fbpx
«Το λογοτεχνικό κείμενο η βάση στο επικοινωνιακό σχήμα αφήγησης-ιστορίας» της Έλενας Χ. Στανιού

«Το λογοτεχνικό κείμενο η βάση στο επικοινωνιακό σχήμα αφήγησης-ιστορίας» της Έλενας Χ. Στανιού

«Μια φορά κι έναν καιρό», η αφηγηματική διαδικασία ήταν συνδεδεμένη με το παραμύθι, με τη διήγηση ιστοριών και γεγονότων, πραγματικών ή φανταστικών. Με το πέρασμα, όμως, του χρόνου, τα οράματα ομάδων ή ατόμων απέκτησαν άλλους τρόπους έκφρασης, καθώς έχουν πληγεί από τη λαίλαπα των ΜΜΕ[1]. Ο πολιτισμός του ήχου και της εικόνας έχει καλύψει πλήρως τις ανάγκες μικρών και μεγάλων για τη μαγεία της μυθικής αφήγησης[2]. Ο αφηγηματικός λόγος γενικά, και ο προφορικός στην καθημερινή μας επικοινωνία, διέρχεται κρίση βιωσιμότητας, με συνέπειες επιζήμιες κυρίως για τη νέα γενιά, τα παιδιά και τους νέους[3]. Πρόκειται για μία λυπηρή διαπίστωση, αν σκεφτεί κανείς ότι η αφηγηματικότητα, σύμφωνα με τον F. Jameson, αποτελεί την κεντρική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος[4].

Για τον λόγο αυτό, η καλλιέργεια του προφορικού λόγου στα παιδιά, μέσα από την αφηγηματική διαδικασία, ξεκινάει πολύ νωρίς από την οικογένεια και συνεχίζει στο σχολείο, περνώντας από τον χώρο του Νηπιαγωγείου, όπου διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό η γλωσσική δραστηριότητα των παιδιών. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό, πρέπει πρώτιστα να τεθεί σε λειτουργία η σκέψη του παιδιού, να δοθούν τα εναύσματα για την ανάπτυξη και εξέλιξή της. Γονείς και εκπαιδευτικοί, με έντονο το συναίσθημα ευθύνης απέναντι στον εαυτό τους και απέναντι στα παιδιά, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στις επιλογές τους και να προτιμούν, έτσι, αφηγήσεις με ιδιαίτερα υψηλά γλωσσικά και αισθητικά κριτήρια.

Η αφήγηση, βέβαια, έχει τη δική της ιδιαίτερη φιλοσοφία. Και η φιλοσοφία αυτή εμπλέκει αφηγητή και ακροατήριο σε μία διαδικασία αλληλοσυμπλήρωσης, με τον συγγραφέα του κειμένου να προτάσσει έναν δικό του κώδικα επικοινωνίας, με βάση, πάντα, τις προηγούμενες αναγνωστικές εμπειρίες. Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου υποχρεώνει τον αναγνώστη σε μια άσκηση πίστης και σεβασμού απέναντι στην ελευθερία της ερμηνείας. Αυτό σημαίνει πως ο αναγνώστης δεν θα ερμηνεύσει το λογοτεχνικό κείμενο όπως του υπαγορεύουν οι πιο ανεξέλεγκτες παρορμήσεις του, αλλά, αξιοποιώντας το δικαίωμα της ερμηνευτικής ελευθερίας, θα πραγματοποιήσει μία λογοτεχνική ανάγνωση σε πολλαπλά επίπεδα, με διαφορετικό τρόπο και υποκινούμενος, πάντα, από έναν βαθύ σεβασμό απέναντι στη λογοτεχνική πρόθεση του κειμένου. Τα λογοτεχνικά κείμενα, όχι μόνο μας λένε αυτό που δεν θα μπορέσουμε να αμφισβητήσουμε ποτέ πια, αλλά καθορίζουν και αυτό που πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό και αυτό που δεν μπορούμε να θεωρήσουμε αφετηρία για ελεύθερες ερμηνείες[5].

Η αφήγηση είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα, το αποτέλεσμα των αποφάσεων, στο επίπεδο του αφηγείσθαι. Απαντάει στην ερώτηση «Πώς». Το αφηγείσθαι είναι μια αληθινή ή μυθοπλαστική διαδικασία. Απαντάει στην ερώτηση «Ποιος» και «Κάτω από ποιες συνθήκες». Έτσι, έχουμε το σχήμα ΙΣΤΟΡΙΑ-ΑΦΗΓΗΣΗ-ΑΦΗΓΕΙΣΘΑΙ[6]. Η αφήγηση (storytelling) ως τέχνη σημαίνει να αναπλάσεις τη λογοτεχνία, παίρνοντας τις τυπωμένες λέξεις ενός βιβλίου και δίνοντάς τους ζωή. Μέσα από τις τυπωμένες σελίδες ενός βιβλίου, ο αφηγητής μπορεί να μας ταξιδέψει οπουδήποτε στον κόσμο ή έξω απ’ αυτόν, στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον. Μπορεί να περιγράψει με λέξεις ό,τι είναι συνηθισμένο ή ασυνήθιστο[7].

Στο επικοινωνιακό σχήμα της αφηγηματικής διαδικασίας, βέβαια, δεν συμμετέχουν μόνο ο αφηγητής και ο αποδέκτης της αφήγησης, αλλά και δύο ακόμη μέλη: Ο υπονοούμενος συγγραφέας και ο υπονοούμενος αναγνώστης.

Ο υπονοούμενος συγγραφέας, σύμφωνα με τον Booth, δεν είναι ο πραγματικός συγγραφέας ενός έργου, αλλά το αντικειμενικό πρόσωπο, το πρόσωπο που ο πραγματικός συγγραφέας θέλει να γίνει, για να μας δώσει μια πραγματική ιστορία. Είναι οι διάφορες όψεις του εαυτού τους, που οι συγγραφείς δείχνουν στα διάφορα έργα τους. Πρόκειται για ένα πρόσωπο, που επιλέγει και αξιολογεί, που δίνει «πνοή ζωής» στο κείμενο, μορφή, νόρμες και αξίες. Με αυτόν τον τρόπο κατανοούμε την πρόθεση του κειμένου, το νόημά του και την ιδεολογία του, χωρίς να καταφεύγουμε στη βιογραφία του συγγραφέα. Ο υπονοούμενος συγγραφέας είναι τα «σχέδια» μέσα στο κείμενο, ο σκοπός του κειμένου, που πρέπει να ανασυγκροτηθεί κατά την ανάγνωση. Σύμφωνα με την άποψη του Ο’Νeil, ο υπονοούμενος συγγραφέας είναι ένα είδος γνώμονα, η εννοιολογική νόρμα της αυθεντίας μέσα στο κείμενο, η διαφορά δηλαδή αυτού που λέει το κείμενο και αυτού που εκλαμβάνουμε ως το νόημά του. Σε όλες αυτές τις απόψεις, έρχεται δυναμικά να αντιπαρατεθεί η άποψη του Genette, o οποίος μιλάει μόνο για αφηγητή-συγγραφέα. Εξορίζει τον υπονοούμενο συγγραφέα, την εικόνα δηλαδή που κατασκευάζει ο αναγνώστης γι’ αυτόν με βάση το κείμενο, με το σκεπτικό ότι ο όρος δεν ανήκει στην αφηγηματολογία, αλλά επινοήθηκε από τον Booth πριν από την επικράτηση του όρου αφηγητής, για να προβληθούν οι ιδεολογικές νόρμες του κειμένου. Διαβλέπει, ακόμη, κάποια ειρωνεία στο κείμενο από την πλευρά του συγγραφέα, όταν αυτός αποφασίζει να υιοθετήσει σκόπιμα μια εικόνα της προσωπικότητάς του διαφορετική από την πραγματική, κάτι που θα γίνει εύκολα κατανοητό από έναν επαρκή αναγνώστη[8]. Κι όπως αναφέρει ο W. Gray, ο επαρκής αναγνώστης έχει την ικανότητα «να διαβάζει τις γραμμές, να διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές και να διαβάζει πέρα από τις γραμμές». Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης διαβάζει αυτό που έχει μπροστά του, αλλά και ό,τι υπονοείται σ’ αυτό που διαβάζει[9].

Το αντίστοιχο του υπονοούμενου συγγραφέα, για όσους, βέβαια, δέχονται τη διάκριση, είναι ο υπονοούμενος αναγνώστης. Πρόκειται για το ακροατήριο που τίθεται ως προϋπόθεση κάθε κειμένου. Ο Genette δίνει την ιδέα του δυνητικού αναγνώστη, που έχει ο συγγραφέας κατά τη συγγραφή ενός έργου. Ο υπονοούμενος αναγνώστης πρέπει να διαφοροποιηθεί από τον πραγματικό, διότι ο ίδιος αναγνώστης μπορεί να διαβάζει διαφορετικά αφηγήματα, σαν άλλος κάθε φορά υπονοούμενος αναγνώστης, σύμφωνα με τις θεωρίες της πρόσληψης[10]. Επίσης, κατά τον W. Iser, ο υπονοούμενος αναγνώστης «περιγράφει τις προϋποθέσεις του κειμένου, προϋποθέσεις που ενεργοποιούνται και αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τους, σε κάθε ιστορική περίοδο, διαφορετικούς αναγνώστες». Είναι ένας αναγνώστης, που είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της αφήγησης και να συμπαίζει με τον συγγραφέα τα παιχνίδια της. Είναι, τελικά, ένας αναγνώστης ικανός να αντιληφθεί τα όσα η ιστορία δεν ομολογεί, αλλά υπονοεί[11].

Η ιστορία, από την πλευρά της, είναι μια σειρά ή ακολουθία γεγονότων σε ορισμένο χώρο και χρόνο, που πραγματώνονται από κάποιους φορείς, τους χαρακτήρες, και απαντάει στην ερώτηση «Τι». Ο Genette τονίζει ότι μια ιστορία είναι κάτι το αφηρημένο, το οποίο αφηγούμαστε και, στη συνέχεια, το συγκεκριμενοποιούμε σ’ ένα κείμενο. Ο ίδιος θεωρητικός χρησιμοποιεί τον όρο διήγηση, για να περιγράψει το σύμπαν στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα της ιστορίας[12]. Στην πραγματικότητα, η διήγηση περιλαμβάνει, από τη μια μεριά, αναπαραστάσεις πράξεων και συμβάντων, οι οποίες συνιστούν την καθαυτό αφήγηση, κι από την άλλη, αναπαραστάσεις αντικειμένων ή προσώπων, οι οποίες αποτελούν το γεγονός που αποκαλούμε περιγραφή. Σύμφωνα με την αντιπαράθεση ανάμεσα σε αφήγηση και περιγραφή, είναι δυνατό να εννοήσουμε κείμενα καθαρά περιγραφικά, που σκοπό τους έχουν να αναπαραστήσουν αντικείμενα ως προς τη χωρική τους μόνο υπόσταση, έξω από κάθε συμβάν και έξω από κάθε χρονική διάσταση. Κι ακόμη ευκολότερο είναι να εννοήσουμε μία καθαρή περιγραφή, χωρίς κανένα αφηγηματικό στοιχείο.

Συμπεράσματα

Η σχέση αφηγητή και αφηγημάτων είναι μια ιδιαίτερα προσωπική υπόθεση. Ο αφηγητής αντιμετωπίζει με σεβασμό τα λογοτεχνικά κείμενα και προσπαθεί, μέσα από τους δικούς του λεπτούς χειρισμούς, να διαφυλάξει το προσωπικό ύφος των δημιουργών τους. Δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ λαός χωρίς αφήγημα, γιατί η αφήγηση ξεκινά με την ίδια την ιστορία της ανθρωπότητας και θα είναι πάντα παρούσα, σ’ όλους τους χρόνους και σ’ όλες τις κοινωνίες[13], ως μία γενεσιουργός διαδικασία, που διαρκεί για όλη τη ζωή του ανθρώπου και είναι παρούσα σε κάθε δραστηριότητά του.

Η φωνή του αφηγητή δεν είναι μονοδιάστατη, αλλά συντίθεται από περισσότερους από έναν λόγο. Πραγματικά, στην εξιστόρηση των γεγονότων που αποτελούν την πλοκή του έργου υπεισέρχεται ο λόγος της ιστορίας, που με την αντικειμενική του διάσταση διαφοροποιεί αισθητά την ίδια την αφήγηση, και ο λόγος του αφηγητή, που τοποθετείται πάντα σε σχέση με τον ιστορικό λόγο, ο οποίος είναι δεδομένος και γνωστός για τον αναγνώστη. Επομένως, εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη αξία είναι ο προσωπικός φωτισμός μιας σειράς ιστορικών γεγονότων. Πρόκειται για την υποκειμενικοποίηση της ιστορίας, που δεν γίνεται παρά στον βαθμό που ο αφηγητής είναι σε θέση να σχολιάσει ή να εκφέρει κρίσεις, ακόμη και να ερμηνεύσει διάφορα γεγονότα που θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικά[14].

Για να είναι επιτυχής η επικοινωνία μεταξύ κειμένου και αναγνώστη, η δραστηριότητα του αναγνώστη πρέπει, με κάποιον τρόπο, να ελέγχεται και από το κείμενο. Όμως, ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να είναι τόσο συγκεκριμένος όσο σε μία κατάσταση πρόσωπο με πρόσωπο και δεν μπορεί να είναι και τόσο καθορισμένος όσο ένας κώδικας επικοινωνίας, ο οποίος ρυθμίζει μία κοινωνική αλληλεπίδραση. Και παρόλο που ασκείται από το κείμενο, δεν βρίσκεται μέσα σ’ αυτό, γιατί κεντρίζει τον αναγνώστη να καλύψει τα κενά που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης, με προβολές που ο ίδιος υποχρεώνεται να κάνει στα σημεία όπου εννοούνται πράγματα από αυτά που δεν λέγονται. Αυτά που λέγονται φαίνεται να φορτίζονται με σημασία μόνο ως αναφορές σε κείνα που δεν λέγονται. Καθώς, όμως, το μη λεχθέν γεννιέται στη φαντασία του αναγνώστη, ταυτόχρονα το λεχθέν διαστέλλεται, για να πάρει μεγαλύτερη σημασία από αυτή που μπορεί να έχει υποτεθεί αρχικά. Μάλιστα, ακόμη και οι κοινότοπες σκηνές μπορεί να φανεί ότι έχουν εκπληκτικό βάθος. Η επικοινωνία στη λογοτεχνία, λοιπόν, είναι μία διαδικασία, η οποία τίθεται σε κίνηση και ρυθμίζεται όχι μόνο από κάποιον δεδομένο κώδικα, αλλά από μια αμοιβαία περιοριστική και μεγεθυντική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην αποκάλυψη και την απόκρυψη. Αυτό που αποκρύπτεται παρακινεί τον αναγνώστη σε δράση, αλλά αυτή η δράση ελέγχεται, επίσης, από εκείνο το οποίο αποκαλύπτεται. Η επικοινωνία αρχίζει κάθε φορά που ο αναγνώστης γεφυρώνει τα χάσματα, τα οποία λειτουργούν ως ένα είδος άξονα, γύρω από όπου περιστρέφεται ολόκληρη η σχέση κειμένου-αναγνώστη. Με αυτόν τον τρόπο, τα δομημένα κενά του κειμένου ενεργοποιούν τη διαδικασία συγκρότησης ιδεών, την οποία θα επιτελέσει ο αναγνώστης, με βάση τους όρους που θέτει το κείμενο. Τα κενά αυτά υποδηλώνουν ότι τα διαφορετικά τμήματα και πρότυπα του κειμένου πρέπει να συνδέονται, ακόμη κι αν το ίδιο το κείμενο δεν λέει κάτι τέτοιο. Είναι οι αθέατοι αρμοί του κειμένου και, καθώς καθορίζουν τα όρια ανάμεσα σε σχήματα και κειμενικές προοπτικές, προκαλούν ενέργειες συγκρότησης ιδεών από τη μεριά του αναγνώστη. Και, όταν τα σχήματα και οι προοπτικές έχουν συνδεθεί πια μεταξύ τους, τα κενά εξαφανίζονται[15].

Κοντολογίς, η αφήγηση είναι μια τέχνη επικοινωνίας που υπάρχει από τις απαρχές του πολιτισμού. Αποτελεί ένα μοναδικό και μεγάλης αξίας μέσο επικοινωνίας, καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να συνδεόμαστε με την κουλτούρα του παρελθόντος και του παρόντος. Μας παρέχει ένα ανοιχτό παράθυρο προς τους άλλους πολιτισμούς, προκειμένου να γίνονται ορατές οι ομοιότητες και οι διαφορές με αυτούς και, με αυτόν τον τρόπο, να έχουμε καλύτερη αίσθηση της θέσης μας στον κόσμο[16].

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κοντολέων, Μ. (1996). Οι ήρωες των παραμυθιών άλλοτε και τώρα. Στο Ε. Αυδίκος (επιμ.), Μ.Γ. Μερακλής (εισαγ.), Από το Παραμύθι στα Κόμικς, Παράδοση και Νεοτερικότητα (σσ. 437-446). Αθήνα: Οδυσσέας.
[2] Βαρβούνης, Μ.Γ. (1996). Τα παραμύθια στη Σάμο. Κοινωνικές-οικονομικές διαφοροποιήσεις και πολιτισμικό σύστημα στην περίπτωση του λαϊκού αφηγηματικού λόγου. Στο Ε. Αυδίκος (επιμ.), Μ.Γ. Μερακλής (εισαγ.), Από το Παραμύθι στα Κόμικς, Παράδοση και Νεοτερικότητα (σσ. 191-198). Αθήνα: Οδυσσέας.
[3] Αναγνωστόπουλος, Β.Δ. (1997). Τέχνη και Τεχνική του Παραμυθιού (σ. 137). Αθήνα: Καστανιώτης.
[4] White, H. (1981). The Narrativization of Real Events. In W.J.T. Mitchell (ed.), On Narrative (p. 251). Chicago and London: The University of Chicago Press.
[5] Eco, U. (2002). Περί λογοτεχνίας (μτφρ. Έ. Καλλιφατίδη) (σσ. 13-15), Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 4η έκδ.
[6] Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γ. (Ιούνιος 2001). Αφήγηση/Αφηγηματολογία: Μια επισκόπηση, Νέα Εστία, τ. 1735, 972-1017.
[7] Alexander, L. (1989). A Manner of Speaking, in C.F. Otten & G.D. Schmidt (eds.), The Voice of the Narrator in Children's Literature Insights from Writers and Critics, New York, Westport, Connecticut, London: Greenwood Press (pp. 123-131).
[8] Φαρίνου-Μαλαματάρη, όπ. σ. 1004.
[9] Σπινκ, Τ. (1990). Τα Παιδιά ως Αναγνώστες (σ. 29). Αθήνα, Καστανιώτης.
[10] Φαρίνου-Μαλαματάρη, όπ. σσ. 1004-1005.
[11] Οικονομίδου, Σ. (2000). Χίλιες και Μία Ανατροπές (σ. 68). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
[12] Φαρίνου-Μαλαματάρη, όπ. σ. 975.
[13] Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου, Κ. (1996). Η επιλογή του Αφηγήματος, μια άλλη τέχνη. Στο Κ. Κουλουμπή-Παπαπετροπούλου (επιμ.), Η Τέχνη της Αφήγησης (σσ.117-130). Αθήνα: Πατάκης.
[14] Σιαφλέκης, Ζ.Ι. (1998). Η εύθραυστη αλήθεια. Εισαγωγή στη θεωρία του λογοτεχνικού μύθου (σ. 82). Αθήνα: Gutenberg Το μυστικό & και το παράδειγμα.
[15] Iser, W. (2000). Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη (μτφρ. Κ. Αθανασίου & Φ. Σιατίτσας) (σσ. 195-211). Αθήνα: Νήσος.
[16] Τσιλιμένη, Τ. & Σταυρουλάκη, Ε. (2011). Αφήγηση ιστοριών: Ο φυσικός τρόπος μέσα από τον οποίο μαθαίνουμε τον κόσμο μας. Στο Τ.Δ. Τσιλιμένη (επιμ.), Αφήγηση και Εκπαίδευση. Εισαγωγή στην τέχνη της αφήγησης. Άρθρα και Μελετήματα (σσ. 77-88). Αθήνα: Επίκεντρο.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΡΘΡΑ
«Θέματα και προβαλλόμενες αξίες στο έργο της Φωτεινής Φραγκούλη» της Αναστασίας Ν. Μαργέτη

Η Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018) ήταν πολυβραβευμένη συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Αγαπούσε τα παραμύθια και τα παιδιά, «τα Πλατανόπαιδα», όπως τα αποκαλούσε. Στα βιβλία της, αυτές οι δύο αγάπες...

ΑΡΘΡΑ
«Χριστούγεννα με τον λόγο του Παπαδιαμάντη» της Χρυσούλας Πατεράκη

Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών κι εκείνος που αναμφισβήτητα τα ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.