fbpx
«Για “Το Ηρεμιστικό” του Σάμιουελ Μπέκετ» της Άσπας Τομπούλη

«Για “Το Ηρεμιστικό” του Σάμιουελ Μπέκετ» της Άσπας Τομπούλη

Το Ηρεμιστικό (Le Calmant) επιστρέφει μετά από δύο χρόνια στο Θέατρο Φούρνος και ο μοναχικός οδοιπόρος του Μπέκετ θα ξαναπιάσει το νήμα της αφήγησης για να μιλήσει για τις περιπλανήσεις του, για να διώξει τους φόβους του, για να συνεχίσει να φτιάχνει ιστορίες με τη δύναμη του μυαλού και της φαντασίας του.

Το Ηρεμιστικό, μαζί με την Πρώτη αγάπη, τον Διωγμένο και Το Τέλος γράφτηκαν το 1946. Είναι τα πρώτα κείμενα που ο Μπέκετ έγραψε στη γαλλική γλώσσα – όπως και όλα σχεδόν τα επόμενα (θεατρικά και μη), τα οποία στη συνέχεια μετάφραζε, κατά κανόνα, ο ίδιος στα αγγλικά. Και οι τέσσερις ιστορίες είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο. Ο Διωγμένος, Το Ηρεμιστικό και Το Τέλος παρουσιάζουν μεταξύ τους κοινά σημεία – θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μία χαλαρή τριλογία. Φαίνεται να λέγονται από το ίδιο πρόσωπο που αφηγείται ή μάλλον προσπαθεί να αφηγηθεί κάποια πράγματα από τη ζωή του σε τρεις χωριστές ιστορίες. Κάθε ιστορία είναι μια διαφορετική εκδοχή των ίδιων περίπου καταστάσεων. Π.χ. στον Διωγμένο και στο Τέλος ο αφηγητής διώχνεται με τη βία από τον τόπο διαμονής του. Στο Τέλος πίνει το ηρεμιστικό από το φιαλίδιο που του έδωσε ο άγνωστος στο παγκάκι, στην προηγούμενη ιστορία, Το Ηρεμιστικό. Και στις τρεις ιστορίες, ο αφηγητής αναρωτιέται πώς θα λεγόταν καλύτερα η ιστορία ή ποια άλλη ιστορία θα ήταν καλύτερη από αυτή που διηγήθηκε. Στο Τέλος ο αφηγητής ολοκληρώνει τη διήγησή του λέγοντας ότι θα μπορούσε να είχε αφηγηθεί την «αληθινή» ιστορία του. Αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το νόημα της λέξης «αληθινή» στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον και στα τρία κείμενα έχουμε να κάνουμε με τον κόσμο της φαντασίωσης και της επινόησης, τον οποίο ο Μπέκετ δομεί και υφαίνει με πανούργα επιμονή μην αφήνοντας περιθώρια αμφιβολίας γι’ αυτό στον αναγνώστη. Κάθε μια από τις τρεις ιστορίες είναι ένα χρονικό περιπλάνησης, εσωτερικής και πραγματικής.

Μελετητές έχουν επισημάνει ότι τα διηγήματα του Μπέκετ αφορούν συχνά αυτή καθαυτή τη διαδικασία της συγγραφής, την ίδια τη μορφή του διηγήματος ως λογοτεχνικού είδους, την επιτυχία ή την αποτυχία του εγχειρήματος. Ως ένας από τους ανανεωτές του είδους, ο Μπέκετ δεν ενδιαφέρεται προφανώς να διηγηθεί μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Η αποσπασματικότητα της πλοκής και της φόρμας, η ασυνέχεια, η διασάλευση του «εγώ» είναι συστατικά στοιχεία των κειμένων αυτών, ενώ η ηθελημένη ασάφεια αποτελεί μέρος της γοητείας τους και μέσο για να διατηρείται ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη/θεατή.

Ο αφηγητής του Ηρεμιστικού, «μονάχος στο παγωμένο κρεβάτι» νιώθει τη φθορά του σώματός του και φοβάται πως θα πεθάνει. Αποφασίζει να διηγηθεί στον εαυτό του μία ιστορία «μήπως και τον ηρεμήσω». Σε μία συνεχόμενη ροή από αναμνήσεις –συχνά ανολοκλήρωτες–, εικόνες από την παιδική του ηλικία, φανταστικές συμπτώσεις και συναντήσεις ή τυχαία συμβάντα, ο αφηγητής προσπαθεί να κρατήσει μακριά του τον φόβο και τον θάνατο. Στο Ηρεμιστικό, η αίσθηση ότι η ιστορία πλάθεται μπροστά στα μάτια μας και ότι είναι προϊόν του μυαλού του αφηγητή, είναι κυρίαρχη.

Έχουμε λοιπόν, εδώ, μία ιστορία in-the-making. Ο αφηγητής του Ηρεμιστικού γίνεται ο συγγραφέας της ίδιας της περιπλάνησης και της ζωής του ή μάλλον μιας επινοημένης από τον ίδιο εκδοχής τους, την οποία αφηγείται την ώρα που την επινοεί. Από μία άποψη, όλο το αφήγημα είναι η προσπάθειά του να φτιάξει την ιστορία, έστω με κενά και αποτυχίες. Ο αφηγητής, που είναι και ο ήρωας της ιστορίας που πλάθει, δεν θυμάται πολλά από το παρελθόν του ή δεν είναι σίγουρος για την ορθότητα αυτών που λέει, ενώ κάποιες φορές παραδέχεται ότι βρίσκεται σε σύγχυση.

«Λέω καθεδρικό (ναό), μπορεί και να μην ήταν, πού να ξέρω...»
«Να όμως που τώρα κατέβαινα δρόμο φαρδύ, παραδόξως οικείο, παρόλο που αποκλείεται να είχα πατήσει εκεί το πόδι μου όσο ζούσα…»
«Αν η ερώτηση δεν είναι αγενής, είπε, πόσο χρονών είστε; Δεν ξέρω, είπα.»
«...ασθμαίνει το μυαλό μου πίσω από τούτο ή πίσω από το άλλο και μονίμως να παλινδρομεί, εκεί που δεν υπήρχε τίποτα.»

Στη νυχτερινή του περιπλάνηση, ο αφηγητής φεύγει από το κατάλυμά του, διασχίζει το δάσος (σαφής αναφορά στον Δάντη) και φθάνει νύχτα στην έρημη πόλη. Συναντά και καταφέρνει να μιλήσει σε έναν-δύο ανθρώπους. Και είναι η ανθρώπινη επαφή που του δίνει πραγματική υπόσταση, την αίσθηση ότι είναι ένα «υπαρκτό» πρόσωπο «του κόσμου τούτου». Αυτό είναι το κέρδος της περιπλάνησής του, «τα λάφυρά μου», όπως λέει, που θα τα πάρει μαζί του, στο «καταφύγιό» του, για πάντα.

Καθώς έχω ιδιαίτερη αγάπη για την αφήγηση και έχω μεταφέρει πεζά κείμενα στη σκηνή, το να ασχοληθώ με ένα κείμενο σαν το Το Ηρεμιστικό του Μπέκετ ήταν μία περιπέτεια συναρπαστική.

Αν προσέξει κανείς τις συνεχείς αναφορές του αφηγητή στο σώμα του, θα παρατηρήσει ότι η χρήση του σωματικού πόνου έχει μία εξέλιξη ανάλογη με αυτή της ίδιας της ιστορίας. Στην αρχή, ο αφηγητής, άρρωστος και τρομοκρατημένος, νομίζει πως βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου. Κάνει αποτυχημένες προσπάθειες να σταθεί όρθιος. Νομίζει ότι δεν θα τα καταφέρει. Ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να κάνει βήμα, πόσο μάλλον να περπατήσει. Τελικά, και στέκεται όρθιος και περπατάει και πηγαίνει στην πόλη, αλλά πάντα πονώντας και με δυσκολία. Οι πόνοι του σώματος είναι ζωτικής σημασίας για την αίσθηση του αφηγητή ότι υπάρχει, ότι ζει – είναι ένα μέσο αυτοσυνειδητότητας. Η αποδοχή τους επιτρέπει στον αφηγητή να συνεχίσει την πορεία του. Είναι ενδεικτικές οι τελευταίες αναφορές στο σώμα:

«Σηκώθηκα και περπάτησα. Επανήλθαν οι πόνοι μου, όμως σαν από την ανάποδη, αδύνατον να τους τυλιχθώ. Είπα όμως, λίγο λίγο, επανέρχεσαι.»
«Είπα, η θάλασσα είναι ανατολικά, εγώ δυτικά θα τραβήξω, στ’ αριστερά του νότου…»

Η πόλη της περιπλάνησης παραμένει ανώνυμη. Ωστόσο, στην αρχή της ιστορίας ο αφηγητής μάς πληροφορεί: «εγώ μόνον την πόλη των παιδικών μου χρόνων γνωρίζω». Η πόλη για την οποία μιλάει είναι τειχισμένη, υπάρχει μία πύλη στην είσοδό της και είναι παραθαλάσσια. Τα ονόματα που αναφέρει είναι ιρλανδικά/αγγλικά. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται για το Δουβλίνο, αν και αυτό είναι στοιχείο φιλολογικού ενδιαφέροντος, δεν έχει καμία απολύτως σημασία για την κατανόηση της ιστορίας και την εξέλιξή της. Εξίσου απροσδιόριστος παραμένει ο χρόνος και η διάρκεια της περιπλάνησης, όπως και ο χαρακτήρας του αφηγητή. Παρά την ακατάσχετη λογοδιάρροιά του, μαθαίνουμε ελάχιστα για το τι είδους άνθρωπος είναι. Ψήγματα πληροφοριών παραμένουν συναρπαστικά στοιχεία της αφήγησης αλλά δεν μας διαφωτίζουν για τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ο οποίος άλλωστε δεν απασχολεί τον αναγνώστη/θεατή, αφού η όλη σύνθεση και λογική της ιστορίας κατευθύνει το ενδιαφέρον του στην αφήγηση και όχι στον χαρακτήρα του αφηγητή.

Η ηθελημένη αοριστία του τόπου, του χρόνου και του προσώπου του αφηγητή συμβάλλουν στην ονειρική φύση της αφήγησης του Ηρεμιστικού. Μαζί με τη σαρδόνια ειρωνεία, τα στοιχεία του γελοίου και του ανοίκειου προσεκτικά ζυγισμένα, και την ηθελημένη ασάφεια, αντιλαμβανόμαστε ότι, τελικά, ο αφηγητής είναι τα λόγια του, αυτά που λέει, έτσι όπως τα λέει και μόνον με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επί σκηνής αφήγηση της ιστορίας.

Καθώς έχω ιδιαίτερη αγάπη για την αφήγηση και έχω μεταφέρει πεζά κείμενα στη σκηνή, το να ασχοληθώ με ένα κείμενο σαν το Το Ηρεμιστικό του Μπέκετ ήταν μία περιπέτεια συναρπαστική. Στην παράσταση του Ηρεμιστικού, δύο ηθοποιοί (Δέσποινα Σαραφείδου, Σπύρος Βάρελης) αποδίδουν το κείμενο. Δύο άφυλα όντα μοιράζονται την αφήγηση όχι για λόγους εναλλαγής και ποικιλίας στο άκουσμα. Η είσοδος του ενός σε πολύ συγκεκριμένα σημεία της αφήγησης του άλλου σηματοδοτεί ρήξεις και μεταστροφές, ενώ συχνά ο ένας αυτονομείται από τον άλλον. Παράλληλα, η εικόνα (visuals: Διονύσης Σιδηροκαστρίτης) αποτελεί, και σε αυτή μου την παράσταση, αναπόσπαστο μέρος της σκηνικής απόδοσης του γραπτού κειμένου.

 

Το Ηρεμιστικό περιλαμβάνεται στον τόμο Πρόζες 1945-1980 του Σάμιουελ Μπέκετ (μτφρ. Εριφύλη Μαρωνίτη, Εκδόσεις Πατάκη 1998). Το Ηρεμιστικό είναι μία από τις ωραιότερες ιστορίες του Μπέκετ πάνω στην επιμονή του ανθρώπου να υπάρξει και να ζήσει παρά τις αποτυχίες, τις ματαιώσεις και τη φθορά. Μετά τις παραστάσεις το 2019-2020 που καθήλωσαν το κοινό –έκλεισε με λίστα αναμονής– Το Ηρεμιστικό επανέρχεται από 5 Φεβρουαρίου 2022 και ανεβαίνει κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:00 μόνο για 8 παραστάσεις στο Θέατρο Φούρνος (Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα, τηλ.: 210.6460748). Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να δείτε εδώ.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΘΕΑΤΡΟ
«ΤΑΞΗ» (Class) των Ιζόλτ Γκόλντεν και Ντέιβιντ Χόραν σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη στο θέατρο Σταθμός

H Εταιρεία Θεάτρου ΜΝΗΜΗ παρουσιάζει στην Αθήνα, για τρεις (3) μόνο παραστάσεις, το βραβευμένο θεατρικό έργο των Ιζόλτ Γκόλντεν και Ντέιβιντ Χόραν «ΤΑΞΗ» (Class) σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη. Το...

ΘΕΑΤΡΟ
Αυγουστίνος Ρεμούνδος: συνέντευξη στον Γιώργο Φερμελετζή

Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη δραματική σχολή της Μ. Βογιατζή-Τράγκα τo 1995 και παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής και θεατρικής...

ΘΕΑΤΡΟ
«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Άλκης Ζέη για πρώτη φορά στο θέατρο

Το θέατρο «Μεταξουργείο», τιμώντας τα 100 χρόνια από την γέννηση της Άλκης Ζέη, παρουσιάζει την παράσταση «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», βασισμένη στο ομώνυμο εμβληματικό μυθιστόρημά της. Ένα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.