fbpx
«“Οι περιπέτειες του Πινόκιο”: Η ιστορία ενός βιβλίου» της Έλενας Χ. Στανιού

«“Οι περιπέτειες του Πινόκιο”: Η ιστορία ενός βιβλίου» της Έλενας Χ. Στανιού

Το κλασικό κείμενο[1] του Ιταλού Κάρλο Κολόντι (Carlo Collodi, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Carlo Lorenzini) διηγείται τις περιπέτειες ενός ξύλινου κούκλου, μιας μαριονέτας, σαν αυτές που υπήρχαν κυρίως στην Τοσκάνη της Ιταλίας τον 19ο αιώνα. Ο Πινόκιο μαζί με τον Αρλεκίνο (Arlecchino), τη Ρόζα (Rosaura) και τον Παλιάτσο (Pulsinella) –τις μαριονέτες που, στο έργο του Κολόντι, θα δεχτούν τον Πινόκιο σαν αδερφό τους– πρωταγωνιστούν στο ιταλικό είδος θεάτρου Commedia dell’arte, απ’ όπου διασκεδάζουν το κοινό τους αποδίδοντας, όσο πιο πειστικά μπορούν, την ανάγκη του ανθρώπου για τροφή, αλλά και για μια χαρούμενη και χωρίς καταπίεση ζωή. Κι αυτή η ζωή εκφράζεται με την ξενοιασιά στη Χώρα της Χαράς και των Παιχνιδιών, όπου ο Πινόκιο και ο φίλος του Φιτίλης (Lucignolo) –ένα όνομα που δίνει την αίσθηση του πειρασμού και της ανυπακοής– διασκεδάσουν ασταμάτητα. Ο Πινόκιο είναι ή θέλει να είναι ένα παιδί και αποζητά έναν ρόλο που να του αφήνει ελευθερία κινήσεων και να είναι γεμάτος περιπέτειες. Και αυτές οι περιπέτειες παρουσιάζονται από τον δημιουργό του με ιδιαίτερα ρεαλιστικό τρόπο, ακόμη και μέσα από το φανταστικό στοιχείο του χώρου της ιστορίας, ο οποίος αποτελείται, ωστόσο, από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της Τοσκάνης του 19ου αιώνα. Εικόνες από την αγροτική ζωή της υπαίθρου της Ιταλίας, που ακόμη δεν έχει εκβιομηχανιστεί, τη θάλασσα και τα πλοία της, αλλά και τον τρομερό καρχαρία[2], περνούν μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη· όπως και εικόνες μιας χώρας με υψηλό δείκτη αναλφαβητισμού, όπου η εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής αποτελεί την πολυπόθητη είσοδο στην κοινωνική και πνευματική ζωή[3].

Ο φόβος, ακόμη, του Πινόκιο προς τις Αρχές και με τη σκιά της δικαιοσύνης απλωμένη παντού, αφήνει σαφείς υπαινιγμούς για την ατμόσφαιρα της εποχής από τη μεριά του Κολόντι, υπαινιγμούς που ξέρει να κρύβει καλά πίσω από τα πρόσωπα του γάτου και της αλεπούς, δύο χαρακτήρες όχι μόνο του βιβλίου του, αλλά και της ίδιας της Ιταλίας της εποχής του, που ήταν γεμάτη από πονηρά στοιχεία, βίαια παιδιά και ληστές.

 Η έννοια της μεταμόρφωσης έρχεται από τα βάθη της αρχαιότητας και ο Κολόντι, ως λάτρης και συνεχιστής των ιδεών των αρχαίων Ελλήνων, τη δανείζεται και την προβάλλει ως μέσο τιμωρίας ή επιβράβευσης.

Ο ΠΙΝΟΚΙΟ, Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ο Πινόκιο παρουσιάζει αρκετά από τα χαρακτηριστικά εκείνα που τα συναντούμε στα μαγικά παραμύθια, σύμφωνα με τον Προπ. Και εδώ ένα από τα μέλη της οικογένειας απουσιάζει, στον ήρωα επιβάλλεται μία απαγόρευση που την παραβαίνει, κάποιοι θέλουν να τον εξαπατήσουν και το πετυχαίνουν, ο ήρωας εγκαταλείπει το σπίτι του, περνάει διάφορες δοκιμασίες και επιστρέφει πιο ώριμος, μέσα στο κλασικά ευτυχισμένο τέλος των παραμυθιών. Το μαγικό και το φανταστικό στοιχείο συντροφεύει τον αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας. Πότε δημιουργεί εμπόδια στον πρωταγωνιστή, πότε τον βγάζει από αδιέξοδα. Ο Κολόντι χρησιμοποιεί το φανταστικό στοιχείο, για να παρουσιάσει μία πραγματικότητα εντελώς φυσιολογική. Δεν αφήνει να ξεχυθεί η αυθεντική φαντασία και μαγεία των παραμυθιών, αλλά τη στιγμή που παρουσιάζει τα μαγικά στοιχεία αμέσως τα ανατρέπει, έτσι ώστε τίποτε να μη δίνει την εντύπωση του υπερφυσικού φαινομένου. Ξέρει καλά να παρωδεί αυτά τα μαγικά στοιχεία που χρησιμοποιεί, χωρίς όμως να αφήνει τον προσεχτικό αναγνώστη να πάρει το έργο του για ένα απλό και κανονικό μαγικό παραμύθι. Έτσι, η Γαλάζια Νεράιδα μπορεί να έχει την ικανότητα να κάνει τη μύτη του Πινόκιο να μεγαλώνει όταν αυτός λέει ψέματα, αλλά, για την κοινωνική πραγματικότητα του Κολόντι, αποτελεί την παιδαγωγούσα αρχή της εποχής του, που προσπαθεί να συνετίζει τον άτακτο μικρό, ύστερα από κάθε ατόπημα και αναίρεση των υποσχέσεών του. Η Νεράιδα του Κολόντι δεν είναι η νεραϊδονονά που εμφανίζεται κάθε φορά που ο ήρωας κινδυνεύει. Κρύβει μία ολόκληρη ιδεολογία. Θρησκευτικό και κοινωνικό στοιχείο ενώνονται και δημιουργούν το πρόσωπο αυτό, που αγαπάει, βοηθάει, μαλώνει, τιμωρεί, πιστεύει, νουθετεί τον Πινόκιο. Το γαλάζιο χρώμα παραπέμπει στον γαλάζιο ουρανό της Ιταλίας. Η αγγελική μορφή της, στη μητέρα του Χριστού. Το ότι αναφέρει τον θάνατο υποδηλώνει όχι τη σωματική απουσία της μητέρας, αλλά τη σιωπηρή παρουσία της, μέσα σε μια πατριαρχική οικογένεια της Ιταλίας της εποχής. Μία παρουσία, όμως, απαραίτητη για κάθε παιδί[4].

Όμως ο Κολόντι δεν δανείζεται μόνο το παραμυθιακό στοιχείο, αλλά και το μυθικό. Το έργο του είναι διάσπαρτο από στοιχεία που έχει δανειστεί ο συγγραφέας από την ελληνική αρχαιότητα. Από την αρχή της ιστορίας του αναφέρει ότι πρόκειται να μιλήσει για ένα κομμάτι ξύλο, που, ενώ φαίνεται συνηθισμένο, είναι πολύ παράξενο. «Είναι ένα ξύλο, που κρύβει μέσα του όλη την ανθρωπότητα, η οποία είναι φτιαγμένη από το πλούσιο δέρμα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης», σύμφωνα με τον φιλόσοφο Croce. Πρόκειται για την ύλη ζώσα των αρχαίων, που διαθέτει ήδη ψυχή και ζωή, αλλά και κάποιες ιδιότητες, πριν ακόμα πάρει τη συγκεκριμένη εξωτερική μορφή της. Το έμψυχο υλικό της ιστορίας μας, αυτό το παράξενο ζωντανό ξύλο, θα υποστεί διάφορες μεταμορφώσεις σε όλη τη διάρκειά της. Πρώτα, θα γίνει ένας ξύλινος κούκλος, μία μαριονέτα στα ικανά χέρια του Τζεπέτο (Geppettο). Έπειτα, αυτή η μαριονέτα θα μεταμορφωθεί σε γαϊδουράκι και, στο τέλος, θα γίνει ένα αληθινό αγόρι. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, βλέπουμε ένα συνεχές παιχνίδι ανάμεσα στα διαφορετικά υλικά. Ο Κολόντι «παίζει» ανάμεσα στο φυτικό, το ζωικό και το ανθρώπινο. Οι αντιθέσεις εναλλάσσονται η μία μετά την άλλη και φτιάχνουν εικόνες πολύχρωμες, ζωντανές και, ταυτόχρονα, διαχρονικές. Το φυτικό υλικό το αντιπροσωπεύει το ξύλο, η πηγή της ιστορίας, αφού απ’ αυτό ξεκινούν όλα. Το ζωικό δίνεται με τη μορφή του γαϊδάρου και το ανθρώπινο με τη μορφή του αγοριού, στο τέλος. Η έννοια της μεταμόρφωσης έρχεται από τα βάθη της αρχαιότητας και ο Κολόντι, ως λάτρης και συνεχιστής των ιδεών των αρχαίων Ελλήνων, τη δανείζεται και την προβάλλει ως μέσο τιμωρίας ή επιβράβευσης. Ο Πινόκιο, μέσα από μία μυητική πορεία, αρκετά οδυνηρή, δύσκολη, αλλά και επικίνδυνη πολλές φορές, θα φτάσει στην κάθαρση, η οποία αντιστοιχεί με τη μεγάλη και τελική επιβράβευση, τη μεταμόρφωση σε ανθρώπινη ύπαρξη, κάτι που υποδηλώνει και την ανωτερότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα όντα του πλανήτη[5].

Η πιο χαρακτηριστική μεταμόρφωση του Πινόκιο είναι αυτή σε γάιδαρο, δανεισμένη από τη Λατινική Μυθιστορία –στο κείμενο του Απουλήιου Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις, μαθαίνουμε για τη μεταμόρφωση του ήρωά του σε γάιδαρο, σαν τιμωρία επειδή ήθελε να γνωρίσει το μαγικό και το άγνωστο–, όπου, μπορεί ο Πινόκιο να τιμωρείται για την ανυπακοή του, αλλά δεν παύει να φανερώνει και την κτηνωδία των ανθρώπων. Ο Κολόντι αποδεικνύει, για μία ακόμη φορά, πόσο καλά ξέρει να παρωδεί τις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής του. Μέσα, όμως, απ’ αυτή την παρωδία, ξεπηδάει και το ρεαλιστικό στοιχείο της πείνας και της εξαθλίωσης της Ιταλίας της εποχής του, πράγμα που αποδίδεται εύστοχα από τον συγγραφέα, όταν ο μικρός του ήρωας αναγκάζεται να αποδεχτεί τον ρόλο του σκύλου, για να τα βγάλει πέρα με τον χωρικό που τον έπιασε.

Ο Ιταλός συγγραφέας φαίνεται να σέβεται και να συμπαθεί ιδιαίτερα την κοιτίδα του πολιτισμού, την αρχαία Αθήνα. Έτσι, μία άλλη σημαντική προσωπικότητα, ο Δαίδαλος, δείχνει να τον έχει επηρεάσει όχι μόνο στη συγγραφή του έργου του, αλλά και στην ίδια τη δημιουργία του μικρού πρωταγωνιστή. Στην αρχαία Αθήνα, ο Δαίδαλος παρουσιάζεται κυρίως ως γλύπτης, αλλά και εφευρέτης των αγαλμάτων που αναπαριστούν θεούς. Βέβαια, τα αγάλματα του Δαίδαλου ήταν σχεδόν αποκλειστικά ξύλινα ξόανα, αυτόματα πλάσματα που μπορούσαν να κινηθούν μόνα τους. Τα έργα αυτά ανέδιδαν μία αίσθηση ζωής, ήταν σαν ζωντανά όντα που λειτουργούσαν αυτόβουλα και σηκώνονταν να φύγουν από μόνα τους. Η δαιδαλική τεχνοτροπία καλύπτει ολόκληρο τον 7ο αιώνα και πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από την εικόνα μιας πραγματικής εξέλιξης. Τα αγάλματά του παρουσιάζονται με ορθάνοιχτα μάτια, πόδια που απομακρύνονται το ένα από το άλλο, χέρια που αποσπώνται από το σώμα και τεντώνονται. Ενώ, πριν από τον Δαίδαλο, παρουσίαζαν πλήρη ακινησία[6].

Ξέρει καλά να παρωδεί αυτά τα μαγικά στοιχεία που χρησιμοποιεί, χωρίς όμως να αφήνει τον προσεχτικό αναγνώστη να πάρει το έργο του για ένα απλό και κανονικό μαγικό παραμύθι.

Ο καλός και μοναχικός ξυλουργός Τζεπέτο, από την πλευρά του, αν και μακρινός απόγονος του υπερπροικισμένου τεχνίτη της ελληνικής αρχαιότητας, δεν παύει να αποτελεί μια σχεδόν παρωδιακή εκδοχή του, αφού το δικό του δημιούργημα, που ενεργεί μεν αυτόβουλα, κάνει μια σειρά από σκανταλιές που χρήζουν παιδαγώγησης, σύμφωνα πάντα με τις αντιλήψεις της εποχής, από τις οποίες φροντίζει ο συγγραφέας να μην ξεφεύγει.

Όμως, οι πηγές του Κολόντι δεν σταματούν εδώ. Ο μυθικός βασιλιάς της Κύπρου Πυγμαλίων, γλύπτης ο ίδιος, φιλοτέχνησε το άγαλμα της ιδανικής γυναίκας, υποκινούμενος από έναν «εγωκεντρικό ναρκισσισμό». Ερωτευμένος, παρακαλούσε τους θεούς να του δώσουν ζωή και, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή του μύθου, η θεά Αφροδίτη τον βοήθησε να εμφυσήσει ζωή στο άγαλμά του, που έγινε η σύντροφός του με το όνομα Γαλάτεια. Ο Κολόντι, με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα, χρησιμοποιεί τα στοιχεία του μύθου αλλάζοντας τρία βασικά σημεία: Το υλικό, τη σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημα, και το φύλο του δημιουργήματος. Απευθύνεται σε παιδιά και γι’ αυτό πρέπει να εκλεπτύνει μερικά σημεία. Έτσι, το μάρμαρο ή ελεφαντόδοντο γίνεται ξύλο, ένα υλικό πιο φτηνό, που ανταποκρίνεται περισσότερο στην εποχή του, ο βασιλιάς-γλύπτης γίνεται ένας φτωχός ξυλουργός, το όμορφο άγαλμα της νεαρής γυναίκας γίνεται μία μαριονέτα και το ερωτικό πάθος μετουσιώνεται σε πατρική στοργή. Το αντικείμενο, ακόμη, του δημιουργού γίνεται υποκείμενο στο έργο του Κολόντι. Ο μικρός ξύλινος κούκλος «αγκαλιάζει» όλα τα εγκαταλειμμένα παιδιά της αρχαιότητας. Πρόκειται για ένα «παιδ-είκελο», ένα ομοίωμα παιδιού, που, ενώ δεν είναι από σάρκα και οστά, νιώθει όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα. Ως πηγή πνευματικού πλούτου δεν λείπει, βέβαια, και το μεγάλο έπος του Ομήρου, η Οδύσσεια, που, για αιώνες, αποτελεί βασικό μυθικό αφετηριακό υλικό για νεότερα έργα. Συνεχίζοντας ο Κολόντι το παιχνίδι ανάμεσα στο ζωικό και το ανθρώπινο, κάνει τον Πινόκιο να λαμβάνεται ως ψάρι από τον μεγάλο πράσινο ψαρά, που τον αλευρώνει για να τον τηγανίσει σαν ένα περίεργο κουκλόψαρο, μαζί με τα άλλα ψάρια που έπιασε, μια κτηνωδία την οποία –στη χειρότερη μορφή της– συναντάει κι ο Οδυσσέας στο νησί των Κυκλώπων[7].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κάθε λογοτεχνικό κείμενο κουβαλά μέσα του μία ολόκληρη ιδεολογία. Ο συγγραφέας, επηρεασμένος από το κοινωνικό/πολιτιστικό περιβάλλον της εποχής του, τη γενικότερη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής του, θα αποδώσει το κείμενο όσο το δυνατόν πιο κοντά στα δεδομένα αυτά, είτε δείχνοντας ότι τα αποδέχεται φανερά, είτε πίσω από λέξεις που ξέρουν να καλύπτουν καλά το πραγματικό νόημα και τα πιστεύω του.

Σύμφωνα με τον Ίγκλετον, «μερικά κείμενα γεννιούνται λογοτεχνικά, μερικά αποκτούν λογοτεχνικότητα και σε μερικά τούς τη φορτώνουν. Από αυτή την άποψη, η ανατροφή μπορεί να βαρύνει πολύ περισσότερο από την καταγωγή. Αυτό που έχει σημασία μπορεί να μην είναι η αρχική προέλευση, αλλά το πώς σε μεταχειρίζονται οι άνθρωποι. Αν αποφασίσουν ότι τα έργα σου είναι λογοτεχνικά, τότε φαίνεται ότι είναι λογοτεχνικά, άσχετα από το τι πίστευες εσύ». Ο Πινόκιο είναι ένα κείμενο που γεννήθηκε λογοτεχνικό από τη μεριά του συγγραφέα του, αλλά, όσον αφορά τους αναγνώστες του, απέκτησε τη λογοτεχνικότητά του κατά την πορεία του μέσα στον χρόνο και τη δοκιμασία που πέρασε και περνάει, καθώς αφήνει τα ίχνη του ανά τον κόσμο. Είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ανήκει στα μυθιστορήματα Bildungsroman, καθώς ο ήρωας του βιβλίου, μέσα από τις περιπέτειές του, πραγματοποιεί μια δύσκολη πορεία προς την ενηλικίωση, για να αποδείξει, στο τέλος, ότι είναι ώριμος να υποστεί την τελική μεταμόρφωση, να γίνει από ξύλινη μαριονέτα, πραγματικό αγόρι. Τη μορφή του κανονικού αγοριού την κερδίζει με την αξία του, αφού θα αποδείξει ότι όλες οι κακουχίες που πέρασε τον έκαναν σοφότερο απ’ όσο ήταν όταν ξεκίνησε και οδηγήθηκε, έτσι, στην εκπλήρωση και την αυτογνωσία.

– Κι ο παλιός Πινόκιο, ο ξύλινος, πού είναι τώρα;
– Να τος, εκεί πέρα είναι, απάντησε ο Τζεπέτο. Και του ’δειξε έναν μεγάλο κούκλο ακουμπισμένο σε μια καρέκλα, με το κεφάλι πεσμένο στα πλάγια, με τα χέρια του να κρέμονται κουλά και τα πόδια λυγισμένα και σταυρωμένα, και σαν θαύμα ήταν που στεκότανε ακόμα και δεν κουτρουβαλιαζότανε κάτω.
Ο Πινόκιο γύρισε και τον κοίταξε. Τον κοίταξε λίγη ώρα, κι ύστερα είπε μέσα του με μεγάλη ανακούφιση:
– Τι γελοίος που ’μουνα, όταν ήμουνα κούκλος! Και τώρα, πόσο χαρούμενος είμαι που ’γινα παιδί σωστό, με τα όλα του! [8]

Όχι, ο ξύλινος κούκλος ποτέ δεν υπήρξε γελοίος. Αντίθετα, ήταν πάντα ο γλυκός κι ευαίσθητος κλασικός ήρωας, που θα μας θυμίζει τα όμορφα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας, ακόμη κι αν περάσουν κι άλλα χρόνια και ωριμάσει και έρθει να μας επισκεφτεί χωρίς να μεγαλώνει πια η ξύλινη μύτη του! Θα εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τη μαγεία του παραμυθιού, μια μαγεία που θα μας συντροφεύει όσο υπάρχει κι η ίδια η ζωή.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το έργο γράφτηκε μεταξύ Ιουλίου 1881 και Ιανουαρίου 1883 και, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δημοσιεύεται σταδιακά στο Giornale per i bambini, ένα από τα πρώτα περιοδικά της Ιταλίας για παιδιά.
2. Καρχαρίας ήταν το κήτος που κατάπιε τον Πινόκιο και όχι φάλαινα, όπως παρουσιάστηκε από τον Disney στις κινηματογραφικές διασκευές.
3. Marcheschi, D. (Καλοκαίρι 1999). Κάρλο Κολόντι ή αλλιώς Κάρλο Λορεντζίνι: Από το συγγραφέα για μεγάλους στο συγγραφέα για παιδιά (μτφρ. Σ. Γαβριηλίδου-Σπυρίδου), Διαδρομές, 54, σσ. 141, 142.
4. Perella, N. J. (1986). The adventures of Pinocchio Story of a Puppet Carlo Collodi, Berkeley, University of California Press.
5. Zervou, Al. (2003). La Grèce ancienne des influences et la Grèce moderne des transformations: création et réception de Pinocchio, στο J. Perrot (επιμ.) Pinocchio Entre texte et image, P.I.E.- P.Lang S.A., Bruxelles, p. 56.
6. Φροντιζί-Ντυκρού, Φ. (2000/2002). Ο Δαίδαλος, Η Μυθολογία του Τεχνίτη στην Αρχαία Ελλάδα (μτφρ. Χ. Μεράντζας) (σσ. 107-109). Αθήνα: Ολκός.
7. Zervou όπ., pp. 57-58, 60
8. Κολόντι, Κ. (1883/1994). Οι Περιπέτειες του Πινόκιο (μτφρ. Σ. Κακίσης) (σ.207). Αθήνα, Νεφέλη.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΡΘΡΑ
«Θέματα και προβαλλόμενες αξίες στο έργο της Φωτεινής Φραγκούλη» της Αναστασίας Ν. Μαργέτη

Η Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018) ήταν πολυβραβευμένη συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Αγαπούσε τα παραμύθια και τα παιδιά, «τα Πλατανόπαιδα», όπως τα αποκαλούσε. Στα βιβλία της, αυτές οι δύο αγάπες...

ΑΡΘΡΑ
«Χριστούγεννα με τον λόγο του Παπαδιαμάντη» της Χρυσούλας Πατεράκη

Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών κι εκείνος που αναμφισβήτητα τα ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.