαντζάκη που αναφέρονται σε Νεοέλληνες συγγραφείς και σε έργα που δημοσιεύτηκαν στο αλεξανδρινό περιοδικό Νέα Ζωή κατά τα έτη 1909-1910. Η συμβολή του Γιαλουράκη περιορίζεται σε σύντομους σχολιασμούς και μεταβατικές παραγράφους.

Τα μάλλον εκτενή κριτικά σημειώματα του Καζαντζάκη είναι για τα εξής κείμενα και συγγραφείς:

Μαρία Πενταγιώτισσα του Παύλου Νιρβάνα, Μελάχρα του Παντελή Χορν, Το Χαλασμένο σπίτι του Σπύρου Μελά, Ο Απέθαντος του Σωτήρη Σκίπη, Jean Moréas, Σαμοθράκη του Ίδα (Ίωνος Δραγούμη).

Οι γνώμες του Καζαντζάκη για τα κρινόμενα θεατρικά έργα είναι αρνητικές για διαφορετικούς λόγους: ο Νιρβάνας δεν είναι ο «βάρβαρος δημιουργός» (σαν τον Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο της Κόρης του Γιόριο[1]) που απαιτεί το θέμα του έργου, και ο χαρακτήρας του είναι άλλοτε Πενταγιώτισσα κι άλλοτε «Μαρίκα, Μαίρη ή Marie που αγαπά τις τορνευτές φράσες». Ο Χορν έχει δημιουργήσει ένα άψογο δραματουργικά έργο, αλλά «του λείπει μια κυρίαρχη επισκόπηση της ιδέας του». Ο Μελάς έχει κλέψει αχώνευτο το θεατρικό του Σούντερμαν Η Τιμή (1889).[2]

Το άρθρο για τον Δραγούμη τιτλοφορείται «Για τους νέους μας», αναφέρει τον Νίτσε και έχει έντονα ντανουντσιανό χαρακτήρα: «Έτσι ο αγώνας των ολίγων εκλεχτών Νέων γίνεται πιο ηρωικός και ηδονικότατος». Το επαινετικό δοκίμιο για την ποίηση του Ζαν Μορεάς κινείται και αυτό στον ίδιο αισθητιστικό χώρο: το έργο του Moréas εκφράζει «[τ]ην απαρηγόρητη κι ηδυπαθέστατη θλίψη του για τη ματαιότητα όλων των πραγμάτων κι όλων των αγώνων, και την περηφάνεια που ανατείνει θεϊκό το εγώ του [του ποιητή] μπροστά σ’ ένα τόσο ανέλπιδο χάος». Οι φράσεις θυμίζουν τον μεταγενέστερο ηρωικό μηδενισμό του Καζαντζάκη, όταν πια είχε φύγει από την αισθητική του περίοδο και στρεφόταν προς την Ασκητική.

Η κρίση του Καζαντζάκη για την ποιητική σύνθεση Ο Απέθαντος του Σκίπη είναι μάλλον αρνητική: θεωρεί ότι η ποιητική «τεχνοτροπία» της συλλογής πάσχει από «δύο μεγάλα, ολέθρια ελαττώματα […] από το θόρυβο κι από την πολυλογία», και την αντιπαραθέτει προς την «υποβλητική λιγολογία» του Κλήμη Πορφυρογέννητου (Απόστολου Μελαχρινού). Ο Γιαλουράκης σχολιάζει: «Η υπερεκτίμηση του Σκίπη ως ποιητή οφείλεται κυρίως στην αισθητική ταύτιση του Καζαντζάκη του 1909-1910 με τη φιλοσοφία του Απέθαντου». Την περιπλάνηση του ήρωα Απέθαντου την περιγράφει ο Καζαντζάκης ως μια «“πολύπλαγκτη” πνευματική Οδύσσεια»: ο Απέθαντος, ύστερ’ από καπετάνιος, καβαλάρης, πεζός που κατεβαίνει στην Άδη, καταλήγει σε χωριό της Πατρίδας και βαφτίζει στην Κασταλία τις «δυο πεντάμορφες φιλενάδες», την Ιφιγένεια και τη Μαργαρίτα. Ο Καζαντζάκης προφανώς δεν βρίσκει προβληματική μόνο την ποιητική τεχνοτροπία: «Το πρόβλημα αυτό της αρμονικής αδερφοσύνης της Αργίτισσας παρθένας και της γερμανικής πολύπαθης ηρωίδας [του Γκαίτε], είναι μου φαίνεται το μεγάλο πρόβλημα ολόκληρης της σημερινής φιλολογίας και τέχνης. Να κατορθώσομε να βρούμε την κλασική έκφραση της νεώτερης ψυχής – να το πρόβλημα».

Το βιβλίο του Γιαλουράκη περιλαμβάνει και μεταγενέστερα κριτικά κείμενα του Καζαντζάκη: ένα απόσπασμα από το Ταξιδεύοντας, που εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1927, στο οποίο παρουσιάζεται και ο Καβάφης, μια περιγραφή από τον Γιαλουράκη των περιεχομένων του βιβλίου Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας (1930) και ένα απάνθισμα κριτικών αποφάνσεων του Καζαντζάκη από συνεντεύξεις και επιστολές. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα επιλογικό κεφάλαιο, στο οποίο ο Γιαλουράκης εκφράζει την άποψή του: ότι ο σημερινός (1978) κριτικός δεν πρέπει να περιορίζεται στα κείμενα, αλλά να είναι στρατευμένος, όπως ήταν ο Καζαντζάκης στον σοσιαλισμό, στην Ελευθερία και στην Ειρήνη.

Θα αναφερθώ παρεμπιπτόντως σε ένα ζήτημα, για το οποίο έχω προσωπικό ενδιαφέρον. Σε ανακοίνωσή μου σε Διεθνές Συνέδριο για τον Καζαντζάκη που έγινε το 2007[3], υποστηρίζω ότι η καταλυτική επίδραση για τον νεανικό Καζαντζάκη υπήρξε ο Παλαμάς, του οποίου η νεορομαντική αισθητική των έντονων διπολικών αντιπαραθέσεων του τύπου σάρκα/ψυχή τον επηρέασε διά βίου. Τα μόνα δεδομένα που είχα τότε ήταν οι αρνητικές κρίσεις του Καζαντζάκη για τον Παλαμά στην επιστολογραφία του με τον Πρεβελάκη. Βασιζόμουν, ωστόσο, στα ίδια τα κείμενα των δύο συγγραφέων. Το βιβλίο του Γιαλουράκη περιέχει μια επιστολή του Καζαντζάκη του Ιανουαρίου του 1911 προς τη διεύθυνση του αλεξανδρινού περιοδικού Γράμματα, στην οποία δηλώνει ότι σκέφτεται να γράψει «κριτικά μελετήματα» για τους Γουίλιαμ Τζέιμς, Χάουπτμαν, Τολστόι και Παλαμά. Τα μελετήματα αυτά δεν γράφτηκαν ποτέ, αλλά είναι ενδεικτικές οι προτιμήσεις του εικοσιοκτάχρονου τότε συγγραφέα. Στην κριτική του για τη Μαρία Πενταγιώτισσα του Νιρβάνα, του 1909, γράφει: «Ούτε καν είναι [η Μαρία του Νιρβάνα] η ευγενικότατη Τρισεύγενη του Παλαμά». Στην κριτική για τον Απέθαντο του Σκίπη, του 1910, ο Καζαντζάκης αντιδιαστέλλει τον Σολωμό προς τον Παλαμά: «Ο Σολωμός φαίνεται μεγαλύτερος από τον Παλαμά ακριβώς γι’ αυτό. Ο ένας ξεχύνεται, ρητορεύει, απλώνεται. Ο άλλος συμμαζεύεται, βαθυσυλλογάται, λιγομιλεί. […] Ενώ του Παλαμά η σκέψη –είμαι βέβαιος– πιο πλατιά είναι και πιο παγκόσμια και πιο πολύκαρπη. Όμως επειδή θέλησε (θέλησε; Δε μπόρεσε αλλιώς) όλη να μας την εκφράσει, αναγκαστικά τη μίκρανε. Κι αναγκαστικά ό,τι πιο μεγάλο και πιο μουσικό έχει μέσα του ο Παλαμάς, ποτέ του δε θα φανερωθεί». Μπορεί η στάση του να είναι θαυμασμός με επιφύλαξη, αλλ’ οπωσδήποτε είναι μια στάση τελείως διαφορετική από αυτήν του σαρανταεφτάχρονου Καζαντζάκη: «Πεζοί δρόμοι του Παλαμά, πεζότατοι» (1930). Και το περίεργο είναι ότι όλα αυτά περί αντιρητορισμού και υποβλητικής ολιγολογίας τα γράφει ένας συγγραφέας με έντονα ρητορικό ύφος στην ποίησή του, στα θεατρικά του, στα μυθιστορήματά του!

Πιστεύω ότι θα άξιζε να επανεκδοθούν και ο Καζαντζάκης και Ο Κριτικός Καζαντζάκης του Μανόλη Γιαλουράκη. Το πρώτο είναι μια καλή συνοπτική εισαγωγική μελέτη και το δεύτερο περιέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες από μια περίοδο που είναι λιγότερο γνωστή μέσα στην ομολογουμένως εντυπωσιακή παραγωγή του Κρητικού συγγραφέα και στοχαστή. Θα κλείσω το παρόν άρθρο με ένα παράθεμα από το πρώτο βιβλίο – πρόκειται για κάποιες φράσεις που είπε ο Καζαντζάκης στον Γιαλουράκη το 1954 και που περιγράφουν καλύτερα από ό,τι έχω ποτέ διαβάσει, το χαρακτηριστικό αφηγηματικό ύφος των καζαντζακικών διπολικών αντιπαραθέσεων:

«Το σπουδαίο για μένα είναι ένα πράγμα να ’ναι ριζωμένο στο χώμα και το κεφάλι του να ξεχωρίζει από τη γη. Να ’ναι όσο βαθύτερα μπορεί στη λάσπη κι η κεφαλή του να φτάνει στ’ άστρα. Πολύ χώμα θέλω και πολύ ανθό.»

Σ. Ν. Φιλιππίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.]



[1] Έργο του dAnnunzio του 1903 που ανεβάστηκε στο Μιλάνο το 1904. Στην Ελλάδα παίζεται πρώτη φορά το 1933 στο Εθνικό Θέατρο. Ο Καζαντζάκης γνωρίζει το ιταλικό κείμενο.

[2] Είχε κυκλοφορήσει το 1903 σε μετάφραση Μπάμπη Άννινου και παιζόταν συχνά από γνωστούς θιάσους.

[3] Βλ. «Οι Απόγονοι του Ντοστογιέβσκι και ο Καζαντζάκης», Ο Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα, Ηράκλειο & Ρέθυμνο 2010, σσ. 495-497.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.